Το κλαρίνο του παππού
Στη μνήμη του Βασίλη Καρδάση, ένα δικό του κείμενο.
*****

Το κλαρίνο του παππού
του Βασίλη Καρδάση
Ξύπνησε σαββατιάτικα νωρίτερα απ΄ ότι είχε προγραμματίσει. Κοίταξε το
ρολόι στο κομοδίνο, έδειχνε 6. Το είχε βάλει να κτυπήσει στις εξήμισυ.
Δεν εκμεταλλεύτηκε τη μισή ώρα για να χουζουρέψει, καλύτερα να
ετοιμαστεί νωρίτερα για το ταξίδι. Να του φύγει το άγχος κιόλας. Είχε
δρόμο να κάνει μέχρι το Τσεπέλοβο, κοντά 7 ώρες. Σηκώθηκε όσο μπορούσε
πιο ήσυχα να μην ξυπνήσει την Εβελίνα και χώθηκε στο μπάνιο. Να ρίξει
λίγο νερό στα μούτρα, να ξυριστεί, να είναι φρέσκος. Το μυαλό του ήταν
καρφωμένο στην αυριανή μέρα. Κυριακή μετά τη λειτουργία στον Άγιο
Νικόλαο είχαν το ετήσιο μνημόσυνο του παππού. Όλη τη βδομάδα η διάθεσή
του ήταν βαριά. Τόσο που η γυναίκα του τον σιχτίρισε άγρια. «Τι
παριστάνεις τον θλιμμένο, 80άρης ήταν ο παππούς σου. Τι ήθελες, να μην
πεθάνει;». Ναι, μεγάλος ήταν ο παππούς, 80άρης σύμφωνοι, αλλά ήταν
ξεχωριστός άνθρωπος. Και ήταν πολύ δεμένος μαζί του.
Ψιθυρίζοντας ένα ηπειρώτικο μοιρολόι βγήκε από το μπάνιο. Στον
διάδρομο προς το σαλόνι σκόνταψε στην τσάντα της Εβελίνας. Πεσμένη στο
πάτωμα, ανοιγμένη, και με το περιεχόμενο διάσπαρτο σε κοντινή
απόσταση. Το θέαμα ήταν σε ευθεία αντιπαράθεση με την επιμέλεια που
διέκρινε τη γυναίκα του. Η απορία έσπρωξε τη ματιά του στην εξώπορτα.
Σχεδόν μισάνοιχτη, πρόδωσε το γεγονός. Κλέφτης. Μπήκε έντρομος στο
δωμάτιο της μικρής κόρης του. Ευτυχώς κοιμόταν του καλού καιρού.
Ξύπνησε την Εβελίνα. Αγουροξυπνημένη αλλά και αλαφιασμένη, διερεύνησε
όσα δικά της θεωρούσε πολύτιμα. Τα λίγα κοσμήματα, faux bijoux στην
ουσία, ήταν στη θέση τους. Ο θόρυβος έκανε τη μικρή να σηκωθεί από το
κρεβάτι της και να έρθει προς το σαλόνι. Τους είδε να
σιγοκουβεντιάζουν, στην προσπάθειά τους να αποκρύψουν την παραβίαση
του σπιτιού. Τρίβοντας τα ματάκια της ακούστηκε «Τι έγινε ρε παιδιά το
laptop της μαμάς;». Η παρατηρητικότητα της μικρούλας προξένησε έκρηξη
σιωπηλής οδύνης στην Εβελίνα, αφού πράγματι το laptop είχε κάνει
φτερά. Απέμεινε η διάθεσή της να του αποδώσει ευθύνες. «Εσύ που
αρνιόσουν να βάλουμε συναγερμό. Ορίστε τα κατορθώματά σου», του είπε
σιγανά στο αυτί, για να μην ακούσει η μικρή κι έφυγε να χωθεί κάτω από
τα σκεπάσματα. Ξαφνικά το μάτι του έπεσε στο περβάζι πάνω από το
τζάκι. Έλειπε το ντέφι, το ντέφι του που αντανακλούσε τη συσσωρευμένη
εφηβική μνήμη του, που συμβόλιζε την αθάνατη συναισθηματική του σχέση
με τον παππού του. Κόντεψε να λιποθυμήσει. Αυτόματα του βγήκε «τον
πούστη, τον κερατά, με σκότωσε». Μόνο η Εβελίνα θα χαιρόταν από την
απώλεια του ντεφιού. Στο στομάχι της καθόταν. Υπνωτισμένος από το κακό
που τον βρήκε, κατευθύνθηκε στο σεκρετέρ όπου από το συρτάρι που
έχασκε, αντιλήφθηκε ότι ο κλέφτης είχε βουτήξει το 100άρικο που είχε
μαζέψει η μικρή στα γενέθλιά της.
Άρχισε να ντύνεται μηχανικά αλλά βιαστικά. Βγήκε στις μύτες των
παπουτσιών, μπήκε στο ασανσέρ, ξεκλείδωσε το αυτοκίνητο και ξεκίνησε
το ταξίδι προς την Ήπειρο. Άφησε στην πλάτη της Εβελίνας το επώδυνο
καθήκον να κανονίσει τα τυπικά με την αστυνομία. Τουλάχιστον δεν τους
είχε συμβεί κάτι κακό. Θα μπορούσε να έχει ξυπνήσει νωρίτερα και να
πέσει πάνω στον κλέφτη. Και τότε τι θα γινόταν; Οι αφραγκίες του
σπιτιού σίγουρα δεν ευνόησαν τη λεία του κλέφτη. Από μία άποψη
ευτυχώς. Από την άλλη έχασε το πολυτιμότερο κτήμα του, το ντέφι.
Αλήθεια τι να το κάνει το ντέφι ο κλέφτης; Ερασιτέχνης ήταν; Δεν
φοβήθηκε τον θόρυβο που μπορούσε να προκαλέσει; Τόσο ριψοκίνδυνος;
Γλεντζές; Αναπάντητα τα ερωτήματα, σκέτο μυστήριο η εξαφάνιση του
ντεφιού. Και η δυστυχία του μεγάλη. Γιατί το ντέφι τον συνέδεε με τα
χρόνια που περνούσε μικρός στο Τσεπέλοβο. Οι εικόνες της μνήμης του
σχεδόν επικάλυψαν τη θέαση του δρόμου. Κάποιες φορές συνέλαβε τον
εαυτό του να οδηγεί εντελώς ασυναίσθητα, το παρελθόν επισκίαζε τη
συμπεριφορά του, οι θύμησες ξετυλίγονταν σαν ταινία.
Κλαριτζής ονομαστός στο Ζαγόρι ο παππούς, αυτοδίδακτος, είχε
διασκεδάσει όλα τα ηπειρώτικα χωριά. Σε πανηγύρια, σε γάμους, σε
βαφτίσια συναγωνιζόταν τους καλύτερους στο κλαρίνο. Ποιος δεν ξέρει
για τους ηπειρώτες κλαριτζήδες! Εντάξει δεν ήταν ο Πετρολούκας, αλλά
άρεσε πολύ ο κυρ-Γιώργης. Γιατί έπαιζε με την ψυχή του, το ‘βλεπες και
τον καμάρωνες. Ήταν δεξιοτέχνης, ήταν και φτηνός στην αμοιβή, από τους
φτηνότερους, σε σχέση με την ποιότητα που χαρακτήριζε το παίξιμό του.
Δεν υπήρχε καλοκαίρι που να μην τον είχαν κλείσει δέκα χωριά. Σύλλογοι
και ιδιώτες τον είχαν στην καρδιά τους. Έπεφτε χαρτούρα σύννεφο μέσα
στο καλπάκι που είχε μπροστά στα πόδια του ο παππούς. Τα μοιράζονταν
στα τρία με τον βιολιτζή και τον λαουτιέρη. Δεν έπαιρνε χαμπάρι από
διαφορές. «Όλοι μας παίζουμε, όλοι τα μοιραζόμαστε στα ίσα», έλεγε με
την ηπειρώτικη προφορά του.
Ώρες θα μπορούσε να μιλάει για τον παππού του. Το στερνοπούλι ανάμεσα
στα εγγόνια, ο αγαπημένος του. Είχε και το όνομά του. Μόλις άρχιζαν οι
διακοπές του σχολείου, τον φόρτωνε η μάνα του στο λεωφορείο για
Γιάννενα. Τον περίμενε στον σταθμό ο παππούς, για να πάνε μαζί στο
Τσεπέλοβο. Ζούσε και η συχωρεμένη η γιαγιά του τότε. Σχεδόν τρεις
μήνες την περνούσε μπέικα, μέσα στα χάδια και την προστασία τους. Με
τις νοστιμιές της γιαγιάς να ευφραίνουν την ψυχούλα του. Τηγανιές,
τραχανά, τυρόψωμο, τηγανίτες, ψωμί δικό της. Η χαρά του ήταν να
κάθεται μαζί της, να την ακούει να διηγείται. Παραμύθια για ληστές,
για βασιλιάδες, αλλά και πολλές ιστορίες για τους Τούρκους, για τους
ατρόμητους Σουλιώτες, για τους ηπειρώτες εμπόρους στην ξενιτειά που
γίνανε ευεργέτες της πατρίδας τους. Συνόδευε τις διηγήσεις με τις
ανάλογες παραινέσεις.
-Να μάθεις γράμματα, όσα ήξερε κι ο Ψαλλίδας.
-Και ποιος ήταν ο Ψαλλίδας, που μου τον λες κάθε φορά βρε γιαγιά;
-Ένας τρανός δάσκαλος που είχε σχολείο στα Γιάννενα. Δίδαξε πολλά
παιδιά ο Ψαλλίδας πριν το ’21. Φούντωσε τις ψυχές των ανθρώπων να
είναι λεύτεροι, να προκόβουνε, να αγαπούνε την πατρίδα τους.
-Μα τόσο παλιά; Εσύ θα με πας και στην αρχαία Ελλάδα.
Είχε τελειώσει το σχολαρχείο η γιαγιά, ήξερε και να γράφει και να
διαβάζει. Την Πηνελόπη Δέλτα την ήξερε απέξω. Πάμπολλες φορές τον
κοίμιζε με «Τα μυστικά του βάλτου». Αντίθετα ο παππούς μόλις που είχε
πάει σε δυο τάξεις του Δημοτικού. Μετά βίας έγραφε έστω δυο λέξεις.
«Τον παντρεύτηκα γιατί ήταν ο καλύτερος κλαριτζής στο χωριό»,
δικαιολογούσε την τύχη της. Όμως ο κυρ-Γιώργης ήταν και λεβέντης,
ψηλός, ένας ψαρομάλλης λιπόσαρκος με πολύ δύναμη στα χέρια του. Δεν
ήταν μόνο το κλαρίνο ήταν και η ομορφιά που είχε στα νιάτα του που της
έκλεψαν την καρδιά. Αυτή ήταν η αφεντικίνα της οικογένειας, σ’ αυτήν
οφειλόταν η οργάνωση του σπιτιού και η φροντίδα για την
καθημερινότητα. Ήταν ορθολογική, σε όλα τα ζητήματα, μικρά και μεγάλα
αναζητούσε την αιτία, έδινε τη λύση. Ο παππούς ήταν πηγή αισθήσεων,
μια τρυφερή καρδιά που εξωτερίκευε τα συναισθήματα με το κλαρίνο.
Ώρες τον άκουγε να παίζει μοναχός του στην αυλή κάτω από την
κληματαριά. Μ’ ένα τσίπουρο και λίγη γραβιέρα στο πιατάκι του καφέ
δίπλα του. Η γιαγιά παράταγε όλες τις δουλειές και καθόταν με το
κέντημά της σε μια πολυθρόνα. Το εκφραστικό πρόσωπό της με τα γυαλιά,
τα κατεβασμένα στην άκρη της μύτης, πρόδιδε την τέρψη που της
προξενούσε το παίξιμο του άντρα της. Αυτός, μικρούλης καθώς ήταν,
καθισμένος σ’ ένα σκαμνάκι, ρούφαγε τις ώρες της ευδαιμονίας. Έτσι
μυήθηκε στους σκοπούς των ηπειρώτικων τραγουδιών. Ένα καλοκαίρι
μάλιστα η γιαγιά του δώρισε ένα ντέφι «να συνοδεύεις τον παππού, όταν
παίζει», του είπε. Φαίνεται, τα κατάφερε καλά, αυτό τουλάχιστον
αποφάνθηκαν οι γερόντοι. Έκτοτε το ντέφι έγινε αχώριστη συντροφιά στο
κλαρίνο του παππού. «Έλα να κεφάρουμε», αυτό ήταν το σύνθημα.
Από τα δώδεκα ο παππούς άρχισε να τον παίρνει μαζί του στα γλέντια. Η
συμφωνία ήταν να είναι ξεκούραστος, να έχει κοιμηθεί καλά να μη
νυστάξει, γιατί το γλέντι τραβάει μέχρι αργά, και μέχρι το πρωί ακόμα.
Ήταν το καλύτερο δώρο. Δεν άργησε η στιγμή που καθόταν σε ψάθινη
καρέκλα δίπλα στον όρθιο παππού του να βαράει το ντέφι. Την πρώτη φορά
είχε απίστευτο τρακ. Τον εμψύχωσε με το βλέμμα του ο ευτυχής
κυρ-Γιώργης, το ίδιο και ο κυρ-Κώστας ο βιολιτζής και ο κυρ-Γιάννης ο
λαουτιέρης. Έγινε ο τέταρτος της κομπανίας, «χωρίς εσένα δεν πάμε να
παίξουμε» του ‘λεγε ο κυρ-Γιάννης, χαϊδεύοντας με τον λόγο του την
ψυχούλα του παιδιού. Από την αμοιβή του ο παππούς τού έβαζε σ’ ένα
κουμπαρά, ένα τσίγκινο γουρουνάκι με μια τρύπα στη ράχη, το χαρτζιλίκι
του. Άμα καμιά φορά μάλιστα κέρδιζε και τη ματιά καμιάς πιτσιρίκας που
κοίταζε φυσιολογικά έκθαμβη τον μικρό οργανοπαίκτη, έ τότε έπλεε σε
πελάγη ευτυχίας πάνω στα ηπειρώτικα βουνά.
Ο τσίγκινος κουμπαράς είχε τη θέση του σε μια κρύπτη μέσα σ’ ένα
εντοιχισμένο ντουλάπι με δύο τζαμένια πορτόφυλλα, όπου η γιαγιά φύλαγε
τις κορνίζες με τις φωτογραφίες της οικογένειας. Αυτό ήταν το κοινό
μυστικό του με τον παππού. «Οι καταθέσεις στην τράπεζα», του έλεγε,
σήμα του απόκρυφου προορισμού των κερδών του. Κάθε βράδυ μετρούσε τα
λεφτά προτού κοιμηθεί. Με χαρά κούναγε τον κουμπαρά, να τ’ ακούει να
χοροπηδάνε στο εσωτερικό του.
Σ’ όλα τα γλέντια οι θαμώνες ζητούσαν μόνιμα μια συγκεκριμένη
παραγγελιά δυο και τρεις φορές από τον παππού. «Αχ μωρέ σεβντά», σ’
αυτό καιγόταν το πελεκούδι. Τα δάκτυλά του πάνω στα πλήκτρα του
κλαρίνου μοιάζανε μαγικά, ο ήχος σημάδευε τις ερωτευμένες καρδιές.
Όλοι, μικροί και μεγάλοι, κάποτε ερωτεύτηκαν. Όλοι σηκώνονταν να
χορέψουν αντάμα. Δεν έμενε άνθρωπος στην καρέκλα του.
Αχ μωρέ σεβντά καρασεβντά
πως μ’ έχεις καταντήσει το μαύρο
πως μ’ έχεις καταντήσει.
Αχ εικοσιδυό χρονώ παιδί
στα μαύρα μ’ έχεις ντύσει το μαύρο
στα μαύρα μ’ έχεις ντύσει.
Αχ σεβντά μου αχ σεβντά μου
δεν σε χόρτασε η καρδιά μου.
Μέχρι τα δεκαεπτά του δεν έλειψε από καλοκαιριάτικο γλέντι που έπαιξε
ο κυρ-Γιώργης. Έμαθε να πλαισιώνει λιτά το παίξιμο των τριών άλλων, να
σημαδεύει τα χορευτικά βήματα, μπορεί να πει κανείς ότι έγινε
απαραίτητος. Μετά, αφοσιώθηκε στο διάβασμα, να μοιάσει του Ψαλλίδα, κι
έτσι έχασε την επαφή. Λόγιος δεν έγινε σίγουρα, αλλά πήρε το πτυχίο
του Οικονομικού. Ως φοιτητής βέβαια επανέκαμψε με μεγαλύτερη ωριμότητα
στην κομπανία. Όμως τα συναπαντήματα ολοκληρώθηκαν όταν βρήκε δουλειά
στο λογιστήριο της επιχείρησης έτοιμων ενδυμάτων. Γιατί μαζί με τη
δουλειά βρήκε και την Εβελίνα, που καθόλου δεν ταίριαξε με τους
ηπειρώτικους ήχους. Έβρισκε φολκλόρ τα δημοτικά τραγούδια, έξω από τις
προτιμήσεις της. Δεν της άρεσε το χωριό, «τα κατσάβραχα μου είναι
δυσάρεστα» ήταν η μόνιμη εκφορά της απέχθειάς της για τον τόπο της
καταγωγής του. Και καθώς ήταν κυριαρχική η γυναίκα του, του ‘βαλε τα
δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι. Ο έρωτας είναι περίεργος καμιά φορά, δεν
βάζει προϋποθέσεις, γι αυτό φέρνει και στενοχώριες. Με χίλιες δυο
δικαιολογίες και παρά τις ενοχές του εγκατέλειψε την κομπανία. Η ζωή
της Αθήνας, η απόσταση, η κουραστική δουλειά, η άδεια που είναι λειψή,
όλα μαζί και ανάκατα αναπαράγονταν στην αρχή του καλοκαιριού προς
μεγάλη απογοήτευση του παππού. Το μόνο που εξασφάλισε ήταν η
συγκατάθεση της Εβελίνας, να πηγαίνει μονάχος τον Δεκαπενταύγουστο στο
πανηγύρι του χωριού ν’ ακούσει τον παππού. Σχεδόν έπαιρνε την άδειά
της δηλαδή.
Ο θάνατος της γιαγιάς πριν πέντε χρόνια τον συγκλόνισε τον γέρο. Έχασε
τον άνθρωπό του, το στήριγμά του. Εκείνη τη χρονιά δεν έπαιξε καθόλου,
τόση ήταν η πίκρα του. Στην πρόταση που έγινε από το σόι να
μετακομίσει στην Αθήνα δεν ανταποκρίθηκε. «Τι να κάνω μέσα στα
τσιμέντα! Θα πεθάνω πριν την ώρα μου», έκλεισε κάθε συζήτηση ο
παππούς. Τα κουτσοβόλευε στο μαγείρεμα και στο συγύρισμα, δεν
συγκατάνευσε να πάρει μια Αλβανή ή μια Γεωργιανή στο σπίτι. Έσκυψε το
κεφάλι να σώσει την αξιοπρέπεια και την υπόληψή του, γιατί ο κόσμος
παραφυλάει για κουτσομπολιό. Και δεν το ήθελε.
Η κρίση τον γονάτισε τον κυρ-Γιώργη. Τα γλέντια έπεσαν κατακόρυφα,
ποιος να οργανώσει πανηγύρι και γιορτή με τη φτώχια που βρήκε τον
κόσμο. Χωρίς σύνταξη, βολόδερνε περνώντας στο χωριό με τα ελάχιστα.
Μαράζωσε. Τα περισσέματα της δουλειάς τα είχε κάνει μπετά στην Αθήνα,
να προικίσει τις δυο κόρες του. Ωστόσο δεν παραπονέθηκε ποτέ.
Περήφανος και ανιδιοτελής δεν επέτρεπε στον εαυτό του να σεργιανάει τη
μιζέρια του δεξιά κι αριστερά. Σαν να προετοίμαζε όμως το τέλος του.
Κλείστηκε στο σπίτι και δεν ξεμύταγε παρά σπανίως. Κάνα βράδυ μόνο
ακουγόταν από τους γείτονες να παίζει το κλαρίνο του. Όμως με
περιορισμένο ρεπερτόριο, μόνο μοιρολόγια.
Ένα πρωί ήρθε το μαντάτο ότι τον παππού τον βρήκαν οι γειτόνοι νεκρό
στο κρεβάτι. Είχε πεθάνει στον ύπνο του. Το κλάμα που έπεσε στην
κηδεία του, ένα χειμωνιάτικο απόγευμα του Δεκεμβρίου ήταν πρωτοφανές.
Παρά τα χιόνια που είχαν καλύψει τη διαδρομή μέχρι το Τσεπέλοβο ήρθαν
Ηπειρώτες απ’ όλα τα μέρη, κι απ’ την Αθήνα ακόμη, να τον
συντροφέψουν. Του χρωστούσαν γλέντια και γλέντια. Ο κυρ-Κώστας και ο
κυρ-Γιάννης έπαιξαν πάνω από τον τάφο το αγαπημένο του «Αχ μωρέ
σεβντά». Ακόμη και η Εβελίνα, που παρά τις προβλέψεις ταξίδεψε μαζί
του στο χωριό, φάνηκε να κατανοεί τη συγκίνηση. Κάτι ήταν κι αυτό.
Μετά θάνατον την κέρδισε λιγάκι ο παππούς. Όση προσπάθεια και να ‘γινε
από το σόι του να βρεθεί το κλαρίνο απέβη άκαρπη. Ψάξανε όλες τις
γωνιές του σπιτιού, τα ντουλάπια, τα συρτάρια, τίποτα. Λες και το είχε
εξαφανίσει επίτηδες ο γέροντας. Η τύχη του κλαρίνου του έμεινε σ’
όλους τους συγγενείς ένα ερωτηματικό. Αυτός όμως δεν πρόδωσε το πένθος
του, δεν αφιέρωσε ούτε λεπτό στην αναζήτηση. Η μνήμη του είχε καεί με
τον χαμό του παππού του.
Όλα τούτα και πόσες άλλες λεπτομέρειες τον έκαναν να ξεχάσει προσωρινά
το ντέφι του. Έφτασε στο Τσεπέλοβο νωρίς το απόγευμα, πρώτος απ’ όλους
τους συγγενείς. Μέχρι το βράδυ ήρθαν και οι υπόλοιποι. Η μάνα του, ο
πατέρας του μαζί με τη θεία και τον θείο. Τα ξαδέλφια του είχαν
δουλειές δεν είχαν χρόνο για το μνημόσυνο του παππού. Τράβηξε μόνος
του για το σπίτι του κυρ-Γιάννη. «Σε περιμέναμε με το ντέφι σου» ήταν
το καλωσόρισμα, «να κεφάρουμε, που έλεγε κι ο συχωρεμένος».
Δικαιολογήθηκε ότι έφυγε βιαστικά από την Αθήνα, ότι είχε πολλές
σκοτούρες με τη δουλειά του στην εταιρεία, ότι η κρίση του προκαλούσε
μελαγχολία και ότι τέλος πάντων τον κατέθλιβε το μνημόσυνο. Ήταν
μαζεμένοι κάμποσοι συχωριανοί. Χαμογέλασαν και ξεκίνησαν ένα γλέντι να
τιμήσουν τη μνήμη του παππού που κράτησε μέχρι τις δύο τα ξημερώματα.
Τραγούδησαν τον Οσμαντάκα, ηπειρώτικα μοιρολόγια, αλλά και χαρούμενα
τραγούδια. Έκλεισε ο κυρ-Γιάννης δακρύζοντας μ’ ένα ξεχωριστό
τραγούδι.
Σήμερα Γιώργη μ’ Πασχαλιά, Γιωργάκη μ’, Γιωργάκη μ’
σήμερα πανηγύρι, Γιωργάκη μ’ και λεβέντη μ’.
Σήμερ’ αλλάζουν τα παιδιά και βγαίνουν στο σεργιάνι.
Kαι συ Γιώργη μ’ δε φάνηκες να βγεις να σεργιανίσεις.
Την Κυριακή μετά τη λειτουργία στον Αη Νικόλα ο παπα-Δημήτρης έβαλε
μπρος το μνημόσυνο. Καθισμένος στο στασίδι κοντά στον ψάλτη κοίταζε
προς τον θόλο. Ο νους του ήταν καρφωμένος σ’ εκείνο το πανηγύρι που
πήρε το βάπτισμα του πυρός με το ντέφι στα χέρια δίπλα στον όρθιο
παππού που έπαιζε το κλαρίνο. Εκεί του έφυγε ένα δάκρυ. Για να
ξεπεράσει την κατάθλιψή του άρχισε να σιγοτραγουδάει το «Αχ μωρέ
σεβντά», πιστεύοντας μέσα του ότι από κάπου θα τον άκουγε ο παππούς
του. Η ελπίδα του ήταν να τον συγχωρέσει για την ασυνέπειά του να τον
συντροφεύει στην κομπανία, αφότου γνώρισε την Εβελίνα. Με την ευκαιρία
έριξε από μέσα του ένα σιχτίρισμα στη γυναίκα του, αποφασίζοντας να
γυρίσει στην Αθήνα και να διεκδικήσει την αυτονομία του από την
καταπίεσή της. Έδωσε όρκο στον παππού του μάλιστα.
Η μάνα με τη θεία είχαν ετοιμάσει γερό τσιμπούσι στο σπίτι.
Τραπεζώθηκαν όλοι, φίλοι και συγγενείς. Κι άρχισαν να μιλάνε δυνατά
και να χαχανίζουν, έτσι όπως συνήθως γίνεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις,
όπου το πένθος μεταμορφώνεται σε πεπερασμένη τυπική υποχρέωση. Ο ίδιος
δεν άντεχε να κουβεντιάζει για ανούσια πράγματα. Αποσύρθηκε στο
δωμάτιο που κοιμόταν όταν ερχόταν τα καλοκαίρια. Ξάπλωσε στο σιδερένιο
κρεβάτι, λευκό με αλουμινένιο κεφαλάρι. Η κουβέρτα και το σεντόνι
μύριζαν λεβάντα όπως τότε. Στο κομοδίνο δίπλα ήταν αφημένος από καιρό
«Ο Μάγγας» της Πηνελόπης Δέλτα. Έκλεισε τα μάτια. Σαν τα άνοιξε,
έπεσαν στο εντοιχισμένο ντουλάπι με τα τζαμένια πορτόφυλλα. Θυμήθηκε
την κρύπτη με το τσίγγινο γουρουνάκι, την τράπεζα των καταθέσεών του.
Είχε επενδύσει βέβαια τις οικονομίες του προ πολλού σε ποδήλατο, σε
play station και σε διάφορα ηλεκτρονικά. Άνοιξε το πορτάκι με
νοσταλγία. Γούρλωσε τα μάτια του με το εύρημά του. Σ’ ένα βελούδινο
κόκκινο πανί ανακάλυψε κρυμμένο το κλαρίνο του παππού. Κι ένα χαρτάκι,
απόκομμα από το φύλλο ενός παλιού τετραδίου διπλωμένο στα τέσσερα. Ο
ανορθόγραφος παππούς τον ύψωσε στα ουράνια. «Του Γιωργάκι μου να με
θιμάτε». Γέμισε με πόνο και χαρά αντάμα, τον έπιασαν βουβοί λυγμοί.
Κατακόκκινος σηκώθηκε και έτρεξε στη σάλα φυσώντας αδέξια το κλαρίνο.
Η φλυαρία διακόπηκε απότομα από το ξάφνιασμα του ήχου. Σε λίγο όλοι
τον μακάριζαν για τη σπουδαία κληρονομιά, κάποιοι ζήλεψαν την ευτυχία
του.
Στον δρόμο της επιστροφής η διάθεσή του ήταν τελείως αλλαγμένη. Το
κλαρίνο στη θέση του συνοδηγού, επιμελημένα τυλιγμένο μέσα στο κόκκινο
βελούδο, αποτελούσε το ιερό λείψανο του παππού του. Μπήκε αποφασιστικά
στο σπίτι και τοποθέτησε το κλαρίνο στο περβάζι πάνω στο τζάκι. Στην
Εβελίνα δήλωσε ότι θα άρχιζε σύντομα μαθήματα κλαρίνου με προοπτική να
επανασυνδεθεί με ηπειρώτικες κομπανίες. Η γυναίκα του έμεινε στήλη
άλατος. Το κλαρίνο του παππού θα ήταν πλέον ο γολγοθάς της.

Βασίλη Καρδάση – Success stories – Εκδότης: ΚΨΜ