Φρέσκα

ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΕΛΕΤΩΝ…«Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ»

του Χάρη Κατσιμίχα

 

Ο Μίλτος μεγάλωσε μέσα σε ένα από τα μεγαλύτερα κοιμητήρια της χώρας.
Ο μπαμπάς του, ένα φτωχόπαιδο από την επαρχια, πτυχιούχος της Παντείου, διορίστηκε εκεί, στη γραμματεία, όπου γνώρισε και την μετέπειτα σύζυγό του (στενογράφος-δακτυλογράφος
ήταν αυτή)
Αγαπήθηκαν, παντρεύτηκαν
και έκαναν τον Μίλτο.
Τα απογεύματα, ο μικρός πήγαινε στο κοιμητήριο και έπαιζε στον προαύλιο χώρο με άλλα δύο-τρία παιδάκια.
Με την κόρη του ιερέα, το γιο του καφετζή, το γιο του νεκροθάφτη
και κάνα δυο ακόμα γειτονόπουλα, αφοί (με το δίκιο τους) οι γονείς θεωρούσαν ότι εκεί, τα παιδιά ήταν πολυ πιο προστατευμένα, από ότι στα πάρκα, τις πλατείες και τις παιδικές χαρές της περιοχής.
Μπαλλα; Στο (εσωτερικό) προαύλιο. Κυνηγητό; Εκεί επίσης.
Κρυφτό?
Ούτε συζήτηση!
Τα μνήματα ήταν οι ιδανικές
κρυψώνες.
Στο νεκροταφείο όμως, υπήρχαν
και άλλα, πολυ ωραία πράγματα.
Τα κόλλυβα για παράδειγμα.
Όταν από τις πρώτες (τζαμπέ)
λιχουδιές που έμαθε ο Μίλτος.
Μετά, άρχισε να δίνει βάση στα
«δρώμενα» και στα τελετουργικά.
Κηδείες, μνημόσυνα, τρισάγια κλπ. Καθένα είχε τις δικές του διαδικασίες.
Στα μνημόσυνα λοιπόν, είχες τα κόλλυβα. Στα τρισάγια, τα ωραία
αφράτα αντίδωρα με την άχνη ζάχαρης και στις κηδείες,
έμπαινες (χαλαρά) στην αίθουσα
των εκδηλώσεων, όπου έτρωγες
και έπινες, ότι σου γούσταρε.
Γίνονταν και άλλα ενδιαφέροντα
πράγματα στο κοιμητήριο, που
(ένα-ένα) μεγαλώνοντας, ο Μίλτος
ανακάλυπτε (ήθελε, δεν ήθελε)
Περνούσες (σου λέει) έξω από τα κενοτάφια και άκουγες από μέσα, αναστεναγμούς καύλας.
Τα πρεζάκια και οι χασισοπότες προτιμούσαν επίσης τα κενοτάφια.
Οι Ντεθάδες, παρέα με τις Γκοθούδες, πηδούσαν νύχτα τη μάντρα, επέλεγαν τους πολυτελέστερους τάφους, άπλωναν πάνω τους, έτρωγαν σουβλάκια, έπιναν μπύρες, άκουγαν μουσικάρες από τα φορητά τους ηχοσυστήματα και (σχεδόν πάντα)
η φάση κατέληγε σε μεγαλοπρεπείς παρτούζες.
Είχε πολλή «κίνηση» τη νύχτα το νεκροταφείο. Κι εκεί που το πρωί
γινόταν θρήνος κι οδυρμός,
τη νύχτα γίνονταν γλέντια.
Μεγάλα γλέντια.
Αργότερα που μεγάλωσε
και έγινε φοιτητής, συνέχισε
να πηγαίνει τα πρωινά
στο κοιμητήριο, πότε για να
διαβάσει (!) και πότε με κονιάκ
και φραπεδιά σε πλαστικό ποτήρι
(από το κυλικείο του παιδικού του φίλου) για να ρεμβάσει.
Έφτιαχνε που και που και κάνα «γεμιστάκι», άραζε στο μνήμα της αρεσκείας του (όπως οι Ντεθαδες
της παιδικής του ηλικίας)
και την έκανε λαχείο.
Στο νεκροταφείο, είδε τις χήρες
που πήγαιναν στις καβάτζες κι
έβγαζαν τα μάτια τους, εκεί
γνώρισε και την πρώτη του σχέση
(μια γλυκύτατη κοπελίτσα που πήγαινε συχνά και φρόντιζε τον τάφο της γιαγιάς της)
Και είδε κι άλλα (πολλά) εκεί.
Είδε φτωχούς ανθρώπους
να κλέβουν το λάδι απ’ τα καντήλια.
Είδε μικροαπατεώνες να κλέβουν κεριά, λιβάνια, ψευτομπακίρια κλπ.
Είδε απατεώνες να κλέβουν από τους τάφους λουλούδια, που το βράδυ πουλούσαν στα φτηνά σκυλάδικα
Είδε.., και τι δεν είδε!
Πρεζέμπορες
και κλεπταποδόχους
να κάνουν νταραβέρι.
Είδε τυμβωρύχους.
Είδε ανώμαλους να τον
παίζουν πάνω από τάφους.
Είδε.., της Παναγίας τα μάτια!
Με δυο λόγια, για τον Μίλτο
ο θάνατος, ήταν ένα γκροτέσκο παιχνίδι. Ένα θέατρο του παράλογου
Και φυσικά ο θάνατος (για το Μίλτο) ήταν ..πηγή ζωής (και πολλές φορές, ευζωιας)
«Το αν θα γεννηθεί κάποιος
(μου είχε πει) εξαρτάται από χίλιες δυο συγκυρίες. Άπαξ όμως και γεννήθηκε
ο άνθρωπος, το μόνο σίγουρο, είναι ότι θα πεθάνει!»
Δε χρειάζεται να μαντέψεις
τι μπίζνα άνοιξε ο φίλος μας,
όταν ο πατέρας του
του παραχώρησε το μικρό του
εφάπαξ. Ήταν μικρό,
αλλά υπεραρκετό για το γραφείο τελετών που άνοιξε ο Μίλτος:
ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΕΛΕΤΩΝ
«Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ»
/Χάρης/