ON THE ROAD…3 – Τρίπολη
της Αλεξάνδρας Λαμπροπούλου
Ο Κωστής και η Φανή έφτασαν αργά τη νύχτα, Σάββατο βράδυ, στο Mainalon resort στην Τρίπολη. Θα
διανυκτέρευαν εκεί και το πρωί θα πήγαιναν να αναλάβουν ως δικαστικοί αντιπρόσωποι κοντινά εκλογικά
τμήματα. Αυτός στην Τεγέα και αυτή στα Δολιανά. Ήταν και οι δύο συνομήλικοι, τριάντα οκτώ χρονών και τα
είχαν βαρεθεί όλα αυτά, αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν και αλλιώς. Ήταν ένα έκτακτο εισόδημα το οποίο δεν
μπορούσαν να αγνοήσουν, ειδικά τώρα πια.
Γνωρίστηκαν στη Νομική αλλά δεν έγιναν κανονικό ζευγάρι παρά μόνον κοντά στα τριάντα τους και αφού είχαν
δοκιμάσει κάθε είδους απογοητεύσεις από το άλλο φύλλο, έκαστος. Παντρεύτηκαν στα τριάντα τρία τους και
δεν είχαν παιδιά. Τα τελευταία πέντε χρόνια του έγγαμου βίου τους τα περνούσαν ιδιαιτέρως σιωπηλά. Είχε
πάψει κάθε διάθεση για καυγάδες και επικοινωνία. Κυνηγούσαν πάντα κάθε ευκαιρία για καριέρα, ανεπιτυχώς,
και για μεγάλα διαστήματα δεν έμεναν καν στο ίδιο σπίτι.
Η Φανή δεν ήταν άσχημη μόνο που είχε ένα σαρκαστικό και καυστικό χιούμορ που σε έκανε να στέκεσαι λίγο
μακριά, αμυνόμενος. Ήταν τόσο κυνική που νόμιζε κανείς ότι δεν είχε καθόλου συναισθήματα. Ο κυνισμός της
είχε ποτίσει ακόμα και τη γλώσσα του σώματός της. Ψηλή, ξερακιανή, πάντα χτενισμένη, ποτέ βαμμένη με
ακριβό ντύσιμο δικαστηρίου σε όλες τις περιστάσεις της, μελετημένες και λιγοστές κινήσεις των χεριών και
γκριμάτσες, και πάντα χαμηλή φωνή, άτονη χωρίς εξάρσεις. Στολή μέσα – έξω.
Μέχρι να παντρευτούν ήταν μέλη και οι δύο μιας μεγάλης παρέας, που όλοι είχαν ζευγαρώσει από τη Νομική,
εκτός από αυτούς. Ο Κωστής είχε σκεφτεί πολλές φορές την περίπτωση της Φανής όλα αυτά τα χρόνια, αλλά
έρωτα δεν είχε για αυτήν. Επιρρεπής στο αντίθετο φύλλο, εμφάνισε στην παρέα διάφορες γκόμενες όλων των
τύπων και των τάξεων, για τις οποίες μοίραζε απλόχερα διάφορα πιπεράτα στους φίλους τους τα οποία μάθαινε
η Φανή, δια της πλαγίου. Αυτή δεν αποκάλυψε ποτέ καμία σχέση της, απλά κατά καιρούς εξαφανιζόταν από την
παρέα για όσο διαρκούσαν.
Ο Κωστής ήταν καλοφτιαγμένος και όμορφος αλλά του έλλειπε αυτή η αρρενωπότητα που έχουν οι άντρες που
αγαπούν τις γυναίκες. Ήταν μισογύνης, περισσότερο από το φόβο του γι αυτές. Είχε μεγαλώσει σε ένα
διαλυμένο σπίτι με βία και αυτό τον είχε κάνει σκληρό και φιλόδοξο. Είχε μπει από τους πρώτους στη Νομική
και φιλοδοξούσε να κάνει μεγάλη καριέρα, αλλά η τύχη και οι περιστάσεις τον απόθεσαν σε ένα δικηγορικό
γραφείο να ασχολείται με τις υποθέσεις του γηραιού αφεντικού του που σιχαινόταν. Προσπάθησε να κυνηγήσει
πλούσιες νύφες από καλά σπίτια της Αθήνας αλλά δεν είχε την ικανότητα να τις κρατήσει. Οι αποτυχίες του τον
έκαναν ακόμα πιο επιθετικό και κακό. Καλός λόγος δεν έβγαινε από τα χείλη του.
Έτσι κάπου στα τριάντα τους, ένα βράδυ που το αλκοόλ έρεε στο αίμα τους, μετά από μια βραδιά μπουζουκιών
της παρέας, κατέληξαν με τη Φανή σε ένα φτηνό ξενοδοχείο που χρησιμοποιούσε ο Κωστής στο πεδίο του
Άρεως. Η σχέση τους για κανά χρόνο κρατήθηκε κάπως έτσι, ελεύθερη και κρυφή από όλους, κυρίως με sex σε
φτηνοξενοδοχεία καθώς και οι δύο ζούσαν με τους γονείς ακόμα και δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Ήταν συνήθως
Σαββατόβραδα νωρίς.
Πήγαιναν ξεχωριστά, συναντιόντουσαν εκεί κατά τις εννέα, έκαναν sex και μετά ο
Κωστής έπαιρνε τηλέφωνο στη reception και παρήγγελνε 2 toast και μια coca cola. Τα έτρωγε αμίλητος, έπινε
την coca cola, ρευόταν δυνατά και κατά τις 11 έφευγαν. Την Φανή την ξένιζε αυτή του η συνήθεια και την
έβρισκε λίγο «φθηνή». Ύστερα πήγαιναν να συναντήσουν την παρέα τους έξω για διασκέδαση.
Από Αθήνα Τρίπολη φτάσανε σχεδόν αμίλητοι χωρίς να αισθάνονταν καν την ανάγκη να καλύψουν τη σιωπή,
βυθισμένοι ο κάθε ένας στις δικές του σκέψεις. Ο Κωστής είχε βάλει βαριά λαϊκά στο ραδιόφωνο, κάτι που
σιχαινόταν η Φανή, αλλά δεν του είπε τίποτα γιατί είχε έναν ευέξαπτο χαρακτήρα και ιδιαίτερο βρώμικο στόμα.
Όταν ταχτοποιήθηκαν στο δωμάτιο, ο Κωστής σήκωσε το τηλέφωνο και κάλεσε στη reception. «Δύο toast και
μια coca cola στο 237 θα ήθελα,… μισό λεπτό παρακαλώ…». Γύρισε κατά την Φανή και την ρώτησε αδιάφορα
τελευταία στιγμή «Θες κάτι;». Η Φανη, με ύφος λες και είχε νερό στο στόμα της, απάντησε με μια κίνηση του
κεφαλιού όχι. «Αυτά. Στο 237. Ευχαριστώ.»
Τον κοιτούσε πλάγια την ώρα που έτρωγε τα toast και δεν μιλούσε. Αυτή του την προτίμησή στα
«ξενοδοχειακά» τοστ τη θεωρούσε την πιο χυδαία έκφραση του χαρακτήρα του. Έπειτα γύρισε πλευρό και
κοιμήθηκε. Η επόμενη, θα ήταν μια δύσκολη μέρα..
