Φρέσκα

Στα ανοιχτά της Φαλκονέρας

της Αλεξάνδρας Λαμπροπούλου

 

Είχαμε δώσει ραντεβού στο λιμάνι, στην προβλήτα που φεύγουν τα πλοία για Χανιά. Την είδα από μακριά να
έρχεται με το πάσο της, στητή, σέρνοντας μια βαλίτσα με ρόδες και σακίδιο στην πλάτη. Περπατούσε λες και
είχε καρφιά στα πόδια. Ήταν ψηλή και περισσότερο αδύνατη από όσο έπρεπε. Ντύνονταν πάντα casual, και
ιδιαίτερα τα παπούτσια της, ήταν ή αθλητικά ή παντοφλέ. «Δεν μπορούν να βρουν ησυχία τα πόδια μου», έλεγε
πάντα. Ήταν υπερκινητική και ήθελε να είναι άνετη. Για αυτή την άνεση, έχανε αρκετή από τη θηλυκότητά της,
με την επιλογή των παπουτσιών της. Ούτε καν μια μπαλαρίνα, μια σαγιονάρα με πέτρες και κορδελάκια, δεν την
είδα να φορά ποτέ

Είχε όμως ένα φετίχ. Όταν ταξίδευε, είτε με αεροπλάνο, είτε με πλοίο, είτε ακόμα και με λεωφορείο, φορούσε
δωδεκάποντα. Δεν μπορούσα να κατανοήσω τούτο το ζακόνι. Εκείνο το βράδυ στο λιμάνι, φορούσε πέδιλα με
ξύλινο τακούνι, πρασινομπέζ, άβολα και βαριά, που τα είχε ταιριάξει με ένα λουλουδάτο φόρεμα. Εγώ,

εκδρομική με all star κίτρινα, βερμούδα και t-shirt. «Φοράς τακούνι;» μου ξέφυγε η έκπληξη. «Σου αρέσουν;
Είναι καινούργια. Τα πήρα για το ταξίδι».
Την κοίταξα με απορία και τη ρώτησα γιατί το έκανε αυτό. Απάντησε ότι εδώ και δέκα χρόνια, είχε δώσει
«υπόσχεση» στον εαυτό της, όταν ταξιδεύει να φορά δωδεκάποντα. Ήθελε να είναι περιποιημένη και να
αισθάνεται ωραία στο ταξίδι. Συνέχισα ακάθεκτη. Έπρεπε να το κατανοήσω τούτο το τρελό. «Μα, σέρνεις
βαλίτσες, κουβαλάς back pack και ταξιδεύουμε κατάστρωμα. Θα πρηστούν τα πόδια σου από την ακινησία, θα
μπερδευτείς σε κανένα σκοινί, σε καμιά βίδα. Τι νόημα έχει; Είναι η πιο άκυρη στιγμή για να τα φοράς. Δεν σε
έχω δει, έστω ένα σαββατόβραδο όταν βγαίνουμε έξω, με τακούνια, για να πω ότι το συνηθίζεις». Επέμεινα
μέχρι τέλους να ρωτάω, προσπαθώντας να κατανοήσω την παρόρμηση αυτή, αλλά δεν μπόρεσε να μου δώσει
μια ικανοποιητική απάντηση. Επαναλάμβανε συνέχεια, ότι αυτό είναι μια υπόσχεση στον εαυτό της και ότι δεν
θα μπορούσα να το καταλάβω, ειδικά εγώ, που δίνω υποσχέσεις στον εαυτό μου και στους γύρω μου
καθημερινά, και δεν τηρώ τίποτα. «Πάρε και την μομφή στα μούτρα!» σκέφτηκα.
Σταμάτησα να μιλάω. Τσεκάραμε τα εισιτήριά μας και αρχίσαμε να ανεβαίνουμε τη σκάλα. Ήταν κυλιόμενη.
Μπήκαμε στο πρώτο σαλόνι. Γεμάτο. Κάποια στιγμή βρήκαμε δύο καρέκλες στο εστιατόριο της τρίτης θέσης.
Όλα καλά μέχρις εδώ. Κάπου στην Φαλκονέρα, άρχισε να κουνάει λίγο. Σηκώθηκε γιατί ζαλιζόταν και μου είπε
ότι θα πήγαινε να πάρει λίγο αέρα. Εγώ είχα πιει ένα ουίσκι ξεροσφύρι και είχα κάνει λίγο κεφάλι. Έμεινα να
φυλάω τις αποσκευές.
Μετά από ένα τέταρτο, τη βλέπω ξυπόλητη να περπατά στην μοκέτα και να κρατά τον δεξί αγκώνα της
περίεργα. «Σε έκοψαν τα παπούτσια;» ρώτησα λίγο χαιρέκακα. «Σκόνταψα στην πόρτα που έβγαινε πλάι,
έσπασε το τακούνι μου και έπεσα σαν το σακί. Δεν μπορούσα να περπατήσω με ένα τακούνι και έβγαλα και τα
δύο. Τώρα αυτά δεν φτιάχνουν, έσπασε σαν αγγούρι, το βλέπεις;» κλαψούρισε. Τα άφησε κάτω, άνοιξε τη
βαλίτσα και άρχισε να ψάχνει για σαγιονάρες. Ήταν νευριασμένη, μουρμούριζε, έβριζε, ανακάτευε όλη τη
βαλίτσα και δεν τις έβρισκε. «Σταμάτα» φώναξα και εγώ εκνευρισμένη. Σοκαρίστηκε από τη φωνή μου και με
κοίταξε αποσβολωμένη. Έβγαλα τα παπούτσια μου, πήρα το σπασμένο τακούνι, πήρα και τα ψηλοτάκουνα στο
χέρι. Ότι είχε απομείνει τέλος πάντων. Παρακάλεσα ένα κύριο δίπλα να προσέχει τα πράγματά μας. «Έλα μαζί
μου» της είπα επιτακτικά. Με ακολούθησε πειθήνια. Βγήκα στο πλάι του πλοίου, πλησίασα την κουπαστή. Αυτή
πίσω μου με απορία. Ξυπόλυτες και οι δύο.
Το φεγγάρι έγραφε μια ασημί γραμμή στη θάλασσα. Στεριά δε βλέπαμε πουθενά, ούτε καν το γερακότοπο της
βραχονησίδας. Ο αέρας δροσερός και ανακουφιστικός μας έδινε αιγαιοπελαγίτικες ανάσες.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή δίνω μια «υπόσχεση» στον εαυτό μου και πριν προλάβω να την αθετήσω,
εκσφενδονίζω τα δωδεκάποντα. Δώρο στα ψάρια.
Η Κρήτη μας περίμενε…