Φρέσκα

…δεν είμαι μόνος μου. Είμαστε χιλιάδες

του Πάνου Κατσιμίχα
Ένα κρύο βράδυ, κατά τις 3 και χαράματα, τη βραδιά του Πολυτεχνείου, με πυροβόλησαν εν ψυχρώ, ενώ εγώ έτρεχα ανεβαίνοντας την Πατησίων για να μπω στην Ιουλιανού. Με πυροβόλησαν από απέναντι, πλατεία Αιγύπτου, μέσα από κάτι αύρες της αστυνομίας. Δεν ήμουν μόνος μου. Ήμασταν καμιά 15αριά, που τρέχαμε απελπισμένοι να χωθούμε στην Ιουλιανού για να γλιτώσουμε από τις σφαίρες.
Ορκίζομαι στην ιερή στιγμή που παίχτηκε η ζωή μου σε δευτερόλεπτα ότι αυτά που λέω είναι αυτά που έζησα. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Οι μισές σφαίρες στοχεύανε από τα πόδια μέχρι την κοιλιά. Τσακ τσακ, τις άκουγες στην άσφαλτο κι οι άλλες μισές βούιζαν πάνω από τα κεφάλια μας και θρυμμάτιζαν τις τζαμαρίες των μαγαζιών. Ιουλιανού και Πατησίων γωνία. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, κατάλαβα τι εννοούσε ο Μαρξ με τη φράση «η βία είναι η μαμή της ιστορίας».
Βρεθήκαμε ξαφνικά απέναντι σε κάτι αφιονισμένα τομάρια παρακρατικούς με πολιτικά, ελεύθερους σκοπευτές που πυροβολούσαν αδιακρίτως πάνω από τις ταράτσες του ΟΤΕ μαζί με τους άλλους, τους «νόμιμους», που πυροβόλησαν εμάς εκείνο το βράδυ. Δεν ξέρω πώς και γιατί έγινε, πάντως έζησα. Και αυτόματα την ίδια στιγμή, μόλις βγήκα στην πλατεία Βικτωρίας και πήρα μια ανάσα, κατάλαβα τι εννοούσε ο ποιητής που έλεγε «θέλει νεκροί χιλιάδες να ’ναι στους τροχούς, θέλει κι οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους».
Εμένα μου έκανε καλό αυτό το γεγονός γιατί με σκλήρυνε, όμως δε θα ευχόμουν να νιώσει αυτό το συναίσθημα, ούτε ο χειρότερος εχθρός μου. Καλή και άγια λοιπόν η αμφισβήτηση και η αναζήτηση, αλλά έρχονται στιγμές στη ζωή, που είσαι υποχρεωμένος να βγεις γυμνός και άοπλος απέναντι στο οπλισμένο κτήνος και να του πεις «κοίταξε να σου πω κάτι, ρίξε μου, αλλά να ξέρεις ότι δεν είμαι μόνος μου. Είμαστε χιλιάδες».
Panos Katsimihas / Πάνος Κατσιμίχας σε πρόσφατη συνέντευξη στo Newsbeast στον Βίκτωρα Μονζέλλι.
40 χρόνια έκανε καριέρα χωρίς να αναφέρει ποτέ αυτό το περιστατικό. Δεν το χρειαζόταν, είχε τις λέξεις του και τις νότες του. Δεν ήθελε να σηκωθεί στις μύτες των ποδιών του, δεν ήθελε σάλτσες να νοστιμίσει όσα έλεγαν τα ίδια τα τραγούδια του. Δεν είχε ανάγκη τέτοιο μπουστάρισμα. Αυτά τα έκαναν άλλοι. Πολλοί άλλοι.
Κι αυτό θα πει λαϊκός καλλιτέχνης, δεν είναι τα μουσικά όργανα που θα επιλέξει, αν θα είναι μπουζούκι, κλαρίνο, βιολί ή μπάσο, λαϊκός είναι ο καλλιτέχνης που όταν βγαίνουν τα όπλα από τις θήκες τους δεν ξεχωρίζει από τον εργάτη, τον οικοδόμο, τον αγρότη, τον φοιτητή. Δεν βλέπει τον κόσμο από πάνω πίνοντας σπουδαία κρασιά κι ανακατεύοντας ξηρούς καρπούς βυθίζοντας πότε πότε την πένα του στο πιο ακριβό μελάνι βλέποντας την θυσία του λαού σαν αφορμή για πίνακες ζωγραφικής. Όχι. Στέκεται στα ίδια πεζοδρόμια, ακούει την σφαίρα να έρχεται, αν δεν τον βρει, να γράψει το τραγούδι για αυτόν που τη συνάντησε, αν τον βρει, να γίνει ο ίδιος ολόκληρος ένα τραγούδι.
Πολλοί σπουδαίοι καλλιτέχνες δεν άνθισαν ποτέ, χάθηκαν πολύ νέοι στις εξορίες, στους δρόμους, στα βασανιστήρια. Η τέχνη στην Ελλάδα χτίστηκε διαχρονικά από τους εναπομείναντες, για αυτό έχει πάντα μια γεύση αίματος κι ανεκπλήρωτου στο στόμα. Όμως δεν έμεινε λειψή, φρόντιζε ο λαός να βρίσκει τις λέξεις στα μισοτελειωμένα ποιήματα, να βάζει τις κραυγές του στα ματωμένα πεντάγραμμα, να ανασταίνει με την ελπίδα τα άψυχα τραγούδια.

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.