ΔΕΚΑΕΦΤΑ ΟΧΙ
του Γιώργου Ρούβαλη
Πολλές κατραπακιές έχω φάει στη ζωή μου. Τα νιάτα μου, ήταν πολύ δύσκολα. Φτώχια, ανέχεια, αβεβαιότητα. Όλα έρχονταν και σωριάζονταν πάνω μου και να μην ξέρω πώς να ξεφύγω. Ο πατέρας μου, άγιος άνθρωπος, καλός τεχνίτης, καραβομαραγκός, βάρκες έφτιαχνε. Τα χέρια του έπιαναν αλλά τι ζήτηση μπορούσαν να ‘χουν τώρα οι βάρκες στην πόλη μας, έστω λιμάνι, τη δεκαετία του ’50. Είχαμε κι ένα σπιτάκι δίπλα στη θάλασσα, στην προκυμαία πιο πέρα, που κι αυτό το χάσαμε, μας το απαλλοτρίωσε η Χούντα, να γίνει το κτίριο της ΔΕΗ. Ψίχουλα πήραμε αποζημίωση, εκατό χιλιάδες τότε, ούτε οικόπεδο καλά-καλά δεν έπαιρνες μ’ αυτά, πόσο μάλλον να χτίσεις σπίτι. Μοιάζαμε σαν το χώμα που το πατούν οι τρανοί της γης κι εμείς σκουλήκια να βωλοδέρνουμε.
Ευτυχώς ήταν οι φίλοι κι οι συμμαθητές. Στο σχολείο ήμουν πολύ καλός στα αγγλικά, είχα μια δίψα να τα μάθω καλά. Και στη Γεωμετρία και στη Φυσική. Από Άλγεβρα όμως και Χημεία, πάτος. Και στα Αρχαία και στα Νέα, όχι τόσο καλός. Αφού θυμάμαι, ρε μπαγάσα, μια φορά που είχαμε να πούμε ένα πατριωτικό ποίημα την 25η Μαρτίου και σου ‘χαν αναθέσει εσένα αλλά, δεν ξέρω γιατί, εσύ δεν ήθελες. Ήρθες λοιπόν και μ’ έψησες, λέγε-λέγε δυο-τρεις μέρες συνέχεια, πρώτοι φίλοι είμαστε, να το πω εγώ. «Αυτό το τίμιο το πανί το αιματοβαμμένο…», για τη σημαία. Είχα μια δειλία τότε (και τότε και τώρα θα σου ‘λεγα), ένα σωρό κόμπλεξ, που η κακομοιριά τα ενέτεινε. Αφού λοιπόν το μαθαίνω κι ήμουνα σίγουρος, ανεβαίνω στο βήμα, εκατοντάδες μάτια από κάτω να με κοιτάνε, όλοι οι καθηγητές και ο Γυμνασιάρχης, ο Δεσπότης, ο Νομάρχης, ο Δήμαρχος, ο Διοικητής, τα ‘χασα αμέσως και τα ‘κανα ρόιδο. Πολύ σε μίσησα τότε αδελφέ, μ’ όλο που εσάς τους φίλους μου σας αγαπούσα και σας είχα αποκούμπι.
Και κάτι άλλο θυμάμαι στην πενταήμερη εκδρομή, στην Έκτη. Πήγαινε το πούλμαν δίπλα στα ερείπια στην Πέλλα κι οι αρχαιολόγοι είχαν αποκαλύψει ένα ωραίο ψηφιδωτό μ’ ένα λιοντάρι στη μέση και δύο κυνηγούς με κοντάρια έτοιμοι να το καμακώσουν. Σταματήσαμε και το βλέπαμε. Και λέει ο Πιττερός: «Παιδιά, ο Μεγαλέξανδρος θα το σκοτώσει το λιοντάρι!» και εγώ ατάκα, όπως στον Καραγκιόζη (και φασουλή με λέγατε και βαρκάρη, τα θυμάμαι): «Ρίχτου, Αλέκο!». Άμα ήθελα, ήμουν πλακατζής.
Αργότερα, η ζωή με δίδαξε να είμαι πιο σκληρός, στη Σχολή της Ύδρας, στα καράβια, αργότερα στη ναυτιλιακή εταιρία μας, που είμαι αρχιπλοίαρχος. Τώρα βγάζω το ψωμί μου και με το παραπάνω, οργώνω τις πέντε ηπείρους και τους επτά ωκεανούς, έχω φάει τη θάλασσα με το κουτάλι, τι να σου λέω τώρα για ναυάγια, για μοναξιές, για δυσκολίες, δε θα με καταλάβεις, στεριανός είσαι. Αλλά τι να το κάνω πλέον που και τον καημένο τον πατέρα μου έχασα και τη μάνα μου έχω κατάκοιτη, να μη θέλει να ‘ρθει σπίτι μου στην Αθήνα. Έχει κολλήσει εδώ, με δύο Βουλγάρες νοσοκόμες 24 ώρες και έρχομαι όποτε μπορώ στα πεταχτά, αυθημερόν, να την δω λίγο και πάλι πίσω στα λιμάνια του κόσμου. Προχτές μόλις ήμουνα στο Χονγκ Κονγκ που ‘χε βλάβη ένα πλοίο μας.
Τον Ορφανίδη, τον καθηγητή μας των αγγλικών, θέλω να τον ξαναβρώ τώρα στα γεράματα, να του φιλήσω το χέρι. Αυτός ο άνθρωπος νοιαζόταν να μάθουμε, μας ενθάρρυνε, μας έβαζε να λέμε το κείμενο απέξω. Είκοσι μου είχε συνεχώς στο μάθημά του, έστω και αυτές τις δύο ψωροώρες τη βδομάδα. Όταν ένα διάστημα έφυγε και ήρθε εκείνη η άλλη η Σταυροπούλου, το είκοσι έγινε δώδεκα ανεξήγητα. Αλλά ξανάρθε αυτός ο άγιος άνθρωπος και μ’ εξέτασε και μου ξανάβαλε το εικοσάρι, ενέσεις τονωτικές ήταν οι βαθμοί του στη μιζέρια μου, αλλά τα ‘μαθα φαρσί, διάβασα σαν τρελός, δεν μπορείς να φανταστείς πόσο με βοήθησαν τα καλά αγγλικά στη δουλειά μου και μη νομίζεις, τότε δεν τα ‘ξεραν πολλοί. Όσο για φροντιστήρια και τέτοια, ούτε κουβέντα να γίνεται, δεν υπήρχε μία.
Πολιτικά είμαστε εθνικόφρονες, όπως έλεγαν τότε. Ο πατέρας μου ποτέ δεν είχε ανακατευτεί και μ’ όλο που ο ξάδερφος του ήταν ο πρώτος έμπορος της πόλης, δεν τον είχε βοηθήσει, λίγο δούλεψε μαζί του και μετά τον πέταξε έξω. Ήτανε και κουμούνα, δηλαδή μάλλον βενιζελικός. Αλλά τι να την κάνεις την εθνικοφροσύνη, δεν τρώγεται.
Πήγαινε λοιπόν και δούλευα καλοκαίρι στο εργοστάσιο της ντομάτας, μεροκάματο. Εκεί να δεις συνθήκες. Μάζα άμορφη τα κεφάλια το πρωί, μπροστά στην πόρτα κάθε μέρα και ο επιστάτης να δείχνει κάποιους, εσύ, μέσα, εσύ μέσα, και να παρακαλάς να σε πάρει, να ικετεύεις τον Κύριο να μη σ’ αφήσει απ’ έξω, ήταν και ξάδερφός μου αλλά οι χάρες μετρημένες. Έτσι, παρά λίγο να χάσω και το μισό μου δάχτυλο ένα πρωί που ‘χα δουλέψει νυχτέρι 11-7 και μετά μείναμε για υπερωρίες να φύγει η παραγωγή και όλα τα κουτιά οι κονσέρβες και είχε πάει απόγευμα και βάζω το δάχτυλο στη μηχανή που καπάκωνε τα κουτιά να κλείσουν καλά και μου το παίρνει ξώφαλτσα, κρεμόταν το μισό. Ένας επίδεσμος, το δέσανε και ύστερα μια κλωτσιά στον κώλο κι έξω, σαν κοτόπουλο ζαλισμένο, πέντε τ’ απόγευμα. Ο πατέρας μου του ‘βαλε λινέλαιο, το ξανάδεσε μαστορικά κι έτσι δεν το ‘χασα, κόλλησε ευτυχώς. Και τα ‘χα ανάγκη τα λεφτά, να πάρω κάνα κουστούμι να μη με κοροϊδεύουν τα κορίτσια ότι γύριζα κουρελής, έτρεμα το σχόλιό τους και τα γέλια τους τα περιπαικτικά. Κι εσύ κι ο Γιώργος είσαστε στην πέννα ντυμένοι, εκείνος με φουλάρι κι εσύ με γραβάτα, παιδιά καλών οικογενειών.
Έτσι κι απ’ τους προσκόπους με πέταξε έξω ο συμμαθητής μας ο Αντώνης. Καθόμαστε όλοι μαζί στην παράγκα που είχαμε και παίζαμε. Εγώ αδύνατον να αγοράσω στολή, ήμουν πρόσκοπος ψιλώ ονόματι, αλλά ζωηρός και φασαριόζος. Ο Αντώνης ήτανε βοηθός τότε στην ομάδα, ο αδελφός του υπαρχηγός. Με είδε που έκανα φασαρία, «έξω εσύ και να μην ξανάρθεις!» μου φώναξε. Ο συμμαθητής μου, ο φίλος μου κι εγώ δαγκώθηκα, το κατάπια και δεν ξαναγύρισα. Ούτε να του αντιμιλήσω, ούτε να τον πλακώσω στο ξύλο, έτσι ήμουν τότε, παθητικός, υποταγμένος.
Ένα αρχικό επεισόδιο με σημάδεψε τις πρώτες μέρες της Χούντας. Καθόμουνα στα σκαλοπάτια του λιμανιού, μαζί με δυο καπνεργάτες, το Στέφανο και το Θοδόση το Ραφτούδη. Οι καπναποθήκες τώρα δίπλα στο σπιτάκι μας, αυτοί οι καλοί άνθρωποι ήταν σαν θείοι μου, με είχαν μεγαλώσει. Κάθονταν εκεί με μια τραγιάσκα στο κεφάλι και ρούφαγαν το τσιγάρο τους σκεφτικοί, μελαγχολικοί. Πρέπει να ‘ταν η δεύτερη ή τρίτη μέρα του πραξικοπήματος, Απρίλιος του ’67. Εμφανίζεται λοιπόν ένα ΡΕΟ στρατιωτικό, κατεβαίνουν ένοπλοι και τους μπουζουριάζουν . Τους πήγαν πιο πέρα, που ‘χε έρθει ένα αντιτορπιλικό και τους φόρτωσαν μαζί με άλλους, για τη Γυάρο, πήγα να ρωτήσω και έμαθα. Μ’ έπιασε το παράπονο. Τι είχαν κάνει αυτοί οι καλοί χριστιανοί και τους φέρονταν έτσι; Κουμουνιστές αυτοί; Αδύνατον! Αλλά και πάλι… Έτσι φέρονται σε εργαζόμενους, σε φτωχούς ανθρώπους σαν εμένα; Άρχισε να με πνίγει το δίκιο, η κοινωνική συνείδηση. Μετά πήγα στη Γυάρο επίσκεψη και τα είδα, πώς ήταν και πώς ζούσανε οι εκτοπισμένοι κι έφριξα.
Βέβαια με τη Σχολή πήρα τα πάνω μου. Κουπί, σκληραγωγία και ξύλο να παίζουμε μεταξύ μας, ήρθα και έδεσα. Μετά, στο Ναυτικό που πήγα να κάνω τη θητεία μου, μ’ έκαναν σημαιοφόρο και μάλιστα κυβερνήτη σκάφους, ένα ρυμουλκό «Ο Ατρόμητος», 450 τόννοι. Τώρα μάλιστα, ήμουν κάποιος, με σέβονταν.
Έρχεται το δημοψήφισμα του Παπαδόπουλου για το Σύνταγμα ΝΑΙ ή ΟΧΙ. Εμείς είμαστε ελλιμενισμένοι στο Ναύσταθμο, στη Σαλαμίνα. Έρχεται εντολή να πάμε να ψηφίσουμε κατά πλοία. Δεκαεφτά άτομα είμαστε στο δικό μου, εγώ κυβερνήτης και όλοι έφεδροι εκτός από έναν αρχικελευστή μηχανικό, μόνιμο, πιλαφά. Αλλά εγώ δεν του ‘δινα σημασία, δεν τον χρειαζόμουνα, τον έδιωχνα, ο κυβερνήτης ήμουν εγώ. Ο ένας λοιπόν πίσω απ’ τον άλλον, συντεταγμένοι, μπρος εγώ, στο σχολείο να ψηφίσουμε. Εκεί, ο κωλο-Κουλουριώτης καθόταν στο τραπεζάκι με τα ψηφοδέλτια, δεξιά του το ΝΑΙ στη φόρα κι εκείνος με τον αγκώνα πάνω στο ΟΧΙ, μην τυχόν και το πάρει κανείς. Δε φαινόταν, δεν υπήρχε. Μου ήρθε σαν τρέλλα. Ποιοι ήταν αυτοί που όριζαν τη ζωή μας μέχρι μέσα στο παραβάν, μέχρι τη ψυχή μας; Τι είμαστε, ανδρείκελα, καραγκιόζηδες; Με απότομο ύφος του λέω «Σήκω το χέρι σου, ρε!». Άφωνος αυτός, αδύνατον να το πιστέψει, σηκώνει τον αγκώνα κι από κάτω στοίβα τα ΟΧΙ. Λες κι είχαμε συνεννοηθεί. Όλο το πλήρωμά μου, δεκαεφτά παλικάρια, πήραμε το ΟΧΙ, μόνον το ΟΧΙ. Κανένα ΝΑΙ έστω και για τα μάτια και πήγαμε και το ρίξαμε μονοκούκι.
Αυτό ήταν. Νομίζω ότι ήταν η πρώτη και η μόνη μου αντιστασιακή πράξη στη ζωή μου. Όχι, με κόμματα δεν ανακατεύτηκα, ούτε όταν ήρθε το Πασόκ. Ήταν που αρχίσαμε ν’ ανασαίνουμε, πάψαμε να φοβόμαστε τον πούστη το χωροφύλακα. Αλλά εγώ τότε ταξίδευα, ήμουν μακριά. Θα μου πεις και τι έγινε που ψηφίσαμε ΟΧΙ; 98% πήρε ο Παπαδόπουλος έτσι κι αλλιώς. Εγώ όμως το ‘χα καμάρι που, έστω κι αργά, έστω και τότε, σήκωσα το ανάστημά μου. Είχε γίνει και το κίνημα με το ΒΕΛΟΣ, με το Νίκο τον Παππά μερικούς μήνες νωρίτερα, στο Ναυτικό επικρατούσε τρικυμία.
Μετά, ούτε μετάθεση δυσμενής, ούτε ξήλωμα, τίποτα δεν μου συνέβη, ό,τι κι αν φοβόμουνα.
Σε κανέναν δεν το ‘χω πει μέχρι τώρα, αλλά εσύ θα με καταλάβεις. Είσαι απ’ τους λίγους που μπορούν να με καταλάβουν, τι διάβολο συμμαθητές είμαστε, απ’ το Δημοτικό μαζί. Αυτό δε ξεχνιέται και μόνο σ’ εσένα και σε δυο τρεις άλλους μπορώ και τολμώ να τα λέω αυτά. Έχω φάει πολλές κατραπακιές, σου λέω, μέχρι να φτάσω να γίνω αρχικαπετάνιος…
_______________
Από τη συλλογή «Αναζητώντας τη Σαλώμη», Εκδόσεις Στοχαστής, 2010.

Φωτό Robert McCabe