Φρέσκα

Του ονείρου η σκέπη

της Αλεξάνδρας Λαμπροπούλου
 
  • Ξέρω πότε ακριβώς με σκέφτεσαι. Είναι τότε. Τότε που έρχεσαι στ’ όνειρό μου…
  • Και τι σου λέω;
  • Εσύ τίποτα… Μόνο που η καρδιά σου μου φωνάζει: “Πάρε με από εδώ!”
13940105_10208985713632882_492162963_o
  • Μήπως το φαντάστηκες; Δεν μπορεί να συμβαίνει!
  • Mais non, complètement fou!

  • Κι εσύ;
  • Εγώ κάθομαι και σου λέω φανταστικές ιστορίες. Ό,τι ξέρω για μυθικά πλάσματα. Για τις γοργόνες με τα φωσφορίζοντα κορμιά, τον Πήγασο που τον ιππεύουν μόνο οι ποιητές και πώς χάθηκαν για πάντα απ’ τον κόσμο οι Κένταυροι.
  • Μου αρέσουν αυτές οι ιστορίες;
  • Τώρα πια μόνο τις ιστορίες μου θέλεις να ακούς.
  • Που το ξέρεις;
  • Με κοιτάς με λατρεία.
  • Κι εσύ;
  • Τρέμω μην ξυπνήσω και χαθείς.
  • Τι άλλο θέλω ν’ ακούω;
  • Με ρωτάς τι σκέφτομαι όταν κάνω ντους, τι βλέπουν τα μάτια μου όταν είναι κλειστά, πώς μου αρέσει να χτενίζω τα μαλλιά μου, αν πονάω όταν σε σκέφτομαι…
  • Θέλω να πονάς;
  • Ναι.
  • Μετά;
  • Μου λες να μην κουνιέμαι και με λατρεύεις με το σώμα σου. Πλησιάζεις τα χείλια μου και φυσάς μέσα στο στόμα μου απαλά την ανάσα σου. Μυρίζει θυμάρι και είναι λίγο στυφή σαν λωτός.
  • Και μετά;
  • Μετά παριστάνουμε τους φυσιολογικούς.
  • Γιατί;
  • Γιατί τα όνειρα έρχονται από ανεμοδαρμένους και τρομακτικούς τόπους, πιο πολύ απ’ όσο θέλουμε να παραδεχτούμε. Εκεί είμαστε ξυπόλητοι και γυμνοί χωρίς σφύζοντες και διαβρωτικούς τοίχους.
  • Φοβάσαι;
  • Ναι. Μην κουνηθείς!
  • Γιατί;
  • Θα ξυπνήσω και δεν θέλω.
  • Γιατί;
  • Γιατί ο έρωτας είναι σπάνιος. Τόσο σπάνιος! Και το ροζ αυτής της πόλης δεν μου πάει. Τα ουράνια τόξα της είναι ψεύτικα σαν παραστολισμένες πόρνες.
  • Κάποτε δεν σε καταλαβαίνω.
  • Γι αυτό μ’ αγαπάς…