Το τριανταφυλλί φόρεμα
της Αλεξάνδρας Λαμπροπούλου
Το αγόρασε μαζί του. Ήταν το ομορφότερο ρούχο της. Μέχρι τότε φορούσε κάτι ρομπάκια λουλουδάτα με τσέπες και μια στενή ζώνη, απ’ το ίδιο ύφασμα, που την έδενε σφικτά με δυο κόμπους στη μέση.
Τρία ρομπάκια, κάτι εσώρουχα, και μια φθαρμένη καμπαρντίνα της αδερφής της έβαλε στη βαλίτσα. Τη φόρτωσε στο τρένο ένα ξημέρωμα, έσφιξε την καρδιά της κι έψαξε για την τύχη της. Έψαξε γι αυτόν.

Photography © Pierre Jamet Belle-Ile en Mer France 1933
Θα πήγαιναν για τον πρώτο τους χορό.
Ήθελε να είναι όμορφη. Ήταν νέοι.
Το τριανταφυλλί της φόρεμα ήταν αέρινο, σα σύννεφο χρωματισμένης δύσης του Απρίλη. Από μεταξωτό σατέν, είχε λεπτά ραντάκια, φουρό κι ένα διακριτικό κέντημα με μικρές αστραφτερές πέτρες στο ντεκολτέ. Πάνω από το σατέν είχε οργάντζα που κάλυπτε τους ώμους και τα χέρια της. Θρόιζε η οργάντζα σε κάθε κίνηση, σα να ψιθύριζε ερωτόλογα.
Δεν την είδα ποτέ να φορά το τριανταφυλλί φόρεμα.
Μόνο το έβγαζα από την ντουλάπα και το κοιτούσα.
Το μύριζα.
Είχε άρωμα πούδρας.
Άλλοτε από βαρεμάρα, άλλοτε από θλίψη, κάποια μεσημέρια πήγαινα και το φορούσα εκείνο το τριανταφυλλί φόρεμα. Δεν είχα στήθος και κρεμόταν μεγάλο και άχαρο επάνω μου.
Την ρωτούσα επίμονα να μου πει πού το φορούσε, τί έκαναν, πού πήγαιναν, τί χόρευαν, πότε ήταν χαρούμενοι. Απέφευγε πάντα να μου απαντά. Είχε συνεχώς δουλειές.
Αναγκάστηκα να πλάσω τις δικές μου ιστορίες.
Κάποια μέρα ανακάλυψα μια μικρή τρύπα στην οργάντζα. Και μια άλλη μέρα ακόμα μία. Τρόμαξα. Δεν φάνηκε να την νοιάζει καθόλου. Εγώ ανησυχούσα. Της έλεγα συνέχεια πως κάτι πρέπει να κάνουμε. Έπρεπε να σώσουμε το τριανταφυλλί φόρεμα. Πήγαινα κάθε μερα και μετρούσα τις τρύπες.
Το ένιωθα πως θα χαθεί.
Δεν ξέρω να πω με βεβαιότητα τί απέγινε το τριανταφυλλί φόρεμα.
Δεν το ξαναείδα.
Ίσως καλύτερα.
Την κηδέψαμε ένα πρωινό του Γενάρη
Έβρεχε.
Της φορέσαμε ένα μπλε ταγέρ.