Φρέσκα

Ο κιμπάρης

της Έφης Καραμιχάλη
Ήταν μια μέρα, μέσα σε εκείνους τους δύσκολους χρόνους κοντά στο τέλος του ΄60, που αισθανόσουν ότι κάτι θα συμβεί. Έβρεχε τρείς μέρες συνέχεια και η διάθεση του καιρού δεν έλεγε να αλλάξει. Μια μαυρίλα και μια καταχνιά σκέπαζε όλη την πόλη και ο αέρας με την υγρασία της θάλασσας σου περνούσε τα κόκκαλα. Ο πατέρας μου ήταν λιμενεργάτης. Η μάνα μου έλεγε ότι εκείνο το πρωινό όταν τον ξεπροβόδισε στην αυλόπορτα για να φύγει στη δουλειά κάτι μέσα της την κράτησε στην πόρτα να τον κοιτάζει μέχρι που χάθηκε στην στρόφή του δρόμου και τότε κατάλαβε ότι έγινε μούσκεμα από τη βρόχη. Ήταν και αυτό το όνειρο που είχε δει μέρες πριν και την άκουγα να το λέει στις φίλες της. Βάσανο της είχε γίνει.
Μέχρι να μεσημεριάσει το μάντατο ήρθε. Τον βρήκε στο νοσοκομείο με μπαταρισμένο τον δεξί ώμο. “Ο Αλλάχ μ’ έσωσε” της είπε χαμογελώντας και δείχνοντας έναν άνδρα δίπλα του. Ήταν ο Γιασάρ. Ένας μουσουλμάνος συνάδελφος του -γέννημα θρέμμα Αλεξανδρουπολίτης- που ευτύχως ήταν δίπλα του τη στιγμή που ερχόταν κατά επάνω του το βίντσι μέσα στο πλοίο, τον φώναξε να φυλαχτεί, πρόλαβε ο πατέρας μου να σκύψει, κι έτσι τον βρήκε μόνο στον ώμο. Του έσωσε τη ζωη. Έγιναν δύο πολύ καλοί φίλοι. Ήταν αξιοπρεπής, μετρημένος, κιμπάρης και σοβαρός άνθρωπος. Μας έβαλε στο σπίτι του. Εξάλλου το σχολείο τους, το τζαμί τους, και ο “τουρκομαχαλάς” όπως τον έλεγαν τότε, ήταν πολύ κοντά στα δικά μας σπίτια.

Μοιραζόμασταν τα πάντα στη γειτονιά. Μπακάλικα, φούρνους, καφενεία, παίζαμε όλα τα παιδιά μαζί. Γεννημένοι και αυτοί όπως και εμείς στα ίδια χώματα και μεγαλωμένοι με τις ίδιες ανάγκες εκείνων των καιρών. Είχε τέσσερα παιδιά ο κ.Γιασάρ. Κάθε Πέμπτη που πήγαινε στη λαϊκή η κα Αισέ -η γυναίκα του- θα σταματούσε για καφέ με τη μάνα μου στην αυλή μας. Εκεί ανάμεσα στον καφέ και στο γλυκάκι του κουταλιού μοιραζόντουσαν τις έγνοιες για τις φαμίλιες τους. Θυμάμαι ένα βράδυ εκεί μέσα στη χούντα ξυπνήσαμε από τις φωνές του. Ήρθε να πάρει τον πατέρα μου να πάνε παρέα να ψάξουν στη πόλη το γιο του το μεγάλο -δεκαοκτάχρονος τότε- γιατί δεν είχε γυρίσει σπίτι. Δεν τον βρήκαν πουθενά. Το πρωί τον φώναξαν στην Ασφάλεια για να πάρει το παλικάρι του και να του κάνουν “σύσταση”, να τον προσέχει, γιατί τον έπιασαν λέει να κάνει παρέα με “σεσημασμένους αριστερούς”. Σ’ ένα μήνα τον έστειλε στην Γερμανία σ’ ένα ξάδελφο που είχε εκεί. Έγινε δικηγόρος, και ο κος Γιασάρ καμάρωνε και μας κερνούσε για τις επιτυχίες του αγοριού του!
Μαζί λοιπόν στις χαρές και στις λύπες του. Στους γάμους των άλλων παιδιών του. Αργότερα, πάλι μαζί με τον πατέρα μου, στο καφενείο του Λεφτέρη να πίνουν τα ουζάκια τους μήπως και ξεχαστεί λίγο ο πόνος από το χαμό της κόρης του. Στο Μπαϊράμι τους μας έκαναν πάντα τραπέζι στο σπίτι τους με όλες τις νοστιμιές απ’ την κουζίνα τους. Εμάς τα παιδιά μας έδιναν καραμέλες και στους γονείς μου κολώνιες. Έτσι ήταν το έθιμο τους. Δεν θυμάμαι να πήγε ποτέ στην Τουρκία γιατί έλεγε συχνά τον πατέρα μου “δεν έχω καμιά δουλειά μ’ αυτούς, εδώ είναι η πατρίδα μου”.
Άνθρωποι που πορευτήκαμε μαζί τους μέσα στα χρόνια και δεν κοιτάξαμε τίποτα άλλο παρά μόνο την ανθρωπιά τους. Παίρναμε από την ζωή τους και δίναμε απ’ τη δική μας, χωρίς ενδοιασμούς και προκαταλήψεις. Άνθρωποι που έφτανε να τους κοιτάξεις στα μάτια για να καταλάβεις την καρδιά τους. Άνθρωποι που σου έλεγαν καλημέρα και ήταν σαν να σου φώναζαν “είμαι εδώ όταν με χρειαστείς”. Έμαθα από τα παιδικά μου χρόνια ότι η συνύπαρξη με το διαφορετικό μόνο όμορφα πράγματα μπορεί να σου δώσει. Αρκεί να υπάρχει σεβασμός για ότι κουβαλάει ο καθένας και αλήθεια.