Η ΚΑΤΑΣΚΗΝΩΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΨΥΓΕΙΟ
του Γιώργου Ρούβαλη
Στη Γωγώ Μπέλλια
Μόλις είχα τελειώσει την έκτη Δημοτικού και ακόμα δεν είχα πάει ποτέ κατασκήνωση στη ζωή μου. Δεν με παίρνανε, γιατί ο μπαμπάς ήταν δικηγόρος και δεν είμαστε αρκετά φτωχοί. Βλέπεις, τότε οι κατασκηνώσεις ήταν για παιδιά αναξιοπαθούντων, απόρων, εργατών, υπαλλήλων, τέτοια. Εγώ έσκαγα απ’ το κακό μου, είχα ταράξει στα παρακάλια τη μαμά, να βρει κάποιον τρόπο να με στείλει κι εμένα την καψερή. Μου φαινόταν ότι θα ‘ταν υπέροχη διασκέδαση κι ήθελα να το ζήσω κι αυτό. Η μανία μου μεγάλωσε όταν έμαθα ότι η φίλη μου η κολλητή η Φουλιάνα, θα πήγαινε στο Χιλιομόδι και μάλιστα ομαδάρχης. Ήταν μια ξανθιά, κόρη πολυμελούς οικογένειας, με έξι κορίτσια, που έμενε σ’ ένα μεγάλο βενετσιάνικο σπίτι στον απάνω δρόμο, δίπλα μας και ξημεροβραδιαζόταν σπίτι μου, συνέχεια να παίζουμε μαζί. Εκεί να δεις λοιπόν παρακαλητό και μουρμούρα στη μαμά να με στείλει κι εμένα.
