ΤΑ ΣΑΝΤΕ
της Έφης Καραμιχάλη
Ήταν ιερόδουλη στην πόλη μου, εκεί γύρω στα '50, έως την ημέρα που ο Γιώργης πήγε σαν πελάτης, την ερωτεύτηκε, την παντρεύτηκε και την έφερε στη γειτονιά. Ένας τουβλότοιχος, κάπου δύο μέτρα, χώριζε τα σπίτια μας και τις αυλές μας. Τη δέχτηκαν στη γειτονιά, την έβαλαν στα φτωχικά τους, όλοι χωρίς δισταγμό και δεύτερη σκέψη.
Σου έλεγε καλήμερα και σε κοίταζε ίσα στα μάτια προσπαθώντας ίσως να διαβάσει τις σκέψεις σου, να καταλάβει την ψυχή σου, χωρις να ντρέπεται για το παρελθόν της, σαν ίση προς ίση με τις γυναίκες της γειτονιάς που απ’ το κορμί τους είχε περάσει μόνο ένας άνδρας. Έλεγε καλημέρα στους άνδρες -μια καλημέρα όλο ερωτισμό- και από πίσω συμπλήρωνε και μια “καλόηχη” λέξη, από εκείνες που δεν ξεχνούσε και τις είχε μόνο για τα αρσενικά. Πάντα όμως μέχρι εκεί. Τον Γιώργη της τον είχε όπως έλεγε “κορώνα στο κεφάλι της”.
Για τη γειτονιά ήταν η Τούλα και τίποτα άλλο. Μαζί μας παντού στις χάρες και στις λύπες μας. Δεν είχε παιδιά αλλά εμείς την είχαμε σαν δεύτερη μάνα μας. Τα βράδια που καθόντουσαν με τις καρέκλες τους οι γυναίκες έξω από την αυλόπορτα μας εκείνη πάντα έφερνε λίγο ψωμοτύρι μέσα στην ποδιά της και μας τάιζε. Δεν ξέχασα ποτέ τη νοστιμιά του. Στα παιδικά μας μάτια φάνταζε σαν ένα ξεχωριστό πλάσμα. Είχε μάτια κατάμαυρα, προκλητικά, διαπεραστικά. Μελαμψό τσιγγάνικο δέρμα, καστανά κατσαρά μαλλιά που χάιδευαν τον αυχένα, μέτριο ανάστημα αλλά στητό και αέρινο, με μέση πάντα τονισμένη με μεγάλες ζώνες και φούστες πολύχρωμες τσάρλεστον που σταματούσαν κάπου στη μέση της γάμπας της, και όλες πάντα με δυό τεράστιες τσέπες για να βάζει τα τσιγάρα και τα σπίρτα της.
Τα ΣΑΝΤΕ άφιλτρα ήταν όλη η ζωή της. Ήταν το μόνο θηλυκό στην γειτονιά που κάπνιζε. Την καταλάβαινες όταν ερχόταν και έφευγε απ’ τη μυρωδιά… πάντα μ’ ένα τσιγάρο στο χέρι ή το στόμα. Σαν να ήταν η προέκταση των χειλιών της ή των χεριών της. Το άναβε και το απολάμβανε με μια ηδονή που μόνο αυτή αισθανόταν. Όταν χρόνια αργότερα “έφυγε” ανοίξαμε ένα ξύλινο μπαούλο που είχε στην κάμαρη της. Είχε φυλαγμένα δύο πακέτα ΣΑΝΤΕ και μέσα σε μπόλικη ναφθαλίνη όλες τις πολύχρωμες φούστες της και τις κόκκινες μακριές ρόμπες της, κομμάτια μιας ζωής που δεν αρνήθηκε ποτέ αλλά και δεν ξέχασε….
Τα ΣΑΝΤΕ θα μου θυμίζουν πάντα τη μοναδική γλυκιά μου κυρία Τούλα.