Τζουκ μποξ…το μαγικό μουσικό κουτί και η ιστορία του
της Ελένης Αποστολοπούλου
Ήταν μαγικό! Αρκεί να είχες στα χέρια σου το νόμισμα (μία δραχμή ήτανε; ή μήπως δίφραγκο; δεν θυμάμαι…) και να το έριχνες στην υποδοχή, αφού προηγουμένως είχες κάνει την επιλογή σου. Ας πούμε, Μαντουμπάλα… F28… Πατάς, το ρίχνεις, και παρακολουθείς τη μαγική διαδικασία. Τα 45άρια δισκάκια στριφογυρίζουν και μόλις έρχεται στην ευθεία το F28 που επέλεξες, η Μαντουμπάλα δηλαδή, αρχίζει αυτόματα και παίζει. Διαστημικό! Το τζουκμπόξ, πήρε το όνομά του από τη λέξη jook ή juke, που στην αφροαμερικάνικη αργκό σημαίνει χορός, πανδαιμόνιο, και τη λέξη box, που σημαίνει κουτί. Δημιουργός του ήταν ο Λούις Γκλας, στέλεχος της General Electric. Μέσα σε ξύλινο κουτί, τοποθέτησε ένα φωνογράφο Έντισον με 4 ακουστικούς σωλήνες και μία υποδοχή για νομίσματα. Ο καθένας, με 5 σεντς, μπορούσε να ακούσει το αγαπημένο του τραγούδι. Το πρώτο τζουκμπόξ τοποθετήθηκε στις 23 Νοεμβρίου του 1889 σ’ ένα σαλούν του Σαν Φρανσίσκο, εντυπωσιάζοντας τους θαμώνες του. Στις αρχές του 20ού αιώνα, οι κύλινδροι αντικαθίστανται από πλάκες γραμμοφώνου και αργότερα με δίσκους 45 στροφών.

Το θρυλικό τζουκ μποξ ROCK – OLA από τα σφαιριστήρια του Μπάρμπα Τάσου στην πλατεία (φωτό από το λεύκωμα του Δήμου)
Το 1927, έγινε ηλεκτρικό. Το τζουκ-μποξ γνώρισε μεγάλη άνθηση στις ΗΠΑ την εποχή της ποτοαπαγόρευσης και της μεγάλης ύφεσης, τη δεκαετία του ’30. Υπήρχε τότε, παντού. Σε εστιατόρια, μπαρ (νόμιμα και παράνομα) και κλαμπ, όπου ο κόσμος μπορούσε να ακούσει τις αγαπημένες του επιτυχίες, να χορέψει και να ξοδέψει. Στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’60, ήταν ο βασιλιάς. Σε περίοπτη θέση στα μαγαζιά που σύχναζε η νεολαία, κυρίως, δηλαδή στα μπιλιάρδα, στις καφετέριες, στα «κλαμπάκια», αλλά και σε ταβέρνες για μεγαλύτερους. Στην Αμερική, ταυτίστηκε με την έκρηξη του ροκ και στη χώρα μας, με τους λαϊκούς καημούς της δεκαετίας του ’50 και του ’60. Σήμερα, είναι συλλεκτικό αντικείμενο, ιδιαίτερα τα τζουκμπόξ Βούρλιτζερ, που είναι αληθινά έργα τέχνης. Στην αγορά κυκλοφορούν τζουκμπόξ που παίζουν CD, ακόμη και MP3. Οι τιμές, ποικίλουν… τα πιο ακριβά που βρήκαμε ψάχνοντας στο διαδίκτυο, αρχίζοντας από 2.000, φτάνουν και τις 10.000 ή 15.000 ευρώ, ανάλογα με τη μάρκα και την αξιολόγησή τους ως συλλεκτικά είδη.
Ο κ. Κώστας Ματσούκας, που έχει μαγαζί στο Θησείο και επισκευάζει παλιά ραδιόφωνα, πικάπ, γραμμόφωνα και τζουκμπόξ, χαρακτηρίζει τον εαυτό του ως «έμπορο αναμνήσεων» Και τι κάνει ένας έμπορος αναμνήσεων; «Κάτι σαν μπότοξ», όπως λέει ο ίδιος… Φαίνεται όμως πως δεν μπορεί να κρύψει την ιδιαίτερη αγάπη του για τα τζουκμπόξ. Σας μεταφέρουμε τη συνέντευξη του.
«Και μόνο αναμμένο να το έχεις, είναι ένα κόσμημα. Τρία χρόνια έκανα να φτιάξω μια ομάδα που θα μπορεί να επισκευάζει παλιά τζουκμπόξ σαν καινούργια. Δεν υπάρχουν επαγγελματίες. Όλοι είναι εμπειροτέχνες. Τα παίρνουμε και τα κάνουμε βίδες. Αρχίζει τρίψιμο, μετά βάψιμο στα αρχικά τους χρώματα, αλλά το δύσκολο είναι να τα φέρουμε σε ένα επίπεδο που δεν θα παρουσιάσουν προβλήματα. Η επισκευή-αναπαλαίωση μπορεί να κρατήσει μέχρι και ένα μήνα. Στον μηχανισμό, κουρεύουμε όλα τα παλιά υλικά και βάζουμε σύγχρονα, γιατί από τη μάνα τους τα αυθεντικά έχουν ζωή για μια δεκαετία. Είναι σαν να έχεις έναν γέροντα που προσπαθεί να κινήσει ένα ολόκληρο φορτίο», λέει και συνεχίζει: «Πάτα το play στο τζουκμπόξ, να γουστάρουμε!»
Ο εγκέφαλος δίνει τις μηχανικές εκείνες εντολές που θα ξεκινήσουν ένα ντόμινο κινήσεων. Ανοίγουν κυκλώματα, κλείνουν κυκλώματα, γυρίζουν πλακέτες, αρχίζει να κινείται η δισκοθήκη, παίρνει τον δίσκο, τον φέρνει μπροστά και… «Ο ήχος διαμάντι!», καταλήγει ο κ. Ματσούκας. «Είναι όμως κρίμα να τα βλέπεις να φεύγουν στρατιές από την Ελλάδα και να τα αγοράζουν Ολλανδοί, Ιταλοί και Βέλγοι.»… Αυτά. Και καλή ακρόαση!
