Φρέσκα

Τα γράμματα

της Αλεξάνδρας Λαμπροπούλου
Πότε και πώς χάθηκαν τόσα γράμματα; Δεν ξέρω να πω. Είναι μυστήριο. Δεν θα τα πετούσα ποτέ. Μα φαίνεται πως ίσως και να.
Μου έστελνε γράμματα σχεδόν κάθε εβδομάδα. Είχαμε εξάλλου δουλειά να κάνουμε, το είχαμε συμφωνήσει. Στην αρχή δεν είχε καμία σημασία τί έγραφαν. Ο ταχυδρόμος ερχόταν στο σπίτι μας και ένας φάκελλος ήταν για μένα. Δεν ήταν λίγο. Τον περιεργαζόμουν για ώρα. Ήταν αυστηρός, αυτός ο ταχυδρομικός με τις μπλε γραμμές στην περίμετρο και το λεπτό χαρτί. Τον έβαζα στον ήλιο να δω το περιεχόμενο πριν τον ανοίξω.
Ήξερα τί περιείχαν. Δεν τα άνοιγα με αγωνία εκείνα τα γράμματα. Ήταν όμως εκείνος ο γραφικός του χαραχτήρας. Τόσο δυσανάγνωστος. Κι όμως, περίεργα καλλιγραφικός. Έδειχνε σιγουριά μα δεν ήταν στιβαρός, ήταν λίγο αέρινος και άναρχος, σαν να είχε κάποια βιασύνη. Τα γράμματά του έκρυβαν το καθήκον της γενειάς του που τόσα είχε να κάνει. Το καθήκον του γραμματιζούμενου που το βράδυ μπορούσε ακόμα να ονειρεύεται τον πλάτανο στην πλατεία του χωριού του και τα κορίτσια με το ένα μόνο φουστάνι. Του γραμματιζούμενου με τις αστικές συνήθειες που δεν έγινε ποτέ αστός.

Απαντώντας στα γράμματά του έστεργα στο δικό μου καθήκον. Του είχα υποσχεθεί κάτι χωρίς να το γνωρίζω. Εκείνος όμως ήξερε, κι έτσι εύκολα μου είχε αποσπάσει εκείνη την υπόσχεση. Καταλάβαινε άλλωστε σχεδόν τα πάντα. Φρόντιζα όμως να του απαντώ με γράμματα ευανάγνωστα, ίσια και ομοιόμορφα, προσπαθώντας να κρύψω ό,τι μπορούσα. Ίσως μόνο εκείνα τα περίεργα ταφ και λάμδα να με πρόδιδαν, έτσι που σφυροκοπούσαν τη γραφή μου αλύπητα. Από διακριτικότητα όμως δεν μου είπε ποτέ τίποτα. Με νουθετούσε μόνο, με λεπτότητα περισσή, γιατί ήξερε τη δυσκολία του καθήκοντος.
Νοσταλγία. Ίσως ο γραφικός του χαρακτήρας να είχε νοσταλγία. Ίσως πάλι να είναι μόνο η δική μου. Που χάθηκαν εκείνα τα γράμματα μαζί του.
Για τον Σ.