Η Καλλιρόη
Της Έφης Καραμιχάλη
Πάντα θα το λέω, ότι η γειτονιά μου δεν ήταν μια συνηθισμένη γειτονιά της πόλης που μεγάλωσα. Ήταν δίπλα στον “Τουρκομαχαλά”, όπως τον έλεγαν οι μεγάλοι, ήταν δίπλα στα μπουρδέλα της πόλης μου και πολύ κοντά στο λιμάνι και στον σιδηροδρομικό σταθμό. Άπειρες εικόνες, “μυρωδιές”, γεγονότα, που έχουν μείνει στο παιδικό μου μυαλό διαφορετικών κόσμων, που όμως συνυπήρξαν και πορευόντουσαν μαζί. Και μέσα σε όλα αυτά εμείς, παιδιά, χωμένοι παντού.

Μέσα στους τούρκικους “οντάδες”, έξω από τα σπίτια του “αγοραίου έρωτα”, στα τρένα και στα πλοία που έρχονταν και έφευγαν. Όλη η γειτονιά δική μας να την αλωνίσουμε και να τη γνωρίσουμε με την ψυχή μας. Φεύγαμε για παιχνίδι και κανείς δεν μας έψαχνε, κανείς δεν ανησυχούσε. Έβγαινε η μάνα μας για ψώνια και το κλειδί έμενε στη πόρτα μήπως και γυρίσουμε να μπορούμε να μπούμε σπίτι. Ξέραμε την ώρα περίπου που θα έβγαινε στο δρόμο να αρχίζει να φωνάζει για φαγητό ή για διάβασμα και κοιτάζαμε να είμαστε στην ακτίνα του ματιού της και της φωνής της.
Ένα μεσημέρι καλοκαιριού όμως μας έμεινε αξέχαστο. Η περιέργεια των δέκα χρόνων μας, μας έφερε στα μπουρδέλα, δυο τετράγωνα από το σπίτι μας, ακριβώς τη στιγμή που δυο ιερόδουλες βρίζοντας η μια την άλλη βγαίνανε στο δρόμο. Η μια γεροδεμένη μελαχρινή κρητικιά, καινούρια στη “δουλειά” – όπως έλεγαν αυτοί που ήξεραν – και η άλλη, ένα σαγηνευτικό πλάσμα ότι ωραιότερο είχε περάσει από εκεί μέσα, η Καλλιρόη. Κατάξανθη, ψηλή και λιγερόκορμη δεν την πολυβλέπαμε στη γειτονιά και λέγανε ότι η “πελατεία” της ήταν από την “καλή” κοινωνία της πόλης. Ο έρωτας της όμως ήταν ο γιος ενός καπνέμπορα. Την έπαιρνε και την έφερνε νύχτα πριν ξημερώσει και τον δει κανένα ματι. Τα “κορίτσια μας” γενικά ήταν ήσυχα. Οι καυγάδες μεταξύ τους ήταν συνήθως μικρής έντασης και δεν τους παίρναμε είδηση.
Μπροστά στα μάτια μας λοιπόν, άρχισαν να χτυπιούνται και να μαλλιοτραβιούνται. Σταμάτησαν οι περαστικοί, βγήκαν στο δρόμο οι μαγαζάτορες και εκεί μέσα στη μέση του χωματόδρομου πριν προλάβουν να τις χωρίσουν, κάνει έτσι η Κρητικιά και τραβάει τη ζώνη από τη σατέν κόκκινη ρόμπα της Καλλιρόης, που πριν προλάβει να την κρατήσει, πέφτει όλο εκείνο το γυαλιστερό ύφασμα που τύλιγε το θεϊκό σώμα της στα πόδια της.
Για δευτερόλεπτα μείναμε όλοι άφωνοι να κοιτάμε ένα ολόγυμνο κορμί στη μέση του δρόμου που λες και αναδυόταν από πίνακα ζωγραφικής του Μοντιλιάνι. Όλη η ομορφιά εκεί μέσα στη σκόνη και στο χώμα και στα αδηφάγα μάτια των ανδρών. Εκείνη έντρομη προσπάθησε με τα δυο της χέρια να κρύψει ότι μπορούσε από εκείνα τα μέρη του κορμιού της, που κάποια άλλη μοναχική στιγμή θα τα έδειχνε με πολύ φιλαρέσκεια. Έτρεξε η Αισέ από τον Τουρκομαχαλά με ένα σεντόνι που είχε επάνω του όλα τα χρώματα της Ανατολής να την σκεπάσει. Δεν πρόλαβε όμως. Εκείνη σωριάστηκε καταμεσής του δρόμου. Δυο άνδρες έτρεξαν, την πήραν στα χέρια τους και την πήγαν στο φτωχόσπιτο της Αισέ. Εκείνη της καθάρισε το κορμί, της έδωσε να πιει ένα ζεστό ιβίσκο και την έβαλε να ξαπλώσει κατάχαμα πάνω σε ένα στρώμα που μοσχομύριζε λεβάντα.
Την άλλη μέρα ήρθε και την πήρε ο γιος του καπνέμπορα. Δεν την ξαναείδαμε ποτέ στα μπουρδέλα. Έμενε σε μια μονοκατοικία στην άλλη άκρη της πόλης. Ζούσανε σχεδόν μαζί. Την αγάπησε την Καλλιρόη. Δεν παντρεύτηκε ποτέ. Γεράσανε μαζί και αν και δεν νομιμοποιήθηκε ποτέ από την οικογένεια του και την κοινωνία ο έρωτας τους, αυτοί τον ζήσανε μαζί μέχρι τα βαθειά τους γεράματα.