Το οστεοφυλάκιο και το δημοτικό συμβούλιο
της Χριστίνας Μαργαρίτη
O κυρ-Γεράσιμος, τ’ αποφάσισε… τα θέματα που χουν μαζευτεί πολλά, αναδουλειές στην αγορά, πέρασε η κόρη σε πανεπιστήμιο της επαρχίας, ο γιός ένα χρόνο τώρα άνεργος, χώρια τα μηνιάτικα τα έξοδα, όμως και να πληρώσει στο Δήμο τα οστά της συχωρεμένης της μάνας του της κυρά Λένας εκείνη την δεδομένη στιγμή δεν τα χε…60 ευρώ στο οστεοφυλάκιο άλλως τα οστάκια της κυρά Λένης θα παιρναν το δρόμο για το χωνευτήρι…Ρε τι σου είναι!!! Μονολόγησε…για μια Δευτέρα Παρουσία, να πληρώνεις 5 κόκκαλα μέχρι τον ερχομό Της!

Π.Πικάσο, Το οστεοφυλάκιο
Ο κυρ-Γεράσιμος ταποφάσισε…Αν και κοντοστάθηκε για μια στιγμή…Κάπως να το δω, σκέφτηκε, μήπως και δανειστώ τα 60 ευρώ…που να πηγαίνω τώρα και να παρακαλάω…αλλά πάλι, είναι στη μέση και ο γιός, το καμάρι του, που ψάχνει με τόσα πτυχία στα χέρια και ούτε σε συνέντευξη δεν τον ζητάνε. Να πάει να ρωτήσει για αυτά τα 8μηνα του Δήμου, τι παίζει, μήπως και γίνει κάτι…Αχ, κυρ-Γεράσιμε, ανάγκα και οι θεοί πείθονται…
Γι΄αυτό και το αποφάσισε να πάει να πιάσει τον Δήμαρχο. Έχει ακούσει ότι δέχεται κόσμο και στην τελική τον είχε ψηφίσει να παραμείνει για άλλη μία θητεία. Μισή ντροπή δική μου, μισή δική του έλεγε και ξανάλεγε στον εαυτό του για να νιώσει καλύτερα. Βέβαια, πάνω στην φούρια του, δεν σκέφτηκε να κλείσει συνάντηση με τον αιρετό Άρχοντα, οπότε όταν έφθασε στο Δημαρχείο, μία δυσάρεστη έκπληξη τον περίμενε….Γινόταν Δημοτικό Συμβούλιο…
Τι να κάνω τώρα; Να κάτσω να περιμένω; Μια που ήρθα, ας περιμένω…Δεν έχω να χάσω τίποτα…Στην τελική, ευκαιρία να ακούσω και τους ανθρώπους που αποφασίζουν για τα του δήμου μου.
Ο κυρ-Γεράσιμος, γράμματα δεν ήξερε. Μέχρι το Δημοτικό. Όμως το επάγγελμα του ψιλικατζή που έκανε εδώ και τόσα χρόνια στο Δήμο, τον είχε διδάξει πολύ περισσότερα. Πάντα του άρεσε να περιεργάζεται τον κόσμο, να πιάνει κουβέντα μαζί του, να τον «κόβει».
Έτσι και αυτή τη φορά, μπήκε στη διαδικασία της φυσιογνωμικής. Άρχισε να κοιτάζει έναν έναν, ξεχωριστά, και όλους μαζί…Ο τρόπος που καθόταν ο καθένας, το αν μιλούσε αλλά και το αν δεν μιλούσε, ακόμα και τι φορούσε… μαρτυρούσαν πολλά για το ποιόν του. Κάποιοι του φάνηκε ότι με το απλανές βλέμμα, το καρφωμένο στο υπερπέραν , ταξίδευαν σε πέρα μακρινές ονειρεμένες ακρογιαλιές…άλλοι πάλι, από νευρικότητα πηγαινοέρχονταν πέρα δώθε…υπερδιέγερση για να ξορκίσουν την βαρεμάρα! Άλλοι έρχονταν καθυστερημένα και όλα καλά. Η άλλη χασκογέλαγε με τον διπλανό της κάθε φορά που μίλαγε μία της αντιπολίτευσης που έδειχνε να κάνει αντιπολίτευση αλλά μάλλον γραφική την θεωρούσαν όλοι εκεί μέσα. Οι δε αντιδήμαρχοι μιλούσαν για πράματα ενδιαφέροντα αλλά.. Επίτηδες; Τυχαίο; Δεν ακουγόταν τίποτα. Μιλούσαν χαμηλόφωνα και προφανώς είχαν σαμποτάρει τα μικρόφωνα, δεν εξηγείται αλλιώς. Μία ειρωνεία και μια «σκασίλα μου» αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα…
Μωρέ, μπορεί να κάνω λάθος…μπορεί να υπερβάλλω λιγάκι και να μην είναι τόσο απογοητευτική η εικόνα, ίσως να μαι…ντεφορμέ, δικαιολογήθηκε [αν και, στα 28 χρόνια έμπορας, από τα 5 πρώτα λεπτά σχημάτιζε γνώμη για τον άλλο και σπάνια έπεφτε έξω].
Όσο όμως πέρναγε η ώρα, τόσο οι πρώτες εντυπώσεις παγιώνονταν στο μυαλό του.
Άρχισε να αισθάνεται εκνευρισμό και αποστροφή. Γιατί η αλαζονεία από τη μια, η αδιαφορία από την άλλη, έννοιες που τις αποστρεφόταν από μικρό παιδί, δεν του επέτρεπαν πλέον την παραμονή στο χώρο.
Εν ριπή οφθαλμού, πετάγεται από την αίθουσα και κουτρουβαλά τις σκάλες. Μεταξύ, πρώτου ορόφου και ισογείου ανέβαινε μία γειτόνισσα του. «Ε, Γεράσιμε, που πας;»
«Πάω στην Εκκλησία να κάνω συμφωνία με το Θεό να κάνει σήμερα την Δευτέρα Παρουσία»