K.Π. Kαβάφης…Μέρες του 1908
Τον χρόνο εκείνον βρέθηκε χωρίς δουλειά·και συνεπώς ζούσεν απ’ τα χαρτιά,από το τάβλι, και τα δανεικά.
Μια θέσις, τριώ λιρών τον μήνα, σε μικρόχαρτοπωλείον του είχε προσφερθεί.Μα την αρνήθηκε, χωρίς κανένα δισταγμό.Δεν έκανε. Δεν ήτανε μισθός γι’ αυτόν,νέον με γράμματ’ αρκετά, και είκοσι πέντ’ ετών.
Δυο, τρία σελίνια την ημέρα κέρδιζε, δεν κέρδιζε.Aπό χαρτιά και τάβλι τι να βγάλει το παιδί,στα καφενεία της σειράς του, τα λαϊκά,όσο κι αν έπαιζ’ έξυπνα, όσο κι αν διάλεγε κουτούς.Τα δανεικά, αυτά δα ήσαν κ’ ήσαν.Σπάνια το τάλληρο εύρισκε, το πιο συχνά μισό,κάποτε ξέπεφτε και στο σελίνι.
Καμιά εβδομάδα, ενίοτε πιο πολύ,σαν γλύτωνεν απ’ το φρικτό ξενύχτι,δροσίζονταν στα μπάνια, στο κολύμβι το πρωί.
Τα ρούχα του είχαν ένα χάλι τρομερό.Μια φορεσιά την ίδια πάντοτ’ έβαζε, μια φορεσιάπολύ ξεθωριασμένη κανελιά.
A μέρες του καλοκαιριού του εννιακόσια οκτώ,απ’ το είδωμά σας, καλαισθητικά,έλειψ’ η κανελιά ξεθωριασμένη φορεσιά.Το είδωμά σας τον εφύλαξεόταν που τάβγαζε, που τάριχνε από πάνω του,τ’ ανάξια ρούχα, και τα μπαλωμένα εσώρουχα.Κ’ έμενε ολόγυμνος· άψογα ωραίος· ένα θαύμα.Aχτένιστα, ανασηκωμένα τα μαλλιά του·τα μέλη του ηλιοκαμένα λίγοαπό την γύμνια του πρωιού στα μπάνια, και στην παραλία. |
| (Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984) |

In the afternoon,Cretan men sit outside the coffeehouse,playing trictrac,Crete,1955.