Λάθος…πόρτα
του Γιώργου Ρούβαλη
Το ραφτάδικο το άνοιξα με μεγάλο κόπο. Ο πατέρας μου, πολύ αυστηρός άνθρωπος, ποτέ του δεν δέχτηκε να φύγω απ’ το μαγαζί του και ν’ ανοίξω δικό μου. Ούτε το γάμο μου είχε δεχτεί, έντεκα χρόνια αρραβώνα είχα με την καημένη τη γυναίκα μου, μέχρι να μπορέσω να την στεφανωθώ, χωρίς την άδειά του. Τέλος, μαζί με τον ξάδελφό μου μπορέσαμε να στήσουμε ένα εμποροραφείο και να δουλεύουμε όσο μπορούσαμε.

Πολιτικά, ανήκα στην δεξιά. Δεν μου καλοφάνηκε όμως το κίνημα του Παπαδόπουλου («επανάσταση» το ‘λεγαν εκείνοι), ούτε πίστευα ότι κινδύνευε η χώρα από τους αριστερούς.
Μια μέρα, μπαίνει στο μαγαζί ένας χωροφύλακας και μου λέει να πάω στο Τμήμα. Του λέω, πήγαινε πρώτα εσύ κι εγώ έρχομαι από πίσω. Δεν ήθελα να μας δουν μαζί, τι ήμουν εγώ, κατάδικος να με πάνε σηκωτό; Φτάνω στο Τμήμα και μ’ αφήνουν να περιμένω στον διάδρομο δύο ολόκληρες ώρες. Εγώ είχα να βελονιάσω ένα κοστούμι, είχα πολλή δουλειά και αυτή η αναμονή μου ‘σπασε τα νεύρα. Με τι δικαίωμα με ταλαιπωρούσαν, τι ήθελαν από μένα, τι είχα κάνει επιτέλους, να μου το πουν μια κι έξω. Στο τέλος άρχισα να φωνάζω στον διάδρομο»θέλω να δω τον Διοικητή». Βγαίνει τότε από το γραφείο του και του λέω :
– Γιατί με ταλαιπωρείτε δύο ώρες φτωχό άνθρωπο. Με ρωτήσατε αν έχω δουλειά εγώ, να βγάλω το ψωμί των παιδιών μου, που μ’ αφήνετε ώρες εδώ έξω;
Μην ανησυχείς, μου λέει, εσύ δεν φταις σε τίποτα. Συγγνώμη για την καθυστέρηση, έχουμε κι εμείς πολλή δουλειά και πρέπει να ξέρεις ότι το καθεστώς έγινε για σας, για τους φτωχούς βιοπαλαιστές της πατρίδος μας, δικό σας είναι.
Του ‘φερε λοιπόν του Μοίραρχου ένας χωροφύλακας ένα φάκελο παχύ – παχύ που είχε μέσα όλους τους ραφτάδες του Ναυπλίου, τριάντα είμαστε τότε κι εγώ απ’ τους πιο επιφανείς. Τον ανοίγει, μου δείχνει τον κατάλογο και μου λέει :
– Θέλω να μου πεις ποιοι απ’ αυτούς είναι κόκκινοι.
Λάθος πόρτα χτυπήσατε, του απαντώ και σηκώνομαι, κάνω μεταβολή και φεύγω. Στην πόρτα, ρίχνω μια ματιά πίσω μου και τον βλέπω να έχει μείνει με ανοιχτό το στόμα, δεν περίμενε την αντίδρασή μου, ούτε να μου φωνάξει, ούτε να με κρατήσει με το ζόρι, τίποτα, μ’ άφησε να φύγω σαν αστραπή.
Κατάλαβες φίλε μου, καρφί εγώ των συναδέλφων, για ποιo λόγο; Δεν το σήκωνε η συνείδησή μου. Στην οικογένειά μου μπορεί να είμαστε φτωχοί αλλά είμαστε και πολύ έντιμοι και αξιοπρεπείς. Δεν θα γινόμουν τώρα εγώ ρουφιάνος των χωροφυλάκων.
Μετά από μερικές μέρες, το θέμα είχε και συνέχεια. Μπαίνουν τώρα στο μαγαζί δύο με πολιτικά με κάτι χαρτιά στα χέρια και λένε τον κύριο Χριστόπουλο. Χριστόπουλος ήταν και ο ξάδελφός μου, αλλά εγώ μέτραγα, εγώ ήμουν ο υπεύθυνος. Ορίστε, λέω.
– Κύριε Χριστόπουλε, το μαγαζί σας είναι πολύ κεντρικό, μπορούμε να βάλουμε στη βιτρίνα την φωτογραφία του Αρχηγού; Ήταν κάτι αφίσες του Παπαδόπουλου.
Δεν μπορείτε, του λέω, γιατί αυτό το μαγαζί πρέπει να δουλέψει και με τους δεξιούς, και με τους αριστερούς και με τους κεντρώους. Αλλιώς, θα το κλείσω και θα πεθάνω της πείνας, δεν μπορώ να διαλέγω τους πελάτες μου, ποιοι είναι δεξιοί και ποιοι όχι.
Καλά, μου λένε και φεύγουν χωρίς συζήτηση.
Πάλι είχαν μπει σε λάθος πόρτα ! Από τότε δεν με ξαναενόχλησαν.