ΤΑ…ΧΕΡΙΑ
της Αλεξάνδρας Λαμπροπούλου
– “Τις λέξεις που μου στέλνεις να τις μαλακώνεις πριν. Τις ξεφλουδίζω πολύ δύσκολα και ματώνουν τα δάχτυλά μου. Έπειτα τις τοποθετώ σ’ ένα βαθύ πιάτο και τις τρώγω σιγά – σιγά, γράμμα με το γράμμα. Έχουν μια δροσερή γεύση από κίτρο και αρμπαρόριζα, σαν τα φιλιά σου… ” – “Εσένα οι λέξεις σου καίνε σαν το cayenne και είναι πέτρες αιχμηρές που με πληγώνουν…” – “Εγώ σ’ αγαπώ πιο πολύ και θέλω να σε πονάω που λείπεις…”
Eίχα να τον δω ένα χρόνο. Μα δεν είχε σημασία. Τον σκεφτόμουν κάθε μέρα. Εκείνο το βράδυ βρεθήκαμε τυχαία σε ένα μπαρ. Ο καθένας με την παρέα του. Δεν είχαμε πολλά να πούμε. Όταν τα λόγια που ανταλλάσσεις λένε άλλα από αυτά που επιθυμείς, τότε γίνονται σκληρά, αδυσώπητα, πληγώνουν. Γι αυτό καλύτερα να παύεις.
Αλλά τα χέρια… τα χέρια πιάνουν, αδράχνουν τη ζωή ή την αφήνουν να πέσει και να σπάσει μπροστά στα πόδια μας. Τα χέρια συνομολογούν την ειρήνη ή κηρύττουν τους πολέμους. Τα χέρια χαδεύουν, ευλογούν, αντιλαμβάνονται. Τα χέρια είναι μοναδικά και έχουν μια αφελή ειλικρίνεια.
Μου έδωσε το χέρι του. Του έδωσα το δικό μου. Η παλάμη του ήταν τρυφερή. Μου το κρατούσε απαλά και σταθερά, ενώ μου μιλούσε ποιος ξέρει για τι, δεν είχε σημασία. Η νόηση έκανε σβούρες γύρω από τον εαυτό της. Λογοκρινόταν. Μηχανευόταν ψέματα. Δεν άκουγα τίποτα από ότι μου έλεγε. Άκουγα μόνο το χέρι του. Το χέρι του φλυαρούσε ακατάπαυστα. Μου απήγγελνε ποιήματα, μου έδινε όρκους αγάπης, μου μίλαγε για το πάθος του ψιθυριστά. Κοκκίνισαν τα μάγουλα μου. Τι είναι όλα αυτά που μου λες; Κράτησε έναν αιώνα η στιγμή. Ήταν η πρώτη φορά που μου μίλησε…
«…κάτι όνειρα τρέχουν στο κατόπι μου. Ξέρω πως κι εσένα δεν σ’ αφήνουν να κοιμηθείς… Κι αν με ρωτούσες που να βάλω τα χέρια μου;”
Την επόμενη φορά που τον είδα τα χέρια του ήταν χαρούμενα και αναστατωμένα τόσο πολύ, που δεν ήξερε τι να κάνει για να τα ησυχάσει. Τον έπιαναν ολόκληρο, τον σήκωναν και τον πήγαιναν από δω και από κει. Έψαχναν, ανακάτευαν χαρτιά, στριφογύριζαν μολύβια, ξεφύλλιζαν βιβλία. Δεν ήξεραν πως να κρύψουν την ταραχή τους. Και όλη την ώρα κάτι άγγιζαν, κάτι χάιδευαν. Κάποια στιγμή και ενώ μιλούσαμε, πάλι ποιος ξέρει για ποια ανούσια πράγματα ασφαλή και ουδέτερα, ένα χέρι του ξέφυγε απ΄ τον έλεγχο και άγγιξε τον αγκώνα μου. Άρχισε να με χαϊδεύει τρυφερά και να μου εξομολογείται μυστικά την αγάπη του. Ταράχτηκα αλλά δεν κουνήθηκα ούτε χιλιοστό. Ρουφούσα ηδονικά τη μοναδική στιγμή της επικοινωνίας των κορμιών με ένα μόνο χάδι. Με ένα μόνο άγγιγμα!
Είχε περάσει πια πολύς καιρός. Την τελευταία φορά που τον είδα ήταν σιωπηλός. Ήταν στραμμένος προς τα μέσα του και λυπημένος.
Είχε κρυμμένα τα χέρια του ή όταν δεν τα είχε στις τσέπες κρέμονταν άπραγα. Κάποια στιγμή έβγαλε από το μπουφάν του μια θήκη με καπνό. Την άνοιξε αργά. Πήρε ένα χαρτάκι προσεκτικά από τη θήκη τους και το ίσιωσε με τα δάκτυλά του. Έπειτα άρχισε να βγάζει σιγά σιγά καπνό και να τροφοδοτεί το τσιγάρο που έφτιαχνε ενώ κρατούσε κάπως δύσκολα και τη θήκη. Παρακολουθούσα τη σκηνή καρέ καρέ. Τα δάχτυλά του έκαναν πολύ απαλές και ήρεμες κινήσεις αλλά λίγο άτολμες. Άρχισε να το περιστρέφει και στο τέλος το έφερε στα χείλη του με χάρη. Το έγλειψε με δύο κινήσεις και το κοίταξε. Ήταν στραβό. Δεν είχε αυτή την υστερική τελειότητα των έτοιμων. Ήταν υπέροχο! Έπνιξα την παρόρμηση να του το ζητήσω. Ήθελα να το καπνίσω εγώ το τσιγάρο του. Ήμουν σίγουρη ότι περιείχε όλο το ψυχικό του ρευστό στον αέρα του, αυτό που έκρυβε με τόση ζέση ακόμα και από τον εαυτό του. Το είχαν αγγίξει τα χέρια του κι αυτά ποτέ δεν λένε ψέματα. Με το δεξί χέρι κάπνιζε και με το αριστερό χάιδευε τον μηρό του με επαναλαμβανόμενες κινήσεις πάνω κάτω.
Όσο κοιτούσα τα χέρια του μου έλεγαν για την αγωνία τους, τον πόνο και τη θλίψη τους. Τέλειωσε το τσιγάρο και τα έχωσε βιαστικά στις τσέπες του. «Τα τσιγάρα, μου πληγώνουν την καρδιά. Μόνο αυτό θέλω να σου πω κάποτε. Και για τα «άλλα», ας μη μιλήσουμε ποτέ…»
Προφασίστηκα δουλειά, ζήτησα συγνώμη κι έφυγα…

Υπέροχο, υπέροχο!
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο