«Μελαγχολία του λιμανιού λίγο πριν πέσει η νύχτα.
Μελαγχολία στις σκιές που μακραίνουν, στα φώτα που αγωνίζονται να
αντιπαλέψουν το μισοσκόταδο όταν πάει ν΄ απλωθεί.
Μελαγχολία του λιμανιού, στα ντοκ τα έρημα που έχουν γείρει ν’ αναπαυθούν
μετά από τη λήξη της βάρδιας.
Σε απόμαχες μηχανές και γερμένους γερανούς, χωρίς παρηγοριά, χωρίς
ελπίδα.
Στα στενά τα αδιέξοδα τίγκα στο σκουπίδι και στ’ αδέσποτα.
Στα ματαιωμένα ταξίδια και στα συρρικνωμένα τα όνειρα ταξιδιών που φιλότιμα
σκουριάζουν.
Στον ορίζοντα που φυτοζωεί, κλεισμένος στην καθημερινή κουβέντα,
αναπαυμένος σε μια απροσδιόριστη ομίχλη.
Έχει πάψει να φυσάει και τα μακρινά φώτα της απέναντι ακτής μοιάζουν, κι
αυτά, ακίνητα. Ζωγραφισμένα θαρρείς και ψεύτικα.
Μελαγχολία, πριν ανάψουν οι φωτεινές επιγραφές, πριν προβολείς και φανάρια
αυτοκινήτων συσκοτίσουν όσα πρέπει να μείνουν μυστικά και κρυμμένα.
Μελαγχολία στης εργάσιμης μέρας το τελείωμα, όταν οι λίγοι καθυστερημένοι
περαστικοί βιάζουν το βήμα, να βρεθούν μια ώρα αρχύτερα σπίτι.
Όταν γραφικοί μεθυσμένοι ψάχνουν το απογευματινό τους, πριν κρυφτούν γι’
ακόμη μια βραδιά σε αφιλόξενες παρόδους.
Μελαγχολία στο νερό που γκριζάρει, με λάδια μηχανής κι απορρίμματα, με
σπαραγμένες εξομολογήσεις που ακόμα επιπλέουν.
Στα θρύψαλα ιστοριών που δε θα μάθεις το τέλος τους.
Σε πρόσωπα που δε θα μάθεις ποτέ την καταγωγή τους.
Και σε ήχους απροσδιόριστους, χωρίς έρμα ή σωσίβιο.
Ήχους της πόλης που απρόσμενα βαριέται.
Ξαπλωμένη βαριά πέρα από τη Ζώνη Λιμένος.»
(αγνώστου)
