Φρέσκα

Σελίδες ημερολογίου – 11… Βίοι παράλληλοι

του Μιχάλη Δήμα

 

Σάββατο 22 Ιανουαρίου 201..

Έξω από τη μπούκα του μετρό της Δάφνης, στέκεται εκεί μία γιαγιά, καλή γιαγιά, με παγωνιές και κρύα. Όρθια, στηρίζεται στο μπαστουνάκι της και στο άλλο χέρι της βαστά το τσίγκινο κουτί της. Όχι χάμω, σαν τους πολλούς του είδους της, που σέρνονται στα κρύα πεζοδρόμια και κάτω απ’ τις μαρκίζες. Αυτή εκεί στητή, κι ας τρέμει λίγο, όλο αξιοπρέπεια σαν ίσους μας κοιτάει.

(ICON PRESS / ΛΙΑΚΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ)

Βλέμμα γεμάτο εγκαρτέρηση και υπομονή και τόλμη, σα να μας λέει: Ε, κύριοι δεν θα πέσω και στα πόδια σας, για ένα ψωροκέρμα. Φυλάω τη μπούκα του μετρό, πριν σας καταπιούν οι κυλιόμενες σκάλες, και εξαφανιστείτε στις οπές της γης, άθλιοι κολασμένοι. Δεν επαιτώ μα απαιτώ το μερτικό μου στο ψωμί, που μου έχετε στερήσει. Αυτό μου το οφείλετε και μην περνάτε αδιάφοροι, και σκύβετε μπροστά μου το κεφάλι. Θα έπρεπε να με ασπάζεστε, όπως τα εικονίσματα, για να σας δίνω την ευχή μου. Μπαίνετε σ’ αυτό το κατασκεύασμα, ποιος εγγυάται, ότι θα βγείτε, σώοι και αβλαβείς από την άλλη; Tόσα και τόσα συμβαίνουν, ζητείστε τουλάχιστον μια ευχή, γιατί έχω τη δύναμη να σας φυλάω απ’ το κακό και θαύματα να κάνω. Δεν σας κοστίζει και πολύ, μόνο ένα ψωροκέρμα. Μα πιο πολύ απ’ το κέρμα σας, εγώ θέλω τα χέρια σας, για ένα χάδι στα άσπρα μου μαλλιά, ζεστό και ευλογημένο…

Τρίτη 12 Νοεμβρίου 201..

Τη γυναίκα που τάιζε τα περιστέρια στην πλατεία της Νέας Σμύρνης, της ρίχνανε οι περαστικοί μια ματιά όλο συγκατάβαση και  όλοι την προσπερνούσαν. Γύρω οι καφετέριες φίσκα από πελάτες, που κουβέντιαζαν μεγαλόφωνα ή χαμηλόφωνα, ποια προβλήματα άραγε να λύνανε; Και κάποιοι άλλοι μπροστά σε ένα lap top, στον κόσμο του χαμένοι. Γιάπηδες και στελέχη επιχειρήσεων, όλοι γραβατωμένοι.

Κι αυτή εκεί στο παγκάκι της, με τα παλιά λιωμένα ρούχα, μοναχική και μόνη, άνοιξε το σακούλι της και έριξε μπροστά της ψίχουλα από ψωμί, μπισκότα,  παξιμάδια και κουλούρια. Τα μάζευε όλη τη βδομάδα με προσοχή, τίποτα δεν πετάει. Περισσέματα, από το φτωχικό της, πρωινό και δείπνο. Με ένα τίποτα πόσα πουλιά χορταίνουν; Μεγάλη η χαρά της που έχει τη δυνατότητα, να βρίσκεται πάλι εκεί κοντά τους, πιστή στο εβδομαδιαίο ραντεβού της. Με τι λαχτάρα τα μάζευε, για να κάνει το χρέος της. Το χρέος της, στα αλητάκια του Θεού, στα αμέριμνα πετεινά του ουρανού.

Ναι, αυτή είναι το χέρι του Θεού που χορταίνει την πείνα τους Αμέσως πλάκωσε λοιπόν ένα σμήνος περιστέρια που προσγειώθηκε χαρούμενο στα πόδια της μπροστά. Γουργουρητά ευχαρίστησης η πιο καλή κουβέντα και της κρατούσαν συντροφιά τσιμπολογώντας από το πλούσιο γεύμα.

Τώρα δεν ήταν μόνη της, αυτή είχε τη μεγαλύτερη παρέα, ήταν και η πιο πλούσια κι ας την κοιτούσαν οι περαστικοί και οι θαμώνες με συγκατάβαση, κουνώντας το κεφάλι τους και δήθεν απορώντας…

depositphotos