Άνθρωπος στο super market…9 – Τα κόλλυβα
της Αλεξάνδρας Λαμπροπούλου
Ήταν σειρά μου να πάω στο super market. Η λίστα έλεγε: στάρι, καρύδια, αμύγδαλο, σουσάμι, ρόδι, άχνη ζάχαρη, σταφίδες ξανθές και μαύρες, μαϊντανό και φρυγανιά τριμμένη. Ήταν το μνημόσυνο της μητέρας μου. Θα έφτιαχνα τα κόλλυβα. Βαριά δουλειά.
Πήρα την Έλενα που ξέρει από εκκλησιαστικά και έθιμα, και αυτή με παρέπεμψε στη μάνα της την Ντίνα.«Θα το φτιάξουμε παρέα» μου είπε.«Μην πάρεις σταφίδες και ρόδια, έχω. Και σταυρό έχω». «Χρειαζόμαστε και σταυρό;» ρώτησα αφελώς.«Για επάνω στο δίσκο» μου εξήγησε.«Έλα και θα το φτιάξουμε».

Έλειπαν τα υπόλοιπα πράγματα που δεν είχε η Ντίνα. ‘Εχω την άρνηση μου για τα super market, πολλώ δε μάλλον για ένα τέτοιο λόγο και με βεβαρημένη ήδη την ψυχολογία από μέρες. Το ‘φερα γύρω – γύρω και τελικά είπα της Έλενας να πάει να ψωνίσει αυτή τα υπόλοιπα. Πάντως, στο super market δεν πήγα.
Φτάνοντας στο Κιάτο είχε ήδη βραστεί και στεγνώσει το στάρι και έπρεπε να γίνει η υπόλοιπη δουλειά. Η Ντίνα πήρε ένα μεγάλο μπολ και αρχίσαμε την ανάμιξη. Έκανε το σταυρό της και είπε:«Καλό παράδεισο κυρα Μερόπη». Κάναμε και εμείς το σταυρό μας και ξεκινήσαμε τη δουλειά. Το δοκιμάζαμε μέχρι να δούμε πότε ήταν η κατάλληλη αναλογία. Η Ντίνα έβγαλε από το μανίκι της και ένα κρυφό συστατικό, που ήταν το ξύσμα περγαμόντου. Έφερε και τους σταυρούς που είχε για να διαλέξω για την επιφάνεια, το σκεπάσαμε με μεμβράνη και το βάλαμε στο ψυγείο.
«Το κατάλαβες πως φτιάχνεται; Μάθε το καλά ώστε όταν πεθάνω να μου φτιάξεις και εμένα» «Μη σε νοιάζει» την καθησύχασα, «πέθανε εσύ με το καλό και έννοια σου. Θα σου βάλω και περγαμόντο» Γελάσαμε.
Πήρα το στάρι και πήγα το απόγευμα στο νεκροταφείο. Είμαστε μόνο τ’ αδέλφια και ο παπάς. Το σύνολο, τέσσερις. Συναντηθήκαμε όλοι εκεί. Επικράτησε σιωπή. Ήδη το πρωί είχαμε ξηλώσει με τον αδελφό μου τον Κώστα από τον οικογενειακό τάφο την φωτογραφία του πατέρα μου και βάλαμε την καινούργια. Και οι δύο γονείς σε κορνίζα πάνω στο μάρμαρο. Κολλημένη με σιλικόνη. Ο παπάς έψελνε. Σιωπή. Τελείωσε, είπαμε πέντε μπούρδες με τον παπά, γελάσαμε και φύγαμε σιωπηλοί.
Όλες εκείνες τις μέρες που ήμουν στο Κιάτο δεν μίλησα καθόλου για την μητέρα μου. Γέλασα, βγήκα, δούλεψα. Αλλά γι αυτήν δε μίλησα. Δεν είπα τίποτα σε κανέναν για την απώλειά της, για την ψυχική της δύναμη, για το σθένος και το πείσμα της να μην ανεχτεί τα χτυπήματα που της επιφύλαξε η μοίρα και να παλέψει όρθια και αξιοπρεπής. Δεν μνημόνευσα τίποτα για την αλήθεια της. Δεν είπα τίποτα για το πόσο μου λείπει και αυτή και ο πατέρας μου και για το πόσο μόνη και ορφανή νιώθω.
Δεν είπα τίποτα για αυτόν τον άθλιο τάφο που περιμένει εμάς πια, τα παιδιά τους και πόσο φοβάμαι μήπως χάσω και τα αδέλφια μου. Θυμόμουν μόνο έντονα τη φωτογραφία στο μάρμαρο και δεν είπα τίποτα…