Φρέσκα

Στο Μπραχάμι μιας άλλης εποχής…ελαφρώς σουρωμένοι

«ο Παπαδιαμάντης δεν έπινε για να ξεσπάσει, για να αλλάξει τον κόσμο γύρω του ή να φανερώσει τα κρυφά που τον καταδυνάστευαν. Το κρασί, αντίθετα, του χάριζε μια εσωτερική γαλήνη, το σπίθισμα της πνευματικής μεταρσίωσης που τόσο το είχε ανάγκη, και τόσο τίμησε τους τόπους όπου σύχναζε και τους συμποτικούς αδελφούς.»

...Ο Κωστής Παπαγιώργης για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη

********************************

του Βαγγέλη Γκουγκουλή
Από περίπατο σχολικό επιστρέφαμε εκείνη την ημέρα , μέσα Σεπτέμβρη περίπου . Από το άλσος Ν. Σμύρνης  .  Εκεί πηγαίναμε με το σχολείο , όταν έκριναν πως πρέπει να αποφορτιστούμε από την ένταση των μαθημάτων .Τελευταία τάξη του Λυκείου πια και παρ όλο που ήταν αρχή της χρονιάς , μας πήγαν πρωινό περίπατο στο άλσος. Δώρο φθινοπωρινό κι απρόσμενο . Επιστρέφαμε  κατά τις δώδεκα , σκορπισμένοι σε παρέες . Δυο-τρεις φίλοι πήραμε άλλο δρόμο στην επιστροφή, απ την Αιγαίου ανεβαίναμε , φτάσαμε στα όρια με το  Μπραχάμι… Στην ανατολική όχθη του παλιού ρέματος Γερμανού ( το έχουν μπαζώσει χρόνια τώρα ) απέναντι από τον ασβεστόλακο του Αυγουλέα και στη συμβολή  Αίνου και Γ. Ψυχογιού , έκπληξη μεγάλη , παλιό φορτηγό με τέσσερα μεγάλα ξύλινα βαρέλια επάνω , ξεφόρτωνε μούστο σε μάντρα που έφτιαχνε τσιμεντόλιθους . Λίγες φορές είχα περάσει απ αυτό το σημείο , είχα δει μόνο τους αραδιασμένους τσιμεντόλιθους γύρω .  Η σκηνή με τα βαρέλια και το μούστο με απέτρεψε να επιστρέψω στο σχολείο . Παλιές εικόνες και μυρωδιές , μέσα μου και γύρω μου .  Είπα του συμμαθητή  μου Ανδρέα Αμανατίδη να πάρει τα βιβλία μου από το θρανίο και να τα φέρει την άλλη μέρα…ξέκοψα απ την υπόλοιπη  παρέα , πλησίασα , κάθισα σε ένα φρεσκοφτιαγμένο τσιμεντόλιθο … Παρακολουθούσα τη μάνικα  που  τρεμόπαιζε σε αρμονική ταλάντωση , καθώς μετέφερε το μούστο από τα βαρέλια του φορτηγού στο τόπο της ζύμωσης .  Η μυρωδιά του μούστου με καθήλωσε . Δε ξέρω πώς  πήρα το θάρρος , απευθύνθηκα  στο φορτηγατζή…
  • Κατεβάστε τις στροφές του μοτέρ λίγο , αναδεύει πολύ το μούστο και δε κάνει καλό , θα κάνει κακό στο κρασί .
Είχα στο μυαλό μου τις παλιές μεταγγίσεις , στις ταβέρνες της γειτονιάς , με τις χειροκίνητες αντλίες πάνω στα κάρα , βοηθούσαμε στην άντληση , θυμήθηκα  το σταθερό ρυθμό που έπρεπε να κρατάμε για την ομαλή ροή του μούστου .Ήταν οδηγίες αυτών που ήξεραν…
  • Κάνε μου τη χάρη ρε μαλακισμένο που θα μας βάλεις και χέρι , μου την είπε ο φορτηγατζής,  ανεβάζοντας  κι άλλο την ένταση στις στροφές  της αντλίας .
Καλά σου λέει το παλικάρι ρε γαμόσταυρε , κατέβασε τις στροφές , βγαίνουν φουσκάλες απ' το βαρέλι , πετάγονται έξω , δε μπορώ να δω τη στάθμη . Ήταν ο υπεύθυνος παραλαβής , δηλαδή ο ταβερνιάρης , δηλαδή ο μπάρμπα Νίκος Μαλτέζος , αυτός που έφτιαχνε τσιμεντόλιθους έξω στη μάντρα , ενώ  μέσα , ήταν ο ίδιος που διηύθυνε !! την καλύτερη ταβέρνα στο Μπραχάμι  και  χωρίς αμφιβολία , την καλύτερη στο υπόλοιπο Αττικής . Βγήκε έξω με το άσπρο του ζωνάρι στη μέση και άρβυλα οικοδομής ,

 Αρβανίτης αυθεντικός.   Έβαλε τα πράγματα στη θέση τους , είπε την αγαπημένη του βρισιά «…γαμόσταυρε…», ένοιωσα  δικαιωμένος με τη παρέμβασή του , μιλιά δεν έβγαλε ,  λούφαξε ο θηριώδης φορτηγατζής , κατέβασε χωρίς διαμαρτυρίες τις στροφές και όλα τελείωσαν όπως έπρεπε , με ομαλή πλέον τη ροή στη μετάγγιση του μούστου , με μέτρο δηλαδή .

 Όλα θέλουν μέτρο και σεβασμό και κυρίως το κρασί.

Αυτή έμελλε να είναι η πρώτη γνωριμία μου με τον ιερό χώρο της ταβέρνας του μπάρμπα Νίκου Μαλτέζου στο Μπραχάμι .

Με το χώρο της ταβέρνας, γενικά , είχα επαφή από πολύ μικρός , κυρίως λόγω του πατέρα , αλλά και λόγω του ότι η γειτονιά μου είχε , σπίτια βέβαια , ελάχιστα μαγαζιά και  αμέτρητες  ταβέρνες , η μία καλύτερη απ’ την άλλη .

Η πόλη χαρακτηρίζονταν για τις πολλές ταβέρνες (σε κάθε τετράγωνο τουλάχιστον μία), τα πολλά καφενεία και τους πολλούς κινηματογράφους .

Η ταβέρνα όμως του μπάρμπα Νίκου ειδικά , έγινε  γρήγορα χώρος αναφοράς για τη ζωή μου.

Το ίδιο έχει συμβεί και με άλλους χώρους  , ο προφήτης Ηλίας στο νησί , το γήπεδο Καραισκάκη και το πρώτο σπίτι που μείναμε , όταν ήλθαμε στην Αθήνα.

Παράταιρα ακούγονται αυτά , έτσι είναι όμως…

μια ταβέρνα , ένα δωμάτιο , ένα γήπεδο και μια εκκλησιά μοναστηριού , περιβάλλονται μέσα μου ,  με την ίδια ισότιμη ιερότητα .

Το κάθε ένα για τους δικούς του – και τους δικούς μου- ιδιαίτερους λόγους…

          Δεν άργησα να ξαναπάω στο μπάρμπα Νίκο , μόνο λίγους μήνες μετά ήταν ,

όταν τελείωσα το λύκειο . Δεν ήταν μόνο μία φορά που πήγα εκεί , ευτυχώς ,

ήταν αμέτρητες .

Όχι πλέον με την αναγκαστική παρέα  του σχολείου και του φροντιστηρίου  ,

 αλλά με τη παρέα που διαλέγαμε πια  μόνοι μας .

Με τη παρέα δηλαδή της πλατείας και του καφενείου .

Την αντροπαρέα  του …κάθε μέρα και του κάθε βράδυ .

Χωρίς πολλούς απ αυτή τη παρέα δεν θα  υπήρχε στη ζωή μου το κεφάλαιο «μπάρμπα Νίκος» και χωρίς το μπάρμπα Νίκο δε θα υπήρχαν στη ζωή μου  πολλοί  απ αυτούς …

   Τσιμεντόλιθους έφτιαχνε όλη την ημέρα ο μπάρμπα Νίκος , η γυναίκα του η κα Μερσίνα έφτιαχνε κάνα φαγητό για τη ταβέρνα το βράδυ , σαλιγκάρια, κριθαράκι με ντομάτα , γίγαντες , ανάλογα τον καιρό και τα κέφια της . Είχε και κανένα τυρί που τράβαγε κρασί , ροκφόρ συνήθως .

Το ξέραμε το μενού , θέλαμε να το ξανακούμε  όμως πάλι από το μπάρμπα Νίκο, κάθε που πηγαίναμε . Ήταν , σαν να μας το παρουσίαζε ο σεφ της Μεγ. Βρετάνιας , κρεμόμασταν απ τα χείλη του .

….-Αμμοχάλικο , μούχλα , υγρό πυρ , δηλαδή κριθαράκι , ροκφόρ , κρασί…έτσι περιέγραφε κάθε βράδυ το μενού με το δικό του ιδιόλεκτο .

Τέσσερα τραπέζια ξύλινα με παλιές ψάθινες καρέκλες , πέντε βαρέλια με…υγρό

πυρ –όπως έλεγε-, ένα τζουκ μποξ ιστορικό «…το πρώτο λέει που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα…» , κάδρα με τη Γενοβέφα  και το Καραισκάκη στο τοίχο , μια μικρή εικόνα του Αγ. Νικολάου στο βάθος , και μια φωτογραφία του Τζων Κέννεντυ πίσω απ τα βαρέλια .

Ζήσαμε πολλά βράδια στη ταβέρνα-σκηνικό του Μαλτέζου , με πολύ κρασί και πολύ… ¨φιλία¨ .. Σύλλογοι πολιτιστικοί , αθλητικοί , δημοτικές παρατάξεις , εφημερίδες  , περιοδικά , συμμετοχές σε όλα αυτά , αλλά  κυρίως φιλίες ,

ξεκίνησαν  για πολλούς από τη παρέα μας , απ το μεγάλο ξύλινο τραπέζι του Μαλτέζου .

Έκλεινε νωρίς ο μπάρμπα Νίκος , έπρεπε όλα να γίνουν γρήγορα η , να πάμε νωρίς για να τα προλάβουμε . Κτυπούσε με το τακούνι της η Μερσίνα το τοίχο , προειδοποίση για σιωπητήριο , μεσοτοιχία η ταβέρνα με τη

κρεβατοκάμαρά τους δίπλα , ήθελε να βλέπει τον ¨άγνωστο πόλεμο¨ η Μερσίνα ,

 ή το ¨παράξενο ταξειδιώτη¨ αργότερα , δεν ήθελε φασαρία … 

Ούτε ο μπάρμπα Νίκος ήθελε φασαρίες στη ταβέρνα , ποτέ δεν έγιναν τσαμπουκάδες εκεί .

Κατέβαζε την ένταση στο τζουκ μποξ ο μπάρμπα Νίκος , φοβόταν την εισβολή της Μερσίνας .

Κατέβαζε την ένταση , ανέβαινε  όμως η συγκίνησή μας  από  το θεικό  ζειμπέκικο  του μπάρμπα Ιγνάτη , του σταθερού υπερήλικα θαμώνα και φίλου του μπάρμπα Νίκου .

Λίγο πριν τα μεσάνυχτα , σε διάλογο μοναχικό πια με το Μάρκο , όπως αρμόζει στο ζειμπέκικο  , έβγαζε κάθε βράδυ  το  σεκλέτι του , σε  μισό τετραγωνικό , ο μπάρμπα Ιγνάτης,

 «…τι μ΄ωφελούν οι άνοιξες κι οι ομορφιές του κόσμου , αφού ο κόσμος χάνεται, ψεύτη ντουνιά , έξαφνα από εμπρός μου…» εκεί το πρωτοάκουσα .

Κάθε βράδυ η ίδια μοναχική  παραπονιάρικη καληνύχτα , με το ίδιο τραγούδι  πάντα , σαν να το χόρευε για πρώτη φορά , κάθε βράδυ .Έτσι μας καληνυχτούσε .

«…Άδικες κατηγορίες κατά του γυιού μου , έχω σκάσει…» , είχε πει στο Στέφανο  ένα βράδυ που έβρεχε και  τον  πήγε με το αυτοκίνητο στο σπίτι του…

Αυτό ήταν το σεκλέτι του μπάρμπα Ιγνάτη . Δε ρωτήσαμε ποτέ λεπτομέρειες .

Όταν τέλειωνε το χορό τσούγκριζε το ποτήρι με όλους μας , τελευταίο άφηνε τον αδελφικό ομοτράπεζό του , το μπάρμπα Φώντα , αδελφικό του φίλο παλαιό καραγκιοζοπαίχτη από τη Πάτρα.

Καθόντουσαν αμίλητοι  στο διπλανό τραπέζι οι δυο τους , όταν μιλούσαν όμως ,

τις περισσότερες φορές οι κουβέντες  ήταν  για το ρεμπέτικο , τους τεκέδες , το καραγκιόζη , για το πόλεμο ,  τους πρόσφυγες της Μικρασίας .

 Έτσι είναι οι φιλίες , μιλάς όταν έχεις κάτι να πεις . Ακούγαμε από δίπλα …σα μαθητούδια ,  με προσοχή που  δεν είχαμε δείξει ποτέ στους δασκάλους μας … σχολείο ζωής το ξύλινο τραπέζι στη ταβέρνα του Μαλτέζου .

 Πολλά σχολεία είχαμε περάσει  όλοι , σε κανένα δεν είχαμε ακούσει  γι αυτά…

Έφευγαν μαζί , πιασμένοι χέρι-χέρι .

 Μια τρυφερή αντρική αγκαλιά φιλίας , ήθους και απέραντου σεβασμού . Τέτοιο κλίμα επικρατούσε στη ταβέρνα του Μαλτέζου .

Έκλεισε ο μπάρμπα Νίκος , «…τέλεψαν  οι τσιμεντόλιθοι…» , μας είχε πει , αντιπαροχή η ταβέρνα , πολυκατοικία  σηκώθηκε , φροντιστήριο ξένων γλωσσών , ορφάνεψαν τα βράδια μας .

 Πήγε στην Άνω Ν. Σμύρνη, έστησε και κει ταβέρνα , ξυλεία οικοδομών στη μάντρα έξω , μέσα πουλούσε κρασί .

Πήγαμε με το Χρήστο ένα απόγευμα να τον δούμε , ύστερα από αρκετό καιρό . Μόνο τα κλάματα δε βάλαμε και μεις κι αυτός .

 Μας έστρωσε τραπέζι πρόχειρο , μας έφερε  μεζέ της Μερσίνας από

τη κουζίνα της «…αμμοχάλικο με χταπόδι κοκκινιστό…» , μας είπε γελώντας ,  ήλθε κι η Μερσίνα , μας χαιρέτησε .

  • Ο μπάρμπα Ιγνάτης ; τον ρωτήσαμε ,
  • Πάει αυτός , ξεκουμπίστηκε , μας είπε. Έτσι μιλούσε πάντα ο μπάρμπα Νίκος για όποιον πέθαινε , για να ξορκίζει το κακό , φαίνεται…

Μας έμεινε η συγκίνηση και η χαρά μαζί εκείνο το βράδυ .

Δε τον ξαναείδαμε το μπάρμπα Νίκο .

Φύγαμε ελαφρώς σουρωμένοι ,

«…από  τη ταβέρνα πρέπει να φεύγεις ελαφρώς σουρωμένος …ελαφρώς όμως…» αυτό μας είχε πει ένα βράδυ ο μπάρμπα Φώντας , παλιός καραγκιοζοπαίχτης , παλιός καραγκιοζοπαίχτης από τη Πάτρα…

Ακολουθήσαμε τη συμβουλή του, σ όλη μας τη ζωή ,

πλην… ελαχίστων εξαιρέσεων…

1971. στο κουτούκι του Μαλτέζου – Ν. Μαλτέζος, Κ. Δουζίνας. Σ.Κουκάς, Χ. Πιπίνης, Η. Ντέντες, Δ. Βόσικας, Ν. Σούρας (παρατσούκλι),