Βασιλείου Καρδάση διήγησις

Ήταν σαν τότε τα καλοκαίρια τα παλιά με την παρέα. Που δεν άφηναν βράδυ χωρίς «Ορφέα», «ABC», «Αρίωνα», «Μπέλλα». Κορυφαίος βέβαια όλων ο «Ορφέας» του κυρ-Σκλάβου με τις ταινίες υψηλής αισθητικής, το πλήρες πρόγραμμα όλου του καλοκαιριού και τα αφιερώματα. Βδομάδα ιταλικού νεορεαλισμού, φιλμ νουάρ, γουέστερν. Τσέκαραν νωρίς-νωρίς. Να μην τους ξεφύγει ο Μπουνιουέλ, ο Φελλίνι, ο Βέντερς, ο Παζολίνι, ο Κιούμπρικ και τόσοι άλλοι. Μετά στην ταβέρνα, στου Στεφανάτου στη Δάφνη, ή στα μπακαλιαράκια στη Χαραυγή, ξεφύτρωσε κι ο Δήμας με την αυλή του, όαση στο Μπραχάμι. Να συζητούν το εκδικητικό βλέμμα του Μάρλον Μπράντο. I’m gonna kill you. Απ’ αυτό το βλέμμα πρέπει να πέθανε ο δόλιος ο Καρλ Μάλντεν. Όχι, περιέργως πως, οι γκόμενες δεν τους απασχολούσαν σ’ αυτές τις μαγικές βραδιές. Υπερείχε η εικόνα στο πανί.
Τώρα η παρέα λιποτάκτησε. Μεγάλωσαν κιόλας. Άλλος θέλει μπάνια η σύζυγος, άλλος έχω μια δουλειά, άλλος μένει μακριά, άλλος πρέπει ν’ αλλάξω τα αμορτισέρ, άλλος έχει φράγκα, άλλος δεν έχει καθόλου. Κι εκείνος να ξεμείνει μόνος στην έρμη την πρωτεύουσα. Κλεινόν άστυ και αηδίες. Έλα να περάσεις κατακαλόκαιρο στην Αθήνα και σου λέω εγώ τι εστί βερύκοκο. Φτου σου ρε πούστη μου.
Αποφασισμένος να μην παραδοθεί στα κωλοκάναλα αλλά και να σώσει τη χαμένη τιμή της παλιοπαρέας, σχεδίασε να αξιοποιήσει την καλοκαιρινή ραστώνη. Έφαγε ένα απόγευμα ολόκληρο σχεδόν. Να ψάχνει, να σταμπάρει τους δημοτικούς κινηματογράφους, φθηνότερα θα του έρθει. Όλα τα γράφει το ίντερνετ, αψεγάδιαστη πληροφόρηση κι άγιος ο Θεός. Πουτάνα κρίση θα σε παλέψω με όλα τα μέσα, μονολογούσε.
Καισαριανή «Αιολία», Νέος Κόσμος «Ορφέας», Ηλιούπολη «Μελίνα Μερκούρη», Κυψέλη «Στέλλα», Νέο Ηράκλειο «Νοσταλγία», και κάμποσοι άλλοι που πέφτανε πιο μακριά. Μην τα φάμε στην αναθεματισμένη βενζίνη, δεν λέει. Την έδωσε τη μάχη της μέθεξης στην 7η τέχνη με περισσή αξιοπρέπεια. Σήμερα εδώ κι αύριο εκεί ένα πρόγραμμα γεμάτο με Χίτσκοκ, με Σκορτσέζε, με τον συχωρεμένο Ρόμπιν Ουίλιαμς, με Όντρεϊ Χέμπορν, με Τομ Χανκς. Από κοντά και οι Γιαπωνέζοι και οι Κινέζοι, άγνωστες κοινωνίες, ρε τι ανακαλύπτουμε.
Θερινά σινεμά, δημοτικοί κινηματογράφοι, απέραντη ομορφιά, πολιτισμός. Με τους βασιλικούς στα τραπεζάκια, λουλουδιασμένοι άγιοι τόποι, να μοσχομυρίζει ακόμη κι ο Τζέιμς Στιούαρτ την ώρα που σιωπηλός μάρτυρας παίρνει μάτι τον δολοφόνο της απέναντι πολυκατοικίας. Μιλιούνια οι θεατές, ρε πόσοι ξέμειναν στην κάψα της Αθήνας.
Τζαμπαρία για τους 65χρονους,όλη η Αθήνα ΚΑΠΗ κατάντησε, τζαμπαρία για τους άνεργους, δώσε και μένα μπάρμπα. 3αράκι για τους φοιτητές, άπειροι όσοι και οι αιώνιοι. Περιμένοντας την έξοδο της πρώτης προβολής έβγαιναν αμέτρητοι απ’ το σινεμά. Ζευγαράκια της Αγίας Παρασκευής και όχι μόνο, πιτσιρικάδες, γιαγιάδες, θείοι, νονοί και νονές, πού τους χωρούσε, άραγε;
Κι αυτός καμαρωτός με το ταλληράκι στο χέρι, από τους ελάχιστους που πλήρωναν ολόκληρο εισιτήριο, κύριος έμπαινε, κύριος έβγαινε. Τον έμαθε όλο το προσωπικό των Δήμων. Καλησπέρα σας, τι κάνετε, χτες δεν ήρθατε και είχαμε καλό έργο. Δεν τολμούσε να ανταποδώσει, συγγνώμη, δεν θα το επαναλάβω, ίσως να το έπαιρναν σαν ειρωνεία. Εισέπραξε παντού ευγένεια.
Μόνο το παλιοΜπράχαμο έχει μείνει έξω από τη γιορτή, ως μωρά παρθένος. Πάντα πίσω από τα γεγονότα, έξω από την κινηματογραφική αισθητική, με πολιτιστικά ελλείμματα. Με εκκωφαντική συνέπεια και απίστευτη εμμονή να θυμίζει την παρέα που λιποτάκτησε με τα χρόνια …!