Φρέσκα

Το μόνον της ζωής μου ταξείδιον…

του Βαγγέλη Πράππα

Σ’ όλα μου τα ταξίδια μακρινά ή σιμότερα όλοι οι τόποι που επισκέφτηκα όσο όμορφοι και πολυμορφικοί κ’ αν ήσαν μ’ άφηναν με μια αίσθηση ανικανοποίητου, ένα ερωτηματικό, ένα γιατί να λείπει τούτο ή εκείνο που θα τελείωνε τον προορισμό ως ιδανικό…
Μα ένα νησί παρεξηγημένο, κάπως ξεκομμενο στα ΒΑ του Αιγαίου με μια κακή φήμη, ως στρατοκρατούμενο, όσο κ’ αν το έψαξα, το ξεψάχνισα, το ‘φερα ανάποδα κοινώς, κάμοντας 560 εποχούμενα χλμ κ’ άλλα 60 πεζή δε βρήκα κάτι να το ψέξω, να του λείπει, να μου επιβεβαιώσει την ανικανοποίητη φύση μου…
Παραλίες αμέτρητες όλων των απαιτήσεων βαθιές, ρηχές, ζεστές, δροσερότερες, απόκρημνες, βατές, κοσμικές και απομονωμένες περιβάλλουν την ατέλειωτη ακτογραμμή…
Βουνοσειρές και λοφοστοιχίες απομονώνουν την θάλασσα απο την ενδοχώρα αλλά ήπια δίχως ν’ αποκόπτουν την συγκοινωνία.
Και στο κέντρο της νήσου εύφορες ποτιστικές εκτάσεις προστατευμένες απο το περιμετρικό ανάγλυφο που ανακόπτει τον προελαύνοντα Βοριά, με κάθε είδους καλλιέργειες – σιτηρά – μποστάνια – λιόσπορα, καλαμπόκια -ελιές, οπωροφόρα και κυρίως αμπέλια. Απ’ τα οποία τρυγούν οι ντόπιοι τα φημισμένα κρασιά του τόπου τους.
Μα και το ζωικό κεφάλαιο άφθονο. Σε κάθε χερσότοπο βόσκουν κοπάδια αιγοπροβάτων, αγελάδων με τα μοσχαράκια τους, με τον ταύρο δεμένο παράμερα ώστε να μην οχλεί με τις ορμές του την οικογένεια, ημιάγρια (αλανιάρικα) ορνιθοειδή και λοιπά οικόσιτα.
Μα πέρα απ’την πληρέστατη αγροκτηνοτροφική οικονομία και στο επίπεδο των συναφών υπηρεσιών, οι Λημνιώτες κάμουν την δουλειά τους με το ίδιο μεράκι.
Με μαγαζιά εστίασης, ταβερνάκια και καφέ περιποιημένα, αρμονικά με τον τρόπο και τον τόπο του νησιού τους, με προϊόντα κυρίως ντόπια, σε μερίδες τουλάχιστον υπερμεγέθεις, και τιμές κρίσεως.
Μια κρίση που λόγω της αυτάρκειας στον πρωτογενή τομέα δεν φαίνεται ν’ αγγίζει το νησί. Και ο οποίος συμπληρώνεται απ’ την αλιεία με τις τράτες και τα γρι – γρι να εκμεταλλεύονται έναν από τους παραγωγικότερους ψαρότοπους της Μεσογείου εμπλουτισμένου απ’τα πάρε -δώσε και τις μεταναστεύσεις με την ιχθυοπανίδα του παρακειμένου Ευξείνου πόντου και την Προποντίδας.
Όσο για το τοπίο. Τέτοια ποικιλία οικοτόπων σε τόση έκταση δεν ξέρω αν συναντάται οπουδήποτε αλλού.
Αμμοθίνες ύψους 100 και πλέον μέτρων με έκταση 70 στρέμματα ξεπροβάλλουν αιφνίδια στα ΒΔ του νησιού και σα σταθείς στη μέση τους είσαι σίγουρος πως έχεις επισκεφθει το Μαγκρεμπ – τους πρόποδες της οροσειράς του Μαροκινού Άτλαντα κ’ αντικρίζεις την Σαχάρα.
Στα ΝΑ μια άνυδρη αλυκή πάλι σε τηλεμεταφέρει στην Χιλή και στην εξωγήινη αίσθηση της ερήμου Ατακάμα, ενώ ελάχιστα χλμ προς το κέντρο ΝΔυτικότερα της αλυκής ένα βαλτοτόπι περιβαλλόμενο από ερεικώνες αποπνέει μια ψευδαίσθηση σκωτσέζικων τυρφώνων.
Στον Βορρά, στο γεωλογικό πάρκο του Φαλακρού ηφαιστειογενείς σχηματισμοί, απότομα πηγμένοι απο την επαφή τους με τα κύματα, σ’ αλλοτινές εποχές, σ’ αφήνουν ενεό και με την σκέψη πως ένα ανάλογο γεωλογικό αξιοθέατο στην Ιρλανδία -ο δρόμος των γιγάντων-μνημονεύεται παντού, ενώ η Λήμνος πουθενά, φεύγεις με ένα ανάμειχτο αίσθημα θαυμασμού και πικρίας.
Τα χωριαδάκια της περιποιημένα, γραφικά, αλλά ζωντανά, όχι μουσεία, με ένα πλήθος ανεμόμυλων να δεσπόζουν στις γύρω κορφές, σχεδόν λειτουργικοί και άρτιοι.
Και η Μύρινα, αχ η Μυρίνα με το παλιό της το λιμάνι -τούρκικο γιαλό, όπως λέγεται, για να ξεχωρίζει, όπου δένουν τα καϊκια και τα ιστιοφόρα…
Να ξεχωρίζει από τον Ρωμέϊκο γιαλό όπου Αιγυπτιώτες Έλληνες έχτισαν σε μετωπική παραθινάλη σειρά αρχοντικά κάθε ρυθμού. Νεοκλασικού, μακεδονίτικου, ψευτομπαρόκ κ.α
Τα σοκάκια της ανάμεσα γιαλούς και αγορά με τα περιποιημενα κεραμιδόσπιτα και τις μπαχτσεβάνικες, λουλουδιασμένες τους αυλές.
Και τέλος το κάστρο της. Θεόρατο. Εκμεταλλευόμενο την φυσική βραχώδη προεξοχή χωρίζει, ενώνει και εποπτεύει τους δυο γιαλούς κ’ αγναντεύει τον Άθω.
Αρχαϊκά τα θεμέλια του, βυζαντινός ο κορμός του, ενετικές οι ενισχύσεις του, τούρκικες οι επεκτάσεις του, προστατεύει την Μυρινα που κάπως πρόσφατα την βάφτισαν έτσι.
Κάστρο τηνε λέγανε και λογικό. Τέτοια δεσπόζουσα καστροπολιτεια με τείχη, πύργους, πολεμιστρες, γέφυρες, επάλξεις, τάφρους, στρατώνες και αναρίθμητες άλλες κατασκευές θα ζηλεύε και ο δουκας του Εδιμβούργου.
Που για μιαν επίσκεψη στο λειψό καστρέλι του χρεώνει 16 εγγλέζικες λίρες ενώ στης Μύρινας η επίσκεψη είναι δωρεάν και η θέα απίστευτη, μη εξαγορασιμη με οποιοδήποτε ποσό…
Κ’ αν βοηθήσει το μελτέμι Ίμβρος – Τένεδος – Τροία – Σαμοθράκη 360 μοίρες στα πόδια σου να κείνται, στα ματιά σου μπροστά.
Έφυγα κατάκοπος, όσο κ’ αν προσπάθησα να ξαλαφρώσω το περιηγούμενο κορμί μου, που το μυαλό, του όρισε να προκάμει τα πάντα σε 5 νύχτες – σε 6 μέρες, στις πηγές στα Θέρμα, μα το χω τύψη που δεν πρόφτασα να ανάψω ένα κερί στην Παναγιά την Κακαβιώτισσα..
Όχι τόσο γιατί με φύλαξε απο τα γκρέμια, την ηλίαση και την θερμοπληξία, όσο γιατί μού πανε ότι απο κει σαν ανάψεις το κερί ξεδιπλώνεται όλη η χώρα του νησιού μπροστά σου κ’ ήθελα να φυλαξω την εικόνα αυτή, της Λήμνιας γης, να την έχω μαζί μου.
Την θαλασσινή της φύση την χόρτασα, η γη της άλλοτε εξωτική, άλλοτε ανθρώπινη δε σου προκαλεί κορεσμό με τόση ποικιλία.
Πρώτη μου φορά είδα νησί τόσο θαλασσινό, τόσο στεριανό, τόσο φιλόξενο τόσο πλήρες.
Η ιστορία της από την Λίθινη εποχή, ίσαμε τον Όμηρο και τους αρχαίους χρόνους, αποτυπώνεται στους οικισμούς της Πολιόχνης, της Ηφαιστείας, στον λατρευτικό χώρο των Καβείρων, στην σπηλιά του Φιλοκτήτη όπου η πρόσβαση είναι ελεύθερη και η επιγραφική ανάλυση λεπτομερής.
Οι άνθρωποι αυτάρκεις σε όλα τους, ούτε κατα προσέγγιση αγγίζονται απο την μάστιγα του τουρισμού που τα τρέπει όλα σε εκμετάλλευση και επίδειξη.
Η περιποίηση είναι πηγαία, η κουβέντα αυθόρμητη και η καλοπέραση αυθεντική.. Σα να λέμε επι γης παράδεισος..
Και του χρόνου..