LONARID…
του Γιώργου Ρούβαλη
Ο φρονιμίτης με είχε ταράξει στον πόνο εδώ και δύο-τρεις εβδομάδες. Δηλαδή, όχι ταράξει, ερχόταν κι έφευγε ο πόνος. Γι’ αυτό και δεν πήγα γρήγορα στον οδοντίατρο. Γιατί αυτός που είχα μέσα στην ίδια μου την πολυκατοικία ήταν ένας παράξενος τύπος, πολύ φοβιτσιάρης και δεν ήθελα να ξαναπάω. Να φανταστείτε ότι φορούσε πάντα μάσκα, φοβόταν μη τυχόν και τον μολύνει με την ανάσα του ο πελάτης, καθώς και διπλά γάντια μη τυχόν και έρθει σε επαφή το δέρμα του με ποιος ξέρει τί μιάσματα. Έτσι πήγα σε μιαν άλλη οδοντίατρο, γυναίκα, στη γειτονιά μου κι αυτή, που βρήκε ένα σωρό τερηδονισμένα, έτσι τα είπε, δόντια, αλλά κυρίως τον φρονιμίτη που έπρεπε οπωσδήποτε να βγει. Αλλά, προτίμησε να με στείλει σε ειδικό γναθοχειρουργό, που κι αυτός δεν έμενε πολύ μακριά και ήταν καλύτερα έτσι, γιατί, όπως μου είπε και η γραμματέας μου, αν μου έκανε αυτή την εξαγωγή ένας κανονικός οδοντίατρος θα ταλαιπωρούμην για ένα μήνα ολόκληρο, ενώ με το γναθοχειρουργό σε μια μέρα θα το είχα ξεχάσει…
Αριβάρισα λοιπόν ένα μεσημέρι στο υπερμοντέρνο ιατρείο του γναθοχειρουργού, πτυχιούχου του Πανεπιστημίου της Αλαμπάμα, στο Μπίρμινγκχαμ, ΗΠΑ. Ήταν ένας νεαρούλης αλλά πολύ αποφασιστικός, ο οποίος στο άψε-σβήσε και με πολλές βέβαια ενέσεις αναισθητικού μου έβγαλε το φρονιμίτη. Κατόπιν μου έγραψε δύο-τρία φάρμακα, αντιβιοτικά, ένα υγρό για ξέπλυμα και για τον πόνο, Lonarid.
Lonarid… Κάπου το είχα ακούσει αυτό το φάρμακο, κάπου το ήξερα. Προσπάθησα να θυμηθώ και αμέσως, αβίαστα, ήρθε στη μνήμη μου το παυσίπονο που έγραφε και η μητέρα μου στους ασθενείς της Lonarid. Το σημερινό ήταν βελτιωμένου τύπου, γιατί υπήρχε ένα Ν κεφαλαίο δίπλα του και δε θυμάμαι αν αυτό ακριβώς έγραφε και η μητέρα μου. Μου λένε ότι είναι καινούργιο και μάλιστα το απλό μπορεί να ληφθεί από εγκύους, ενώ το Ν με κανένα τρόπο. Πήγα και το αγόρασα και θυμήθηκα ότι είναι προϊόν της γερμανικής Boehringer Ingelheim.

Αυτό το σουσάμι άνοιξε στη μνήμη μου όλο το παρελθόν της μητέρας μου ως οδοντιάτρου στο Ναύπλιο και των παιδικών μου χρόνων. Το ιατρείο της βρισκόταν σε ένα μεγάλο δωμάτιο του σπιτιού μας, με μπαλκόνι και υπέροχη θέα στον Αργολικό κόλπο. Βρισκόμαστε στη δεκαετία του ’50 και είναι αρκετά παραδοσιακό: π.χ. λειτουργεί ακόμα με τον ποδοκίνητο τροχό, που όσο η μητέρα μου ήταν έγκυος στην αδελφή μου το 1954 πήγαινα εγώ, πέντε χρονών παιδί, να γυρίζω με το πόδι για να την ελαφρύνω. Εκείνα τα χρόνια βέβαια, η άσκηση του επαγγέλματος σήμαινε σκέτη ορθοστασία, ίσως διότι η καρέκλα του ασθενούς δεν έγερνε πολύ πίσω. Πολύ αργότερα είδα οδοντογιατρούς να εργάζονται ξεκούραστα καθιστοί, στο ύψος του σχεδόν οριζοντιωμένου πελάτη. Υπήρχε μια εργαλειοθήκη, σαν βιτρίνα, βαμμένη λευκή, με τα διάφορα μπουκαλάκια με φάρμακα από τα οποία κυρίως θυμάμαι τον υδράργυρο, που τότε χρησιμοποιείτο για τα σφραγίσματα. Φαίνεται ότι ήταν πολύ επικίνδυνος για τον οργανισμό και κατόπιν η χρήση του περιορίστηκε αλλά χρησιμοποιείται μέχρι και σήμερα. Αργότερα εμφανίστηκαν οι ρητίνες για τα σφραγίσματα. Η μητέρα μου πάντως τον έπιανε με τα δάκτυλα, να τον μαλάξει με κάτι άλλες σκόνες, να φτιάξει το σφράγισμα. Κι εγώ, τρελαινόμουν να τον βλέπω να γλιστράει ανάμεσα στα δάκτυλά μου, σταγόνες να πέφτουν στο πάτωμα και άντε μετά να τις ξαναπιάσεις. Υπήρχε ένα γραφείο και μία ιατρική καρέκλα, εξοπλισμό που είχε φέρει στην Αθήνα στη ράχη ενός μουλαριού από τη Βέροια, όπου βρισκόταν με τον πατέρα μου στον ΕΛΑΣ. Τον είχε αγοράσει από κάποιον άλλο οδοντίατρο που τον πούλαγε. Όταν το μουλάρι αγκομαχώντας ανέβηκε την οδό Πυθίας στην Κυψέλη μέχρι τον αριθμό 28, που ήταν το σπίτι της γιαγιάς μου, το δρόμο που ήταν ακόμα χωμάτινος, έγινε σούσουρο στη γειτονιά και σε λίγο εμφανίστηκε η αστυνομία, καλεσμένη σίγουρα από κάποιον δοσίλογο ή καλοθελητή γείτονα. Ήταν προφανές ότι ήταν Ελασίτες που επέστρεφαν από το βουνό. Επειδή δε βρήκαν τίποτα άλλο, τους κατηγόρησαν ότι είχαν κλέψει τον εξοπλισμό, τους τραβολόγησαν στο τμήμα μέχρις ότου απέδειξαν, δε θυμάμαι πώς, ότι τα σύνεργα ήταν νομίμως αποκτηθέντα. Τα ίδια χρησιμοποίησε αργότερα όταν με το καλό πήρε το πτυχίο της, το 1946 νομίζω, και άνοιξε δικό της ιατρείο στη γωνία Πατησίων και Σολωμού.
Εκείνα τα χρόνια και λίγο νωρίτερα σ’ εκείνο ή σε άλλο ιατρείο, ίσως στη Σχολή, είχε χρησιμεύει και ο πατέρας μου ή μάλλον τα δόντια του ως πειραματόζωο για την πρακτική της εκπαιδευόμενης οδοντιάτρου. Τα δόντια του ήταν χειρίστης ποιότητος, ήδη από τα νιάτα του, κι έτσι ανάμεσα σε εξαγωγές, θεραπείες και σφραγίσματα, σφραγίστηκε το ειδύλλιο των δύο νέων.
Η μητέρα μου ήταν μια καταπληκτική προσωπικότητα. Από μικρή είχε βάλει στόχο να έχει ένα επάγγελμα στα χέρια της ώστε να είναι ανεξάρτητη. Έτσι ,μπήκε στην Οδοντιατρική Σχολή και κατάφερε να τελειώσει μετά την διακοπή του πολέμου. Είχε ένα ισχυρό χαρακτήρα, έπιαναν πολύ τα χέρια της και στο σπίτι μας έλυνε παντός είδους τεχνικά ή άλλα προβλήματα. Το χόμπι της, εκτός από την καλλιέργεια λουλουδιών στο μικρό κηπάκι μας, ήταν να συναρμολογεί σπασμένα βάζα, δουλειά που την απορροφούσε ώρες και που φανερώνει τη μεθοδικότητα, εργατικότητα και επιδεξιότητά της. Εγώ που ήμουν τεχνικά τελείως άχρηστος, τη θαύμαζα πολύ γι’ αυτό. Ξέχασα να πω ότι ήταν μια πολύ ωραία γυναίκα, μελαχρινή, την οποίαν θαύμαζαν άπαντες, φίλοι, γνωστοί και συγγενείς. Αυτό εκείνα τα χρόνια δεν το είχαμε συνειδητοποιήσει εμείς, τα παιδιά της, αλλά με τον καιρό, όταν έρχονταν και μας εκδήλωναν το θαυμασμό τους για εκείνην, το καταλάβαμε. Βασιζόμαστε σ’ αυτήν πάντα και πάντα ήταν σταθερή σαν βράχος. Ήταν και οικονόμος, πάντα είχε στην άκρη ένα κομπόδεμα, που μου χρησίμευσε όταν π.χ. θέλησα να ταξιδεύσω στο εξωτερικό, με τους προσκόπους, στην εφηβεία μου. Ήταν απλή, συμπαθής, ευπροσήγορη, αλλά και αρκετά σοβαρή και λίγο μελαγχολική.
Στο Ναύπλιο, πατρίδα του πατέρα μου, έφτασαν το 1951, νοίκιασαν το μισό από ένα μεγαλοπρεπές παλάτι στην παλιά πόλη κι εκεί εγκαταστάθηκε το νέο οδοντιατρείο. Στο μπαλκόνι μπήκε και μια μαυρόασπρη πινακίδα με το όνομα και την ιδιότητά της. Δεχόταν 9:00 με 13:00 το πρωί και 17:00 με 19:00 το απόγευμα πλην απογεύματος Σαββάτου. Συνέρρεαν εκεί κάτοικοι της γειτονιάς και της πόλης, πλήθος χωρικών από τα γύρω χωριά, συγγενείς, φίλοι και των παιδιών της συμπεριλαμβανομένων γιατί πάντα μας έφτιαχνε τα δόντια μας. Από τότε, όταν χρειάστηκε, π.χ. στο Στρατό που βρισκόμουν για 10 μήνες στη Λαμία, να πάω σε άλλην οδοντίατρο,-πάλι γυναίκα- ένιωθα σαν χαμένος ή σαν προσωρινά ορφανός.
Οριστικά ορφάνεψα με το θάνατό της το 1985 και το πήρα απόφαση ότι από εδώ και πέρα τα δόντια μου θα βρίσκονταν στο έλεος και όχι στη στοργική φροντίδα οποιουδήποτε άλλου οδοντίατρου. Για να τους προλάβω όμως από ενδεχόμενες καταστροφές, με το που καθόμουν σε ξένη καρέκλα, αμέσως τους έλεγα ότι ήμουν γιος συναδέλφου (και, υποτίθεται, να με προσέξουν!).
Στον τοίχο του ιατρείου βρίσκονταν τρία χιουμοριστικά σκίτσα, μαύρες φιγούρες σε άσπρο φόντο, που παρουσίαζαν τρεις φάσεις μιας εξαγωγής. Στο πρώτο ο πονεμένος πελάτης έφτανε μπροστά στο γιατρό και του έδειχνε το πονεμένο και μπανταρισμένο δόντι του. Από κάτω με σινική μελάνη η μητέρα μου είχε γράψει τρία φωνήεντα: Ω, ω, ω!… Το δεύτερο έδειχνε τον οδοντίατρο επί το έργον, να προσπαθεί με την τανάλια να κάνει την εξαγωγή. Συσπάσεις του ασθενούς πάνω στην καρέκλα και από κάτω άλλα τρία γράμματα: Ε, ε, ε!… Και τέλος η απελευθέρωση, όταν είχε βγει ήδη το δόντι στην άκρη της τανάλιας και το έδειχνε στον ασθενή, ο οποίος αναφωνούσε ανακουφισμένος: Α, α, α!…
Κάθε μήνα έφθανε με το ταχυδρομείο ένα πράσινο τυπωμένο δελτάριο από την Πάτρα με αποστολέα τον Χρήστο Σταμπολή, τον προμηθευτή οδοντιατρικού υλικού. Ο Σταμπολής έκανε περιοδεία σε όλη την Πελοπόννησο και ανακοίνωνε εις άπταιστον καθαρεύουσα ότι«Θέλω σας επισκεφθώ την 3ην Μαΐου ε. έ. Ευελπιστώ ότι θέλετε μοι επιφυλάξη τας παραγγελίας».
Και πραγματικά τη συγκεκριμένη ημερομηνία εμφανιζόταν ο Σταμπολής, ένας συμπαθέστατος άνθρωπος με πράσινα σκούρα γυαλιά και κατέγραφε τις παραγγελίες, οι οποίες έφθαναν κατόπιν με πακέτο μέσω ΚΤΕΛ. Νομίζω ότι θυμάμαι και συνταγολόγια ή σημειωματάρια με έντυπο πάντα το Lonarid και το έμβλημα της εταιρείας, έναν ψηλό πύργο . Όσο για τις επισκευές που έκανε ο οδοντοτεχνίτης, αυτός, ονόματι Σταμάτης Στενός βρισκόταν βέβαια στην Αθήνα, οδός Βερανζέρου 5, κι εκεί αλληλοδιασταυρώνονταν τα εκμαγεία της μητέρας μου με δείγματα οδόντων του ασθενούς και σε επιστροφή, πάλι με πακετάκια του ΚΤΕΛ, οι ακριβέστατες κορώνες ή γέφυρες που είχε φτιάξει ο συμπαθέστατος, με μια λευκή προγναθική, αλόγινη οδοντοστοιχία σε πλούσιο χαμόγελο, Σταμάτης. Η εφαρμογή της καινούργιας οδοντοστοιχίας, έπρεπε να είναι πλήρης, γιαυτό η μητέρα μου έβαζε τους πελάτες να επαναλαμβάνουν μια λέξη, που ήταν η λέξη «σιδηρόδρομος», όπου. τα σίγμα έπρεπε να αντηχούν , η μάλλον να «συρίζουν» τέλεια και όχι ν’ ακούγονται θυδιρόδρομοθ ή shιδηρόδρομοsh. Μπορεί το δεύτερο να προερχόταν από επιρροές από άλλες γλώσσες, όπως τα σλάβικα ή τα αλβανικά που έχουν αυτό τον ήχο, άγνωστο στην καθαρή ελληνική γλώσσα, τουλάχιστον όπως μιλιέται εύηχα και με χάρη στο Ναύπλιο, σύγχρονο λίκνο της ,ιστορικά πολύ νωρίτερα από την Αθήνα.
Οι δικές μου παρατηρήσεις, ίσως κι από τότε, γιατί από τότε μ’ ενδιέφερε πολύ το θέμα της γλώσσας και της προφοράς της, με έπεισαν ότι όποιος Έλληνας πρόφερε παχιά το σίγμα, κυρίως το αρχικό ήταν αγροτικής ή λαϊκής καταγωγής και η άριστη προφορά, των αστών ας πούμε, τόνιζε ακριβώς εκείνα τα σίγμα.
Ακόμα, υπήρχε εις κοινήν θέαν ένα χαρτόνι με τον τιμοκατάλογο του Οδοντιατρικού Συλλόγου Αργολίδος, με τις τιμές των διαφόρων πράξεων, όπου το πιο εντυπωσιακό δεν ήταν οι διάφορες γέφυρες, inlay (εμφυτεύματα) ή κορώνες, αλλά η πιο φθηνή πράξη, εξέταση στόματος, δραχμαί 50. Άρα, είχα μια μητέρα επιστήμονα που μία ματιά της και μόνο άξιζε 50 δραχμές, εκείνης της εποχής, αρκετά λεφτά.
Για να τη διασκεδάζει όσο δούλευε, τοποθετήθηκε κατόπιν πάνω στην εργαλειοθήκη, που περιείχε κι ένα βραστήρα για την αποστείρωση των εργαλείων, λαβίδες, καθρεφτάκια, τανάλιες, αρπάγες, ένα φορητό μαγνητόφωνο, μάρκας Phillips, λευκό και όρθιο με τις μικρές μπομπίνες τοποθετημένες στην κορυφή του. Εκεί είχαμε γράψει διάφορα τραγούδια που μας άρεσαν, ελληνικά και ξένα, η μητέρα μου πάταγε το κουμπί, να ξετυλιχθούν οι ταινίες για να ακούει μουσική.
Δεν σας μιλάω για την αίθουσα αναμονής, αμέσως πριν το ιατρείο, επιπλωμένη με ένα σκυριανό σαλόνι κατάμαυρο και που για μένα από μόνη της ήταν μια αυλή των θαυμάτων. Και τούτο διότι από εκεί παρήλαυναν ένα σωρό ενδιαφέροντες τύποι-πελάτες, που η ακόρεστη περιέργειά μου ήθελε όλους να γνωρίσει, να ξεψαχνίσει και να μάθει τα μυστικά τους. Γριές χωριάτισσες που μας έφερναν ζυμωτό ψωμί, αλατισμένο και υπόξινο, μία θεία τροφή ιδίως με βούτυρο από πάνω, από τα νοστιμώτερα εδέσματα που έχω φάει στη ζωή μου, κατάδικοι των φυλακών Ακροναυπλίας υπο συνοδείαν χωροφυλάκων (ένας τους μάλιστα επωφελήθηκε και πήδηξε από το παράθυρο της κουζίνας και έγινε λούης), ξένοι ναυτικοί από τα πλοία που έπιαναν στο λιμάνι μας, όπως ένας καπετάνιος Ρουμάνος απ την Κοστάντζα κι ένας μάγειρας από το ίδιο πλοίο, που σύμφωνα με τη μητέρα μου βρωμοκόπαγε βούτυρο, αλλά και άνθρωποι της γειτονιάς, νέοι και γέροι. Πέρασε ακόμα κι ένας ελληνοεβραίος σεφαρδίτης, ξερακιανός και μαυριδερός, από τη Θεσσαλονίκη (πώς νάχε γλυτώσει άραγε από τα στρατόπεδα;) που μου ξεδιάλυνε τις πρώτες απορίες όταν μάθαινα ισπανικά. Καθόμουν με τις ώρες δίπλα τους, τους έπιανα κουβέντα και προσπαθούσα, από το ύψος των 7 ή 8 χρόνων μου, να γνωρίσω με διάμεσόν τους τον κόσμο. Συχνά οι κατάδικοι μας έφερναν και δώρα, π.χ. ένα υπέροχο σκάκι σκαλισμένο σε ξύλο, τα πιόνια μέσα σε μια λακαρισμένη θήκη ντυμένη με πράσινη τσόχα, με τους αξιωματικούς με στρατιωτική στολή και το βασιλιά και τη βασίλισσα ανάλογα πλουμισμένους. Ή πάλι χόρτα ή φασόλια από το χωριό, που η μητέρα μου έστελνε την πελάτισσα να τα βράσει, όσο εκείνη περίμενε στην αίθουσα αναμονής. Υπήρχαν και ανταλλαγές φαγητών με την κυρά – Λένη, τη γυναίκα του κυρ-Πάνου του ψαρά της οποίας η πόρτα βρισκόταν απέναντι απ΄ το παράθυρο της κουζίνας μας, στον απάνω δρόμο, όταν της μητέρας μου της μύριζε κάτι νόστιμο που μαγείρευε και που η συμπαθέστατη αυτή γυναίκα της πρόσφερε ευχαρίστως, μια που, λόγω της δουλειάς, δεν πολυπρολάβαινε να μαγειρέψει.
Το ιατρείο δεχόταν και πελάτες-προσωπικότητες της εποχής. Δηλαδή γνωστούς τότε ηθοποιούς του θεάτρου και του κινηματογράφου, που έρχονταν και παρουσίαζαν θεατρικά έργα στο κινηματοθέατρον «Τριανόν» της πόλης μας και που τους έπιανε ξαφνικός πονόδοντος. Είχαμε έτσι ένα βράδυ το μεγάλο καρατερίστα Δήμο Σταρένιο με ένα απόστημα 03:00 η ώρα τη νύχτα, που η μητέρα μου όχι μόνο το θεράπευσε, αλλά κάθισε μετά μαζί του μέχρι το πρωί να μιλάνε για θέατρο και να του διαβάζει τα ποιήματά της, γιατί ήταν και ποιήτρια. Είχε επιτέλους μια λογοτεχνική συζήτηση με έναν αξιόλογο άνθρωπο. Επίσης, εμφανίστηκε και ο τότε γόης του κινηματογράφου, ο ξανθός με μπουκλωτά μαλλιά, Φαίδων Γεωργίτσης, που τριγύριζε γύρω – γύρω στην πλατεία Συντάγματος με ένα κόκκινο ανοικτό Triumph και τα κοριτσάκια της πόλης, μεταξύ των οποίων και η αδελφή μου, τρελαίνονταν να τον παρακολουθούν και να του ζητάνε αυτόγραφα. Μια άλλη βραδιά, ήρθε επειγόντως από μια παράσταση του Φεστιβάλ Επιδαύρου και με τρομερή αιμορραγία ο μεγάλος μας Μάνος Κατράκης. Όλους αυτούς τους θεράπευσε φυσικά η μητέρα μου και όλοι έβαλαν αλατοπίπερο στην πεζή ζωή μας.
Μια μεγάλη, ριζική, εκ βάθρων ανακαίνιση έγινε όταν μαζέψαμε κάμποσα λεφτουδάκια και μπόρεσε να έρθει και να εγκατασταθεί στο ιατρείο μια νέα, μοντέρνα οδοντιατρική καρέκλα, με ένα σούπερ μοντέρνο γυάλινο πτυελοδοχείο ενσωματωμένο, πολύ γρηγορότερο βέβαια ηλεκτρικό τροχό, ακόμα και μία μικρή φωτιζόμενη οθόνη για να ερμηνεύονται οι ακτινογραφίες. Μεγαλεία, μεγαλεία…
Bέβαια, όσο μοντέρνα και να ήταν, τα μηχανήματα δεν περιελάμβαναν ακόμη σιελαντλία, τροχό ( η τουρ) με ρίψη νερού, ούτε πετσετοκάτοχο, δηλαδή μια πλαστική ή μεταλλική αλυσίδα για την απαραίτητη σαλιάρα του ασθενούς. Αυτά εμφανίσθηκαν λίγο αργότερα. Eμένα, πάλι, με συνάρπαζε η λέξη «πολφός», που είναι το εσωτερικό του δοντιού. Πάντως, υπήρχαν ήδη τα μεταλλικά δισκάρια για προπλάσματα και τα αμαλγάματα (μετάλλων) ενώ τα φυράματα γίνονταν με σκόνη και νερό. Όταν δε, ξέπλενες το στόμα σου, με νερό από ένα πλαστικό ποτηράκι που βρισκόταν πάνω στο μηχάνημα, έφευγαν τα ρινίσματα μετάλλων. Θυμάμαι ακόμα μια πολύ αστεία λέξη που, σύμφωνα με τη μητέρα μου πρόφερε ο καθηγητής προς τη βοηθό του ενώ χειρουργούσε, «τολύπια, παρακαλώ!», εννοώντας τα προτυλιγμένα κομμάτια βαμβακιού. Άκου τολύπια! (καμμία σχέση βέβαια με τις τουλίπες αλλά ναι με τις τουλούπες).
Το εν λόγω πτυελοδοχείο δεν κράτησε και πολύ άθικτο: ένα παιδί της γειτονιάς που έπαιζε κάτω από το μπαλκόνι, για να με εκδικηθεί που τον αποκάλεσα με το παρατσούκλι του «Κατούρλας» πήρε πέτρα, τη σβούριξε με δύναμη κι αυτή έπεσε και έσπασε ένα κομμάτι. Ήταν δύσκολο να κολλήσει και να αποκατασταθεί η ζημιά. Η μητέρα μου θορυβήθηκε πολύ, με πήρε μαζί της ως μάρτυρα και πήγαμε λίγο πιο πάνω, σ’ ένα μικρό σπιτάκι στην οδό 30ης Νοεμβρίου, στους γονείς του παιδιού, οι οποίοι τον μάλωσαν κι αυτοί. Τα μηχανήματα ήταν μάρκας Todent, νομίζω γιαπωνέζικα και υποθέτω φθηνότερα από τα αμερικάνικα. Έγινε και η ανάλογη διαφήμιση στις τοπικές εφημερίδες, όπως π.χ. στην Αργοναυπλία της 15-5-1960.
Τα χρόνια ήταν δύσκολα και ο πατέρας μου ως αριστερός δικηγόρος υφίστατο ένα επαγγελματικό μποϋκοτάζ, μέσα σε μια κατάμαυρη πόλη, που του λιγόστευε την πελατεία. Αν δεν ήταν η μητέρα μου, που δούλευε συνέχεια, θα είχαμε πεινάσει. Εξάλλου, όταν έκανε αίτηση στο ΙΚΑ, που είχε μεγάλη ανάγκη από ένα δεύτερο οδοντίατρο, για να εργαστεί επί συμβάσει, η αίτησή της αυτή, παρά την ανάγκη, δεν ευόδωσε, για τους γνωστούς λόγους. Τότε οι οδοντίατροι στο Ναύπλιο ήταν πολύ λίγοι, τρεις-τέσσερις όλοι κι όλοι. Την ίδια ευτυχισμένη περίοδο της Καραμανλοκρατίας (ως μαύρη οκταετία τη θυμάμαι εγώ), όταν και οι δύο ζήτησαν διαβατήριο, έχοντας στην άκρη κάποιες οικονομίες για να κάνουν ένα ταξίδι αναψυχής στην Ιταλία, διαβατήριο δεν τους εδόθη. Μετά την πτώση της Χούντας, η μητέρα μου έβγαλε το άχτι της γυρνώντας με εκδρομές με πούλμαν, κυρίως με το πρακτορείο ΙΑΣΩΝ, όλη την Ευρώπη και την Αίγυπτο. Μάλιστα ήρθε να με βρει μέχρι τη Στοκχόλμη ένα καλοκαίρι, όπου βρισκόμουν τότε ως εργαζόμενος φοιτητής.
Από το Ναύπλιο, η μητέρα μου και όλη η οικογένεια μετακόμισε το 1967, όταν πήγαμε στην Αθήνα. Άφησε εποχή μεταξύ των ασθενών και των κατοίκων για την συμπάθειά της, το γλυκό της χαμόγελο και την εξαιρετική της επαγγελματικότητα. Ακόμα και σήμερα με βρίσκουν άνθρωποι που τους είχε κάνει ένα σφράγισμα πριν σαράντα τόσα χρόνια και το σφράγισμα ακόμα κρατάει…
Το ιατρείο μεταφέρθηκε κατόπιν στη νέα μας κατοικία, στα Εξάρχεια, Κωλέττη 17, 5ος όροφος. Διαμορφώθηκε ένας χώρος με κόντρα πλακέ στο μεγάλο σαλόνι κι εκεί δεχόταν τους πελάτες της. Άρχισε να γράφει περισσότερη ποίηση και να εκδίδει βιβλία με ποιήματα και διηγήματα, συχνάζοντας και σε λογοτεχνικές συντροφιές, του Χρήστου Κουλούρη , τη Νέα Σκέψη και το Πρακτορείο Πνευματικής Συνεργασίας του Μάριου Βαγιάνου.
Από την Κωλέττη, το ιατρείο μεταφέρθηκε πάλι στα Εξάρχεια, στην οδό Νοταρά 6, που ήταν πλέον μόνο ιατρείο και σπίτι για τη ρέμπελη αδελφή μου, που δεν ήθελε να ακολουθήσει την οικογένεια στο Μαρούσι και την Πεύκη. Εκεί πλέον οι πελάτες λιγόστεψαν, μόνο ορισμένοι παλιοί γνωστοί και συγγενείς από το Ναύπλιο έρχονταν να την δουν. Μετά από λίγα χρόνια, η οδοντιατρική καρέκλα στήθηκε πλέον στον τελευταίο της χώρο, το διαμέρισμά τους στην οδό Αργυροκάστρου 28 στην Άνω Πεύκη. Εκεί έληξε η οδοντιατρική καριέρα της μάνας μου. Είχε κουραστεί πλέον και δεν ήθελε κανέναν ασθενή .Μετά αρρώστησε… Όταν πέθανε, η αδελφή μου, που με μεγάλη ευκολία ξεπουλάει τα πάντα, ξεπούλησε και την καρέκλα και τα εργαλεία της, νομίζω σε έναν παλιατζή, για παλιοσίδερα. Κράτησε πάντως κι αυτή μια οδοντιατρική ανάμνηση από τη μητέρα μας, φυλάγοντας ορισμένες λαβίδες και εργαλεία της, με τα οποία μάλιστα διατεινόταν ότι έφτιαχνε τα ίδια της τα δόντια, αν είναι ποτέ δυνατόν. Υπήρχε, βλέπετε, η οικογενειακή πίεση να σπουδάσει και αυτή οδοντιατρική, αλλά αντιστάθηκε και δεν υπέκυψε. Της έμεινε όμως το σκουληκάκι ότι θα μπορούσε να είχε γίνει οδοντίατρος, πολύ έγκυρο επάγγελμα για μας, λόγω του λαμπρού παραδείγματος της μητέρας μας.
Αυτά και άλλα πολλά μου θύμισε το Lonarid του προχθεσινού γιατρού. Μία ολόκληρη ζωή, μία ολόκληρη καριέρα, δεκαετίες αναμνήσεων.