Φρέσκα

Άνθρωπος στο super market…Το κωλόχαρτο

της Αλεξάνδρας Λαμπροπούλου

Ζούσε μόνος του. Δεν στέριωνε σχέση με γυναίκα. Δεν είχε πραγματικούς φίλους. Βολόδερνε από ‘δώ και από ‘κεί και φρόντιζε να δουλεύει πολύ. Δεν μπορούσε να συνδεθεί με κανέναν. Δεν έκανε ούτε με τα άντερά του, τα οποία του ανταπέδιδαν τα αισθήματα ταλαιπωρώντας τον και κάνοντάς τον ευερέθιστο και επιθετικό.

Τα χαρτιά υγείας τα έπαιρνε σε μεγάλες συσκευασίες και τα αποθήκευε στο πατάρι πάνω από την τουαλέτα που ήταν γεμάτο. Είχε μια ιδιαίτερη προτίμηση και στα απορρυπαντικά. Χλωρίνες, καθαριστικά για λίπη, για τζάμια, για γυάλισμα, για σκουριές, για πατώματα, για έπιπλα, ότι κυκλοφορούσε. Δεν καθάριζε όμως ποτέ. Το σπίτι του ήταν ένα χάος, βρώμικο και ατακτοποίητο σαν την συνείδησή του.

Ήταν αρρενωπός, με συμμετρικό σώμα, στητές πλάτες και στέρνο, και βαθιά φωνή. Το ήξερε ότι ήταν ωραίος. Το ήξερε και το ξεπούλαγε, σε κάθε συναναστροφή. Χειριζόταν τη φωνή του, φορώντας της μια ευγένεια, που όμως τον έκανε τυπικό και κυνικά προσποιητό. Είχε πέραση στις γυναίκες. Αλλά κάτι μέσα του νοσούσε, ήταν σακάτικο. Κάτι τον διέλυε. Παρ’ όλη τη σωματική του υπεροχή, η ηθική του κατωτερότητα τον έκανε να αισθάνεται τσακισμένος και εκμηδενισμένος. Αυτό έπρεπε να το κρύβει πάση θυσία.

Έμπαινε στο super market φίλερις. Θεωρούσε τους πάντες εν δυνάμει εχθρούς. Έπαιρνε πάντα καρότσι και καταλάμβανε όλο το χώρο του διαδρόμου. Όταν διασταυρωνόταν με κάποιον έκανε πως δεν τον έβλεπε και πήγαινε κατευθείαν επάνω του για να τον αναγκάσει να παραμερίσει. Αν κάποια γυναίκα είχε παρατήσει το καρότσι της στη μέση και χάζευε στα ράφια, του έδινε μια με το δικό του τρομοκρατώντας την. Αυτό το θεωρούσε νίκη απέναντι στον πόλεμο που καθημερινά διεξήγαγε με όλους. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο οδηγούσε και στο δρόμο. Δεν έδινε ποτέ προτεραιότητα σε κανέναν, έβριζε τις γυναίκες και τις έστελνε να πλύνουν πιάτα, και με τους άντρες πλακωνόταν άγρια σε κάθε ευκαιρία. Όλοι αυτοί συμμετείχαν ακούσια στην εκτόνωση του νευρικού του συστήματος.

Εκείνη τη μέρα ήξερε πως είχαν προσφορά μισή τιμή τα χαρτιά υγείας. Σκέφτηκε πως ήταν μια καλή ιδέα να εξοικονομήσει χρήματα. Έφτασε τρέχοντας λίγο πριν κλείσει το super market. Γέμισε το καρότσι με τις τελευταίες πέντε συσκευασίες, πλήρωσε και έφυγε ευχαριστημένος. Στο σπίτι του έφτασε όμως λίγο βαρύθυμος παρ’ όλη την επιτυχία του deal. Έσπρωξε με το ζόρι τις δύο συσκευασίες στο πατάρι, και τις άλλες τρεις τις άφησε στο διάδρομο για να δει αργότερα που θα τις βάλει. Θα έμεναν εκεί πάνω από ένα μήνα. Πήγε στην κουζίνα έφτιαξε δύο τοστ, πήρε ένα μισόλιτρο coca cola, πέταξε στο πάτωμα τα πράγματα που είχε παρατημένα στον καναπέ και ξάπλωσε να δει τηλεόραση…