Φρέσκα

Δημήτρης Πολύτιμος…ζει, βασιλεύει και ροκάρει

Δημήτρης Πολύτιμος, ο γηραιότερος Έλληνας ρόκερ.

Γράφει ο Βύρων Κρίτζας

 

Τον είδα για πρώτη φορά πριν από τρία-τέσσερα χρόνια στο Κύτταρο. Έπαιζε καθιστός και πατούσε τα πλήκτρα γλυκά, με παράδοξη ηρεμία για ροκάς. Σε κάποια φάση του live, έπαιξε ένα σόλο. Ο Πουλικάκος στάθηκε πίσω του όρθιος, του έπιασε τους ώμους, στηρίχθηκε πάνω του, παρέμεινε εκεί καμιά εικοσαριά δευτερόλεπτα και φεύγοντας τον φίλησε στο κεφάλι. Αυτή η εικόνα μου καρφώθηκε στο μυαλό.

Είναι ο ψιλόλιγνος τύπος που θυμίζει έντονα Jarvis Cocker στην τελευταία σκηνή των «Κουρελιών» του Νικολαΐδη. Είναι ο μουσικός που παίζει το θεϊκό πιανάκι στα τελευταία δευτερόλεπτα του «Εν Κατακλείδι» του Σιδηρόπουλου. Είναι, τέλος, ο άνθρωπος που βίωσε στο πετσί του όλη την ελληνική ροκ σκηνή, από τα κλαμπ των 60’s μέχρι την αυτοεξορία στη Χούντα, τη χρυσή εποχή των ύστερων 70’s, τη μετέπειτα παρακμή, το «κρατιόμαστε ακόμα».

Πράος, χαμογελαστός, με μια κοσμοπολίτικη αύρα, παράξενα νεανικός και πατώντας ελαφρά στο έδαφος, μας υποδέχτηκε στο σπίτι του στο Μαρούσι. Ανάμεσα σε εκατοντάδες, χιλιάδες ίσως κιτρινισμένα βιβλία, παλιά κασετόφωνα, μπόλικα cd που μαρτυρούν πως δεν έμεινε κολλημένος στη βελόνα και δύο πιάνα, μας μίλησε με ζωντάνια για το παρελθόν, σα να ξαναζούσε τις στιγμές…

Παρ’ ότι συνομήλικος με τους δύο μεγάλους πιανίστες του rock’n’roll, τον Little Richard και τον Jerry Lee Lewis, ο Πολύτιμος παραμένει το παιδί που βρήκε κάποτε στη μουσική αυτή ένα ξεχωριστό νόημα το οποίο, όπως αποδείχτηκε αργότερα, τελικά δεν αφορούσε μόνο τους νέους. Από το τρίπτυχο «sex, drugs & rock’n’roll», ο ίδιος κρατάει πια μόνο το τελευταίο – και του είναι αρκετό.

Ό,τι θυμάμαι, θα στο πω.

Γεννήθηκα στη Σύρο το ’33, αλλά σχεδόν αμέσως οι γονείς μου ήρθαν στην Αθήνα. Εδώ μεγάλωσα. Την Κατοχή τη θυμάμαι, μερικές σκηνές τουλάχιστον. Θυμάμαι ας πούμε ότι στην πλατεία Πλαστήρα, το ’44, είχα δει κόσμο μαζεμένο. Πλησιάζω και βλέπω έναν Γερμανό, βγάζει το κράνος και αντιλαμβάνομαι ότι κλαίει. Ρωτάω τους γύρω μου τι έπαθε. Μου εξηγούν ότι ο άνθρωπος αυτός  ήταν σε μια ειδική μονάδα των Ες Ες και του είχαν πάρει το όπλο, οπότε η ποινή σε αυτή την περίπτωση είναι ο θάνατος. Μου έκανε τεράστια εντύπωση αυτό… Μια άλλη φορά, στα Ιλίσια, πιτσιρικάς πάλι, είδα το κρέμασμα τριών ανθρώπων. Θυμάμαι επίσης γυναίκα να κρατάει στα χέρια το μωρό της και να πέφτει κάτω από την πείνα, στο δρόμο για το νοσοκομείο της Συγγρού.

Τα πρώτα μου ακούσματα ήρθαν απ’ την κλασική μουσική. Ο πατέρας μου στον ελεύθερό του χρόνο έπαιζε βιολί και η μητέρα μου πιάνο. Κάθε Κυριακή, όπως άλλοι πάνε τα παιδιά τους να κοινωνήσουν, εμάς με την αδερφή μου μας βάζανε να ακούμε μουσική. Θέλαμε να βγούμε έξω να παίξουμε βέβαια, αλλά τελικά καλό μας έκανε. Άρχισα μαθήματα πιάνου. Κυρίως άκουγα τζαζ, από ένα σταθμό που λεγόταν «Ρυθμική Λέσχη», αν δεν κάνω λάθος, αλλά και μέσω φίλων που έφερναν δίσκους από την Αμερική. Υπήρχε τότε το τζαζ κλαμπ της Ελληνοαμερικανικής Ενώσεως, όπου γνώρισα τον Βαγγέλη Παπαθανασίου. Θυμάμαι και τον Πλέσσα να παίζει εκεί.

Το ’64 με βρίσκει πιανίστα στο «Κουκουβάγια jazz club». Εγώ τότε έκανα ιδιαίτερα μαθήματα σε παιδιά, φυσική-χημεία-μαθηματικά και κυκλοφορούσα με αυτοκίνητο για να τους προλαβαίνω. Ένα βράδυ λοιπόν, μετά το μάθημα, με έβγαλε ο δρόμος στην Πλάκα και ακούω να ξεπηδάει από κάπου μουσική τζαζ. Μπήκα, κάθισα και τους γνώρισα – ήταν κάτι ξένοι μουσικοί. Έπαιξα μαζί τους μερικές φορές, ώσπου ένα βράδυ πάω και δεν βλέπω κανένα τους. Με πιάνει ο ιδιοκτήτης και μου λέει «Δημήτρη, αυτούς τους συλλάβανε, γιατί δεν είχαν ούτε άδεια παραμονής, ούτε άδεια εργασίας. Φτιάξε ένα σχήμα εσύ». Βρήκα λοιπόν μουσικούς, αλλά επειδή είχαμε πάλι κάποιους ξένους, βάλαμε έναν στην πόρτα να κρατάει τσίλιες.

Στην «Κουκουβάγια» ήρθαν και μας βρήκαν οι πρώτοι MGC, οι οποίοι έπαιζαν τότε στις «Εννέα Μούσες». Ο ντράμερ τους, που ήταν ο Άλκης Παναγιωτίδης ο ηθοποιός,  τσακώθηκε με τον πιανίστα και φύγανε. Οπότε ήρθαν οι υπόλοιποι στην «Κουκουβάγια», για να καλύψουν το κενό τους. Εμείς παίρναμε καλούτσικα λεφτά τότε, αλλά μας πίεσαν, δεχτήκαμε και πήγαμε όλοι μαζί στις «Εννέα Μούσες», όπου έγινε κυριολεκτικά ο χαμός. Παίζαμε διασκευές Stones, Dylan, Cream, Hendrix, τέτοια. Δεν τραγουδούσαμε καθόλου ελληνικά ή ιταλικά, όπως άλλοι, γι’ αυτό και τα βιβλία μας γράφουν ως το πρώτο αμιγώς ροκ συγκρότημα στην Ελλάδα.

Το ’67 παίξαμε support στους Stones. Θυμάμαι πως μου είχε δώσει πάσο ο Νίκος Μαστοράκης να βρίσκομαι στο πλάι της σκηνής και έβλεπα τον Brian Jones από τα τρία μέτρα. 

Γιατί διακόπηκε η συναυλία; Πήγε ένας από τους ανθρώπους του γκρουπ να μοιράσει λουλούδια στον κόσμο, η αστυνομία το θεώρησε ύποπτο και άρχισε να επιτίθεται. Δύο λεπτά μετά, ο Jagger βλέπει τον άνθρωπό του με σπασμένα γυαλιά, θυμώνει, λέει το “Satisfaction” και φεύγει. Ήταν περίπου στα μισά του live. Νιώσαμε λοιπόν πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Ε, και σε λίγες μέρες ήρθε η Χούντα… Μετά μάθαμε ότι στο Χίλτον είχαν μπλεξίματα οι Stones επειδή κορόιδευαν τις γριές και είχαν χέσει στο πάτωμα. Αλλά δεν τα πιστεύω αυτά, είναι και λίγο το σκανδαλώδες των Stones – ο μύθος τους.

Στη συναυλία αυτή είχε βρεθεί ως θεατής και ο Πουλικάκος – ήμασταν ήδη φίλοι. Τότε μας έφυγε ο μπασίστας, πήγε στη Λυρική Σκηνή γιατί ήταν και καλός βιολιστής. Ο Πουλικάκος έπαιζε λίγο κιθάρα, οπότε του είπα «γιατί δεν έρχεσαι στη θέση του;». Του ‘μαθε λοιπόν ο κιθαρίστας μας μπάσο και ξεκίνησε να παίζει. Λίγους μήνες μετά μας έφυγε ο τραγουδιστής και παρέλαβε το μικρόφωνο αυτός, οπότε ο κόσμος τον έμαθε σαν τραγουδιστή.

Το ’68 μπήκα φυλακή, μαζί με τον Πουλικάκο. Για χασίσια. Μας έκαναν ντου σε ένα σπίτι, βρήκαν κάτι μικροποσότητες και επειδή ήμασταν κάπως γνωστοί στη νεολαία, είχε δοθεί εντολή από του Συνταγματάρχες να εξαντληθεί ο χρόνος παραμονής. Οπότε μένουμε πέντε μήνες. Βγαίνουμε, συνεχίζουμε λίγο με τους MGC και το καλοκαίρι του ’69 πια, ο Πουλικάκος φεύγει Λονδίνο κι εγώ Παρίσι. Εκεί, έκανα φωνητικά στο «666» των Aphrodite’s Child. Ύστερα πήγα Αμερική, πήγα Ασία, πέρασα από Αγγλία τέσσερεις μήνες όπου δούλεψα ως μουσικός σε διαφημιστικά και γύρισα πίσω το ’74, μετά τη Χούντα.

Στην Αθήνα πια, μια μέρα καθόμουν στο Βυζάντιο στο Κολωνάκι και με πλησιάζουν οι Socrates, oπότε ξεκίνησα συνεργασία μ’ αυτούς. Ύστερα έπαιξα στο «Μεταφοραί Εκδρομαί ο Μήτσος», στο «Φλου» και στο «Ζωντανοί στο Κύτταρο» που ήταν ο πρώτος ελληνικός ροκ live δίσκος. Σημαδιακοί δίσκοι – και κατά τύχη παίζω και στους τρεις! Θυμάμαι στις ηχογραφήσεις υπήρχε πίεση χρόνου.  Το ίδιο λένε και οι Stones για τα πρώτα τους singles. Στους παλιούς τους δίσκους έχουνε και φάλτσα, αλλά έχει μια γοητεία αυτό, έναν αυθορμητισμό. Γιατί μετά που ηχογραφούσανε ένα τραγούδι το μήνα, πάει, το χάσανε. Θυμάμαι πως αν έκανα ένα λάθος στο πιάνο, έπρεπε όλη η μπάντα να ξεκινήσει απ΄ την αρχή. Σήμερα, το λάθος διορθώνεται ψηφιακά.

Με τον Σιδηρόπουλο ήμασταν φίλοι. Πήγαινα συχνά σπίτι του, παρακολούθησα το δράμα που είχε με την καταραμένη αυτή ουσία. Ήταν αγνό παιδί… Και ήταν ολοκληρωμένος τραγουδοποιός. Έγραφε τα κομμάτια, έπαιζε και τραγουδούσε. Mετά το θάνατό του, μυθοποιήθηκε κάπως. Ξέρεις πότε το κατάλαβα; Άκουσα την κόρη μου να τραγουδάει ένα τραγούδι του. Όταν της είπα ότι παίζω κι εγώ σ’ αυτό το κομμάτι, έπαθε πλάκα, το ίδιο και οι συμμαθήτριές της. Τότε κατάλαβα πως ο Σιδηρόπουλος είχε γίνει μύθος. Σε αυτό συντέλεσε η ομορφιά του και το γεγονός ότι έφυγε νέος και μάλιστα από ηρωίνη. Αλλά, εντάξει, έκανε σπουδαία δουλειά.

Στο «Crazy love στου Ζωγράφου», βραχήκαμε. Είχε αναβληθεί δύο φορές λόγω βροχής, θυμάμαι. Αλλά τελικά ωραία ήταν, ήρθαν πολλοί μουσικοί, ήρθαν όλοι οι φίλοι μας. Εντάξει, κάποιοι λένε «το ελληνικό Woodstock»… Τι σχέση έχει τώρα μισό εκατομμύριο κόσμου με αυτό που κάναμε εμείς; Ο χρόνος κάποια πράγματα τα μεγεθύνει.

Θα μπορούσες να με πεις αριστερό – αλλά όχι κομουνιστή. Υπάρχουν ενδιαφέρουσες ιδεολογίες στις οποίες δεν υπεισέρχονται σταλινικά πρότυπα. Πάντως το ροκ δεν το είδα ως πολιτική πράξη. Άρχισα λίγο να συνειδητοποιώ τις πολιτικές του προεκτάσεις με τους Kinks – ήταν νομίζω και το πρώτο συγκρότημα της Δύσης που έπαιξε στη Ρωσία. Τους στίχους πάντα τους προσέχαμε. Ο Πουλίκας όμως είναι αγωνιστικός, εγώ είμαι πιο αποστασιοποιημένος.

Με ρωτάνε πώς είναι να παίζω ροκ στα 81 μου. Εντάξει, δεν το περίμενα κι εγώ. Αλλά μου αρέσει το live. Τη βρίσκω… Πολλοί μου λένε ότι μοιάζω νεώτερος και τους απαντάω πως το ροκ με κράτησε έτσι ζωντανό. Έχει αυτή την ενέργεια, το νεύρο. Το θέμα είναι να καταφέρεις να επιβιώσεις. Από τις αφραγκίες, από τις ουσίες, απ’ όλα. Στην πρώτη περίοδο, πριν φύγω στο εξωτερικό, ήταν καλά τα οικονομικά. Μια Κυριακή ας πούμε παίζαμε πρωινό στο Nαρέτα στον Πειραιά, απόγευμα στο Χίλτον για κάποιο σύλλογο και το βράδυ στο μαγαζί. Θυμάμαι ότι είχα αγοράσει αυτοκίνητο τότε. Ανάλογη επιτυχία γνωρίσαμε το ’79 στο Κύτταρο με τους Socrates. Τέτοιο συνωστισμό δεν είχα ξαναδεί. Ε ύστερα, τη δεκαετία του ’80, βγήκανε πολλά σχήματα, ήρθαν οι μάνατζερ, χάθηκε ο αυθορμητισμός. Και σήμερα γεμίζουμε μαγαζιά, αλλά κάνουμε ένα live το μήνα και αν.

Ακούω ρεμπέτικα, τζαζ και ροκ, αλλά παλιά ροκ, γιατί στους καινούριους δίσκους από τα δέκα κομμάτια αξίζουν τα δύο. Ενώ παλιά, έβγαινε ένας δίσκος των Stones και λέγαμε «το τέταρτο κομμάτι απ’ τη δεύτερη πλευρά δε μ’ αρέσει», συνέβαινε το ανάποδο δηλαδή. Γενικώς σήμερα έχει κορεστεί το ροκ. Το μπλουζ, αντίθετα, αντέχει. Οι καλοί μουσικοί της τζαζ και της ροκ λένε πως δεν ξέρεις τίποτα, αν δεν παίξεις πρώτα μπλουζ.

Το πιο όμορφο πράγμα που έχω δει στη ζωή μου είναι η απίστευτη λάμψη μιας Πακιστανής όταν έμπαινα σε ένα ξενοδοχείο στο Καράτσι, τότε που είχα πάει στην Ασία. Την είδα το ’72 αλλά τη θυμάμαι ακόμα. Είχε απίστευτη ομορφιά και μια βούλα στο μέτωπο.

Πηγή http://popaganda.gr/dimitris-politimos/

Φωτογραφίες: Γιάννης Δρακουλίδης / FOSPHOTOS