Φρέσκα

Άνθρωπος στο super market…Το άδειο ράφι

της Αλεξάνδρας Λαμπροπούλου

 

Τα δύο κορίτσια στεκόντουσαν μπροστά στο ράφι με τα αντηλιακά και προσπαθούσαν να διαλέξουν για τις διακοπές τους. Το ένα το είχε πιάσει λόξιγκας. Χαχάνιζαν, τσακώνονταν και σπρώχνονταν φιλικά. Ο Μηνάς εκείνη την ώρα επανατροφοδοτούσε το διπλανό stand της Coppertone, με αυτά που έλειπαν. Έψαχναν νησί για να πάνε διακοπές.

– «Στη Σαντορίνη θέλω να πάμε!». – «Και εγώ, αλλά είναι πολύ ακριβά! Ξέχνα το! Καλύτερα να πάμε στην Κάλυμνο που έχω μια φίλη εκεί και θα μας φιλοξενήσει. Έχω ακούσει ότι είναι πολύ ωραίο νησί».

Ο Μηνάς πάγωσε μόλις άκουσε για την Κάλυμνο. Άφησε τα αντηλιακά που κρατούσε στα χέρια του, στην ανοιγμένη κούτα, και πήγε στην αποθήκη που ήταν δίπλα.

Είχε έρθει διωγμένος, δαρμένος σαν το σκυλί, και ακολουθώντας έναν έρωτα στην Αθήνα. Άφησε το νησί που άνθισαν τα νιάτα του, έριξε μαύρη πέτρα πίσω του, σιχτίρισε συγγενείς και φίλους και τράβηξε ίσα μπροστά προς την ελευθερία. Έτσι νόμιζε τουλάχιστον τότε, πριν δεκαεννέα χρόνια.

Στο λιμάνι, μόνο η μάνα του ήρθε να τον αποχαιρετήσει και αυτή τον κοιτούσε από μακριά. Δεν θα ξεχνούσε ποτέ τη λύπη στα μάτια της. Είχε προηγηθεί άγριος καυγάς στο σπίτι με τον πατέρα του, βρισιές και χειροδικία. «Κωλόπαιδο» και «πουστάρα» τον είχε πει. Μπήκε στο δωμάτιό του, πήρε με μανία τα λίγα ρούχα που είχε, και του τα πέταξε στην εσωτερική αυλή του σπιτιού, με το πηγάδι. Δεκαοκτώ χρονών ήταν. Έκλαιγε ο Μηνάς, έκλαιγε και η κυρα – Χρυσούλα η μάνα του, έκλαιγε και η Φιλίτσα η αδελφή του. Και δε σταμάτησε εκεί ο Μιχάλης, παρά πήγε στην κουζίνα, πήρε ένα μαχαίρι, του το έβαλε στο λαιμό και του είπε: «Εμένα δεν με ατίμασαν οι αδελφές μου, δεν θα με ατιμάσεις εσύ παλιοτσουτσέκι. Εξαφανίσου, και να μην σε ξαναδώ μπροστά μου μέχρι να πεθάνω…».

Εκείνο το καλοκαίρι ο Μηνάς ερωτεύτηκε τον Γιώργο, Zorz τον φώναζαν οι φίλοι του. Είχε έρθει από την Αθήνα με τους φίλους του για ένα δεκαπενθήμερο διακοπών, μετά την ορκωμοσία τους από το Πανεπιστήμιο. Ήταν πολύ όμορφος στα είκοσι τρία του χρόνια. Στα μάτια του φάνταζε σχεδόν εξωτικός. Είχε πρωτευουσιάνικο αέρα, κοσμοπολίτης, με μια ραφιναρισμένη ευγένεια, άνετος και απελευθερωμένος. Ψηλός, ξανθός με πράσινα μάτια.

Ήταν ένα θαύμα! Μαγεύτηκε ο Μηνάς και ξετρελάθηκε μαζί του. Δεν άργησαν να μαθευτούν τα νέα στο νησί. Το σούσουρο για το γιο του Μιχάλη του ψαρά, τον «τοιούτο», που όλη μέρα ψηνόταν στον ήλιο για το μεροκάματο, έδινε και έπαιρνε. Μικρό το νησί. Γρήγορα έγινε το κακό.

Κάτι λίγα λεφτά του έδωσε η μάνα του από το κομπόδεμά της και έφτασε στην Αθήνα. Ένα υπογειάκι, στη Διδότου χαμηλά βρήκε. Ανήλιαγο, και προσωρινό μέχρι να δει τι θα κάνει. Τα πρώτα χρόνια έκανε δουλειές στον καλλιτεχνικό χώρο. Μέχρι μοντέλο δούλεψε σε φωτογραφήσεις που του είχε κανονίσει ο Zorz, που ήταν της “καλής κοινωνίας” και είχε γνωριμίες.

Ο Zorz ερχόταν στο υπογειάκι του συχνά, αλλά ποτέ δεν τον πήρε μαζί του στην παρέα του Κολωνακίου. Μερικά τετράγωνα τους χώριζαν γεωγραφικά, αλλά η απόσταση ήταν τεράστια. Το αισθανόταν ότι ντρεπόταν γι αυτόν, αλλά δε μίλαγε. Έπειτα αραίωσαν σιγά – σιγά οι συνευρέσεις τους και μετά πια, δεν τον ξαναείδε. Πέντε χρόνια κράτησε η σχέση τους. Ο Μηνάς πληγώθηκε και αισθάνθηκε προδομένος και εγκαταλειμμένος για άλλη μια φορά.

Έκανε πολύ καιρό να συνέλθει.

Έκανε πολλές δουλειές για να επιβιώσει. Γκαρσόνι σε ταβέρνα, πωλητής σε εσώρουχα, σε δισκοπωλείο, μέχρι και delivery. Ήταν ακόμα νέος και όμορφος. Σταράτο δέρμα, μαύρα μαλλιά, μάτια καστανά, θλιμμένα. Έβαλε στόχο να μαζέψει χρήματα και να μετακομίσει από το υπογειάκι της Διδότου, που του θύμιζε τον έρωτά του με τον Zorz. Αλίμονο! Από κείνο το υπόγειο έφυγε στα τριάντα τρία του. Δεκαπέντε χρόνια έζησε εκεί μέσα.

Μετακόμισε τελικά σε προάστιο που ήταν πιο φτηνά τα ενοίκια και βρήκε ένα ευρύχωρο ισόγειο σε ένα παλιό σπίτι με εσωτερική αυλή. Είχε και ένα πηγάδι παλιό και στερεμένο εκεί. Έπινε τον καφέ του το απόγευμα και το κοιτούσε μελαγχολικά.

Βρήκε τη δουλειά στο super market, μέσω κάποιου γνωστού που μεσολάβησε. Υπεύθυνος τροφοδοσίας ραφιών του είπαν. Κουβαλούσε από την αποθήκη τις κούτες με τα προϊόντα, και τα τοποθετούσε στα άδεια ράφια. Με δυσκολία τα έβγαζε πέρα με την κρίση, αλλά ήταν σταθερή δουλειά, με ένσημα και δεν τον ενοχλούσε κανείς. Αυτή πλέον ήταν η δουλειά του. Τα άδεια ράφια. Ήταν όμως τριάντα επτά χρονών πια, δεν είχε ούτε τη δροσιά ούτε τα κουράγια των νεανικών του χρόνων. Είχε κλειστεί στον εαυτό του και ο χρόνος απλά περνούσε. Εκεί, στα άδεια ράφια.

Δεν ερωτεύτηκε ποτέ πάλι τόσο δυνατά όσο τον Zorz. Κάποιες περιστασιακές σχέσεις έκανε, αλλά όλες έληγαν άδοξα. Ο Μηνάς έψαχνε τον αληθινό έρωτα. Όλους τους συνέκρινε με τον Zorz, που αγάπησε στα χρόνια της αθωότητάς του, και τους έβρισκε λειψούς.

Στην Κάλυμνο δεν ξαναπήγε ποτέ. Ζούσε έκπτωτος από το νησί του. Ο καημός του ήταν αβάσταχτος αλλά βουβός. Νοσταλγούσε την αγκαλιά της μητέρας του, που είχε να την δει από παιδί. Σχεδόν κάθε μήνα της μιλούσε στο τηλέφωνο, κρυφά από την απαγόρευση του πατέρα. Μιλούσε και με την αδελφή του και μάθαινε τα νέα της. Είχε δύο ανίψια, που δεν είχε δει ποτέ από κοντά. Η μητέρα του, ακόμα τον ρωτούσε αν τρώει καλά και αν ντύνεται ζεστά. Της έλεγε ότι περνάει πολύ καλά, πως έχει φίλους καλούς που τον προσέχουν, καλή δουλειά και ένα ωραίο μεγάλο ρετιρέ. Όμως κάθε φορά που έκλεινε το τηλέφωνο αρρώσταινε για δύο μέρες. Αρρώσταινε μόνος του, χωρίς παρηγοριά…

Γύρισε στο άδειο ράφι, όταν έφυγαν οι κοπέλες για να συνεχίσει τη δουλειά του. Μια ένοχη όσο και παρήγορη σκέψη εισέβαλε στο κεφάλι του, όσο η καρδιά του ταξίδευε στο νησί και τις ακρογιαλιές του.

Σαν θα πέθαινε ο πατέρας, θα έπαιρνε το καράβι για το νησί…

Σκόπελος. © Robert McCabe/Γκαλερί Citronne