Αρτεσιανά λόγια
της Αλεξάνδρας Λαμπροπούλου
Ο μόνος τρόπος να σταθεί κανείς στο λόγο του αυθεντικός και πρωτότυπος, όσο μπορεί, είναι να μιλήσει για τα συναισθήματά του. Την ώρα που όλα έχουν ειπωθεί, και δύσκολα μπορεί να παραχθεί πρωτότυπη σκέψη, αυτά που αναβλύζουν από την προσωπική εμπειρία της ζωής του καθενός, είναι και αυτά που αξίζουν να λεχθούν. Τώρα το πόσο μπορεί να ενδιαφέρει αυτό τους αναγνώστες, αυτό αφορά μόνο τους αναγνώστες και μάλιστα τον κάθε έναν ξεχωριστά.

Η αυθεντικότητα των λόγων είναι μια γενναία και δύσκολη πράξη. Γίνεται δε ακόμα δυσκολότερη με την πάροδο των χρόνων, όταν οι απογοητεύσεις της καρδιάς παραδίδουν στο «σοφό» εγκέφαλο τη βασιλεία. Όμως όσο και αν η εμπειρία και η ηλικία ηγεμονεί και λογοκρίνει, τα νιάτα έχουν πάντα μέσα τους τη δροσερή επανάσταση.
Έτσι προτού έρθει η ώρα, που κανείς αναγκαστικά θα πρέπει να το βουλώσει δια παντός, καλό είναι να μιλήσει όσο μπορεί πιο ειλικρινά για το βίωμά του. Όλα τα υπόλοιπα τα ξέρουμε! Και αν δεν τα ξέρουμε, εκεί είναι και μας περιμένουν! Φιλοσοφίες αρίφνητες, υπαρξιακά φρεάτια, κοινωνικοί στραγγαλισμοί, θεωρίες αποτυχημένες και ανθρώπινα κωμειδύλλια…
Ο καθένας μας έχει δικαίωμα να μιλήσει ή να σιωπήσει για πάντα. Δεν είναι αυτό προνόμιο καμίας ελίτ του πνεύματος και κανενός αυτοδιοριζόμενου δραγουμάνου. Και παρά το γεγονός ότι δεν ξεκινάμε όλοι από την ίδια αφετηρία, και ούτε με το ίδιο όχημα, έρχεται η ζωή και τα ισοζυγιάζει θαυμάσια. Το ενεργοβόρο περίσσευμα καταλήγει πάντα στη χωματερή, ενώ το έλλειμμα παράγει ενέργεια που αυξάνει τεχνηέντως την ταχύτητα της πλεύσης.
Περί λόγου και αυθεντικότητας του λόγου σκεπτόμενη, αλλά και για το νόημα του να γράφει κανείς, και του τι να πραγματεύεται, μου αναδύθηκε μια παιδική μου ιστορία.
Όταν ήμουν μικρό κορίτσι, η μητέρα με έστελνε συχνά να φέρω από μια κοντινή πηγή, αρτεσιανό νερό. Η πηγή αυτή βρισκόταν δίπλα στις γραμμές του τρένου. Για να φτάσω εκεί, έπρεπε να περάσω μέσα από τα χτήματα με τις πορτοκαλιές. Φτάνοντας στο σημείο, για να την προσεγγίσω, έπρεπε να ακροβατήσω πάνω στα ξύλα της σιδηροδρομικής γραμμής που βρίσκονταν σε κενό, τουλάχιστον δύο μέτρων. Κατόπιν έπρεπε να κατέβω από ένα στενό μονοπατάκι μέσα στο ρέμα, εκεί που έτρεχε το νερό, για να μπορέσω να γεμίσω το δοχείο. Το σημείο λόγω του νερού που ανάβλυζε συνεχώς, είχε πλούσια βλάστηση με καλάμια. Από την Άνοιξη κιόλας ήταν πολύ πιθανό να συναντήσεις φίδια και άλλα διψασμένα ζούδια. Τα βατράχια ήδη τα άκουγες από μακρυά που κόαζαν.
Κάθε φορά που πήγαινα, η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά και έβρισκα χίλιες δικαιολογίες για να το αποφύγω, χωρίς όμως ποτέ να ομολογήσω το φόβο μου. Στο τέλος ρωτούσα: «Μα γιατί το αρτεσιανό νερό είναι καλύτερο από της βρύσης?» Η μητέρα που όλα τα ήξερε, με εκείνη τη σοφία των παλιών γυναικών που δεν χάνουν το χρόνο τους για να αμφισβητήσουν τη σοφή λαϊκή παράδοση, μου απαντούσε με αδιαπραγμάτευτη απλότητα: «Το αρτεσιανό νερό βγαίνει μέσα από τα σπλάχνα της γης και γι αυτό είναι πεντακάθαρο και σπάνιο».
Η μητέρα δεν υπάρχει πια, αλλά και η πηγή αυτή στέρεψε. Όμως τα λόγια εκείνα είναι τυπωμένα μέσα στην ψυχή μου. Ακόμα περισσότερο ανεκτίμητο είναι το βίωμα και ο παιδικός μου κόπος, για να επιστρέψω το δοχείο με το πολύτιμο αρτεσιανό νερό γεμάτο.
Από σεβασμό στη μνήμη και στο αλάνθαστο ανθρώπινο ασυνείδητο, σας την αφηγούμαι. Εύχομαι να αποκαλύψει και σε σας, όπως και σε μένα, την αλληγορία της…