Αληθινές ιστορίες Μπραχαμίου…«Η κουβέρτα»
Η ιστορία είναι απολύτως αληθινή και αφορά ανθρώπους που έχουν ζήσει στο Μπραχάμι. Τα ονόματα και οι χαρακτήρες έχουν παραποιηθεί για ευνόητους λόγους…
❀❀❀
Ο Παντελής ήταν δύο χρόνια μεγαλύτερος από την Αργυρώ. Δεν του φαινόταν όμως, μιας και ο Λέλος όπως τον φώναζε η μάνα του η Γιαννούλα, ήταν ένα κοντό αδύνατο παιδάκι με κατάμαυρα μαλλιά και μάτια, πάντα χαμηλωμένα. Τόσο φρόνιμος που έλεγες πως δεν υπήρχε καν. Η Αργυρώ απεναντίας ήταν καστανόξανθη με σγουρά ατίθασα μαλλιά, γαλάζια μάτια και κοιτούσε θαρρετά γύρω της με περιέργεια. Όταν τα πήγαιναν στη γιαγιά την Αγγέλα να τα κρατήσει, η Αργυρώ το χαιρόταν πάρα πολύ, ο Λέλος όμως έκλαιγε και ρωτούσε διαρκώς σε πόση ώρα θα γυρίσει η μαμά του. Η γιαγιά τον παρηγορούσε λέγοντας: «έχει πάει στον γιατρό, μην κλαις θα έρθει». Η Αγγέλα είχε τέσσερις κόρες και άλλα πέντε εγγόνια μεγαλύτερα από το Λέλο και την Αργυρώ. Καταγόταν από ένα νησί των Κυκλάδων και είχε όλη τη χάρη, την ευγένεια και το ανοιχτό μυαλό των ανθρώπων που ζουν δίπλα στη θάλασσα. Άφησε το νησί και με τα παιδιά της ήρθε στον Πειραιά, κατόπιν στη Γούβα και με το τέλος του εμφυλίου κατέληξαν στο Κατσιπόδι. Ο άνδρας της είχε φύγει κάποτε για την Αμερική και ξέχασε να γυρίσει… Στη δύσκολη ζωή της, τη βοήθησαν τα αδέλφια της που ήσαν σπουδαίοι μαρμαροτεχνίτες. Έτσι μπόρεσε να μεγαλώσει και να παντρέψει πρώτα τα τρία μεγαλύτερα κορίτσια. Για προίκα ούτε λόγος να γίνεται βέβαια…
Το 1956 η Γιαννούλα, η μάνα του Λέλου, μαζί με τον άνδρα της τον Νίκο που εργαζόταν στο Φωταέριο, αγόρασαν ένα οικοπεδάκι στο Μπραχάμι, έκτισαν ένα αυθαίρετο δωμάτιο με τσιμεντόλιθους που το γκρέμισε δύο φορές το συνεργείο, συνοδεία χωροφυλάκων. Μετά πολλών βασάνων τελικά έβαλαν το κεφάλι τους μέσα και γλίτωσαν από το νοίκι. Ο πατέρας της Αργυρούλας ακολούθησε αμέσως αγοράζοντας το διπλανό οικόπεδο και λίγο αργότερα ήρθε και η τρίτη αδελφή με την οικογένειά της. Έτσι τα δύο μικρά έγινα αχώριστα.
Η Γιαννούλα λάτρευε την Αργυρώ. Της έραβε φουστάνια και της χτένιζε τα μαλλιά. Την έπαιρνε στην αγκαλιά της και της τραγουδούσε ρεμπέτικα, όπως το «έδιωξα και εγώ μια γάτα που είχε γαλανά τα μάτια». Όταν ερχόταν ο Γιώργης, αδελφός της Αγγέλας έφερνε μαζί και το ακορντεόν του. Συγκεντρώνονταν τότε όλοι και έστηναν μεγάλο γλέντι. Έβαζαν την μικρή στη μέση και της μάθαιναν να χορεύει. Η μάνα της όμως που είχε πολύ σοβαρές αντιρρήσεις, άρπαζε την Αργυρώ από το κοτσίδι και την έβαζε για ύπνο. Εκείνη άκουγε μόνο Σουγιούλ, Αττίκ και Σακελλαρίδη. Άδικα τσίριζε η μικρή. Τις διαμαρτυρίες της μόνο ο Λέλος της άκουγε, που καθισμένος δίπλα της στο πάτωμα, της κρατούσε συντροφιά. Μόνο, που και που, έτρεχε στην κουζίνα έκλεβε λίγο κρασί από την νταμιτζάνα, το κατέβαζε γρήγορα και ξαναγύρναγε στην Αργυρώ – ήταν τότε και οι δύο τους κάτω από δέκα χρονών. Έτσι και αλλιώς με αυτόν κανείς δεν ασχολιόταν και ιδίως η μάνα του. Όταν τον έβλεπε, βλάκα τον ανέβαζε, χαζό τον κατέβαζε. Και όταν νευρίαζε χωρίς να της φταίει σε τίποτα, τον σκότωνε στο ξύλο. «Άρπα της για να γίνεις καλός άνθρωπος βρε» του έλεγε.
Ο Λέλος δεν έγινε τίποτα καλό. Έγινε κακός μαθητής και πολύ μεγάλος ψεύτης. Επέλεξε από πολύ μικρός το ρόλο του κομπάρσου. Η Αργυρώ τον αγαπούσε και όσο μπορούσε τον προστάτευε από τις κακοτοπιές, όπως όταν βράδιαζε που θυμόταν η μάνα του να τον στείλει για κρασί, για μουλινέδες ή τσιγάρα του πατέρα του, στο μπακαλικάκι της γειτονιάς.

Ο Λέλος φοβόταν το σκοτάδι, τον Αρκουδιάρη, το χωροφύλακα, το γύφτο και ότι άλλο είχε χρησιμοποιήσει η Γιαννούλα για να τον τρομάζει. Αλλά πιο πολύ φοβόταν να της αρνηθεί να πάει. Έπαιρνε λοιπόν τα χρήματα και αμέσως χτύπαγε την πόρτα της θείας του. «Να πάρω την Αργυρούλα να πάμε για ψώνια» ρωτούσε. Πριν τελειώσει τη φράση του η Αργυρώ πεταγόταν έξω χωρίς να ρωτήσει κανέναν. Της έδινε την παραγγελία και αυτός χωνόταν σε μια γωνιά πλάι στην αποθήκη που στοίβαζαν το κοκ και την περίμενε. Γυρνώντας, αφού του έδινε τα πράγματα, τον περίμενε μέχρι να μπει στο σπίτι του. Η δική της η μάνα είχε πολλές φορές τσακωθεί με την αδελφή της για το βάρβαρο τρόπο που φερόταν στον Λέλο, και έτσι τον κάλυπτε που δεν πήγαινε στα θελήματά της. Η λέξη βάρβαρο έκανε εντύπωση στην Αργυρώ και φώναζε την θεία της Βαρβάρα. Αργότερα Φρίκο από την Βασιλομήτορα Φρειδερίκη και για άγνωστους σε όλους μας λόγους στο τέλος την φώναζε κωλοτούμπα. Ο Λέλος δεν έδειχνε αυτό να το απολαμβάνει καθόλου.
Τίποτα δεν απολάμβανε ο Λέλος. Το μόνο που χαιρόταν ήταν όταν αγόραζε καραμέλες ούζου. Τις έβαζε μαζί τρεις – τέσσερις μέσα στο στόμα του και του τρέχανε τα σάλια. Στην Αργυρώ έδινε βουτύρου ή «Ραντεβού» που μύριζαν φράουλα. Στην εφηβεία του, έκοψε εντελώς τις καραμέλες και έπασχε συνεχώς από πονόδοντο. Πήγαινε στις θειάδες του, κρυφά από την μάνα του, και παραπονιόταν πως πονάει μόνο και μόνο για να του δώσουν ούζο, να μπουκωθεί και να του περάσει. Εκείνες του έβαζαν λίγο στο φλιτζανάκι του καφέ, με την συμφωνία να το φτύσει. Αυτός το κατάπινε χωρίς ανάσα. Αυτές δεν ήταν χαζές βέβαια. «Άστο μωρέ το καημένο, το έχε ψήσει και το έχει φάει, η κακούργα η μάνα του» έλεγαν. Τον μπούκωναν και έτσι μπούκωναν και τις ενοχές τους.
Περνώντας τα χρόνια παράτησε το γυμνάσιο που πήγαινε στο Κατσιπόδι, γιατί το Μπραχάμι δεν είχε ακόμα δικό του, και από ψεύτης έγινε και κλέφτης. Η Αργυρώ πήγαινε σε ιδιωτικό στον Άλιμο. Της άρεσαν τα πάρτι και οι βόλτες στην Πλάκα. Έπαιρνε μαζί της και τον Λέλο, όχι για προστασία, αλλά για άλλοθι στις πρώτες ερωτικές της περιπέτειες. Όλη η παρέα χόρευε, μόνο ο Λέλος έπινε σε μια σκοτεινή γωνία. Μόλις γινόταν στουπί από το μεθύσι, η Αργυρώ τον έχωνε σε ένα ταξί και σταματούσε στην Παπάγου, μακριά από τα σπίτια τους. Του έβαζε τα δάχτυλά της στο στόμα του, ώσπου του έβγαζε ότι μπορούσε από μέσα του. «Που να σε πάω τώρα βρε χαμένε», τάχα τον έβριζε. Εκείνος αδιαμαρτύρητα την ακολουθούσε σαν πιστό σκυλί. Είχε αρχίσει να τον βαριέται, να ντρέπεται για το χάλι του και δεν έβρισκε πια τρόπο να τον βοηθήσει. Έτσι τον άφησε σιγά – σιγά λοιπόν στα σκοτάδια του. Πάντα άνεργος και αδέκαρος. Έφαγε το εφάπαξ του πατέρα του, έκλεβε το πορτοφόλι της μάνας του και χρωστούσε παντού και κάπως έτσι πέρασε τα χρόνια του.
…Η Αργυρώ ήταν στο νησί μαζί με τον Λευτέρη και τα παιδιά για διακοπές, όταν την πήρε η μάνα της τηλέφωνο. «Ο Παντελής είναι βαριά» της είπε. Γύρισε αμέσως, όχι από ενοχές αλλά από ανάγκη να τον προλάβει και να του πει πόσο τον αγαπούσε πάντα. Τον βρήκε πάνω στο κρεβάτι του σε εμβρυακή στάση, παγωμένο. Τον τύλιξε με μια καθαρή κουβέρτα που βρήκε μπροστά της, για να μπορέσει να τον βγάλει από το σπίτι του σε μια κόσμια κατάσταση, για τελευταία φορά. Η μάνα του παρακολουθούσε αμέτοχη, το σκηνικό να εξελίσσεται, κάτω από τον ίσκιο της συκιάς στην αυλή. Μόνο κατά την τελική έξοδο φώναξε στην Αργυρώ: «Μην χαθεί η κουβέρτα, είναι αχρησιμοποίητη».
Μετά το πέρας όλων των νόμιμων διαδικασιών, η Αργυρώ βγαίνοντας από το παλιό νεκροτομείο της Αθήνας, άνοιξε τον πρώτο κάδο σκουπιδιών που βρήκε και την πέταξε μέσα. Το Μπογαλάκι με τα υπόλοιπα ρούχα το έσφιξε πάνω της και το πήρε μαζί της στο καράβι. Ήθελε να φτάσει μια ώρα αρχύτερα στα παιδιά της…


Υπέροχο κείμενοοο!!!! Καλημέρα!
Μου αρέσει!Μου αρέσει!