Η ΓΚΟΜΕΝΑ ΤΗΣ ΜΟΝΑΔΑΣ
του Γιώργου Ρούβαλη
–Όποιος δεν έκανε στρατιωτικό σαν εμένα στην Κομοτηνή δεν ξέρει τι σημαίνει λούφα, κοκορεύτηκε ο Δημήτρης.
Ήταν γνωστός βουτυρομπεμπές, αλλά καλός επιστήμονας. Εμείς οι φίλοι του τον αγαπούσαμε γιατί ήταν μπεσαλής, καλός στη δουλειά του και σεμνός. Αλλά η λούφα – λούφα. Γιος δικηγόρου απ’ τη Θεσσαλονίκη, είχε σπουδάσει στη Γερμανία νομικά και ήρθε δήθεν να κάνει το στρατιωτικό του και να βοηθήσει στο στήσιμο του Πανεπιστημίου Θράκης, διδάσκοντας στην Κομοτηνή.
–Τρομερή πόλη, παιδιά. Εγώ πέρασα πολύ ωραία. Κατ’ αρχήν μ’ έβαλαν σε μια μονάδα επιστράτευσης, τότε το 1973, πριν πέσει η Χούντα. Η μονάδα ήταν τέσσερες – πέντε φαντάροι όλοι κι όλοι, οι υπόλοιποι είχαν πάει στην προκάλυψη και στις πραγματικές μονάδες τους. Εμείς, δήθεν, φυλάγαμε τα πυρομαχικά υπό την επίβλεψη ενός λοχία. Διοικητής δεν υπήρχε. Μετά που έφτασα, οι συνάδελφοι με ρώτησαν αν είχα ντουζένια. Και βέβαια, τους λέω. Ε, λοιπόν, θα σου γνωρίσουμε τη γκόμενα της μονάδας, που έχουμε εδώ. Γκόμενα της μονάδας; Ήταν μια παντρεμένη γυναίκα, με τον άντρα της, τα παιδιά της, αξιοπρεπής, που άγνωστο για ποιον λόγο (μάλλον δεν την ικανοποιούσε ο σύζυγος), είχε συνάψει σχέσεις με όλους τους συναδέλφους. Εγώ λοιπόν που ήμουν καινούριος, δικαιούμην να επωφεληθώ απ’ την κατάσταση…
Μου έδωσαν το τηλέφωνό της και της τηλεφώνησα. «Καινούργιος, είσαι καινούργιος; Δεν σε ξέρω εγώ;» ήταν η αντίδρασή της. «Εχτές μόλις ήρθα από τη Θεσσαλονίκη!». Μου ‘δωσε ραντεβού σ’ ένα πεζόδρομο που έχουν εκεί. Μου περιέγραψε τι θα φορούσε (ένα κόκκινο παλτό), της είπα κι εγώ πως θα ήμουν ντυμένος (φόραγα τότε μια καπαρντίνα αλά Χώμφρευ Μπόγκαρτ). Κάνω να την πλησιάσω μεσ’ την πολυκοσμία, αλλά εκεί μικρή η κοινωνία, δύσκολα τα πράγματα και πριν βρεθώ στα δύο μέτρα, μου ψιθυρίζει σαν εγγαστρίμυθη με ανέκφραστο πρόσωπο: «Όχι εδώ, όχι εδώ, προχώρα μπροστά κι εγώ θα σε ακολουθώ. Στα δέκα μέτρα». Είχε δίκιο η γυναίκα, δεν έκανε να την βλέπουν να μιλάει με φαντάρους. Μπρος λοιπόν εγώ, πίσω αυτή, διασχίζουμε κάτι δρόμους και καταλήγουμε στη γκαρσονιέρα που είχα νοικιάσει. Ήταν σαν ένα δώμα, σε μια πολυκατοικία, ένα στενό δωμάτιο τρία επί τέσσερα όλα κι όλα από ‘δω, μια κουζινίτσα από κει και στη μέση το μπάνιο. Υπήρχε κι ένα μικρό διαδρομάκι για να πηγαινοέρχεσαι ανάμεσα στους χώρους.
Η κυρία ήταν μια χαρά. Όχι καμμιά καλλονή βέβαια, είχε τα χρονάκια της, γύρω στα 35-40, καστανή, πλούσια τα ελέη. Αφού έγινε μια φορά, της τηλεφωνούσα κι εγώ μετά και ξαναβλεπόμασταν. Αυτό κράτησε δυο-τρεις μήνες και μου επέτρεψε να προσγειωθώ ομαλότατα στη στρατιωτική και την ακαδημαϊκή ζωή. Μετά, ήρθαν κι άλλοι φαντάροι κι είχαν αυτοί σειρά… Έτσι έκανα πίσω και έπαψα να την βλέπω και τώρα που το σκέφτομαι ποτέ δεν έμαθα γιατί μας έκανε παρέα . Δεν την ρώτησα τότε.

Ο λοχίας, ένας Ηπειρώτης πολύ μάγκας, την είχε περάσει πρώτα αυτός. Για να τα ‘χω καλά μαζί του, του πρότεινα να χρησιμοποιεί τη γκαρσονιέρα μου όποτε ήθελε. Χτυπάει λοιπόν η πόρτα μια νύχτα στις δύο το πρωί κι εμφανίζεται ο λοχίας απαιτώντας το δωμάτιο. Είχε χτυπήσει μια στο τραίνο όταν επέστρεφε από κάτω. Η γυναίκα πήγαινε στην Αλεξανδρούπολη αλλά την έπεισε να μείνει τη νύχτα στην Κομοτηνή και να συνεχίσει την επομένη, να κάνουν και τη δουλειά τους! «Κι εγώ πού θα πάω τρεις η ώρα τη νύχτα ρε λοχία;» του λέω. «Έλα μωρέ, της είπα ότι δικιά μου είναι η γκαρσονιέρα, και δεν υπάρχει κανείς, μπες μέσα στην κουζίνα και κάνε ησυχία, τι φίλος είσαι;». Αποτέλεσμα, να με έχει εμένα στην κουζίνα, να μην τολμώ να κουνηθώ και ν’ ακούω τα κατορθώματα του λοχία να ξεσκίζει δίπλα την ταξιδιώτισσα. Είχα και περιέργεια να την δω πώς ήταν και κοίταζα απ’ τη χαραμάδα. Καλή, πολύ καλή. Μέχρι το ξημέρωμα την ταλαιπωρούσε ο αχόρταγος.
Όλο τον πρώτο καιρό μου στη μονάδα, περίμενα να με δεχτεί ο ανώτατος στρατιωτικός διοικητής Θράκης, να του αναφέρω ότι είχα έρθει για το Πανεπιστήμιο, συστημένος από τον καθηγητή μου στη Θεσσαλονίκη. Αποδείχθηκε πολύ λεβέντης. Όταν του εξήγησα ότι μπορούσα να διδάξω στη Νομική, ενθουσιάστηκε. «Μα βέβαια παιδί μου, εμείς εδώ θέλουμε να αναπτύξουμε το Πανεπιστήμιό μας, να μη μας πάρουν τη Θράκη μας οι Τούρκοι! Βεβαίως και θα πηγαίνεις κι όχι μόνο ορισμένες ώρες που λες, αλλά να μην πατάς καθόλου στη μονάδα!». «Μπορώ και να νοικιάσω σπίτι;». «Και βέβαια να νοικιάσεις!». Εκεί λοιπόν έληξε η θητεία μου κι αφιερώνομαι πλέον στο Πανεπιστήμιο. Τους έκανα Αστικό. Τότε είχαν έρθει πολλοί φοιτητές από άλλα μέρη. Είχα κι εγώ τις προτιμήσεις μου. Υπήρχε μία Ελένη από την Αθήνα, ο πατέρας της διευθυντής της καρδιολογικής κλινικής του Ιπποκράτειου νομίζω, που μου άρεσε πολύ. Προσπάθησα κάτι να κάνω αλλά δεν κάθησε. Την ευνοούσα όμως στα μαθήματα. Όταν έγραφαν, ας πούμε, άσκηση και δεν ήξεραν περνούσα δίπλα της, δήθεν επιτηρώντας, και της ψιθύριζα «Άρθρο 158, παράγραφος τρία» και τα τοιαύτα. Τόσο μάλιστα φάνηκε, που μια φίλη της, που δυστυχώς δεν βλεπότανε, το πήρε χαμπάρι και καθόταν πλέον πίσω της, σκεφτόμενη «θα πει που θα πει της Ελένης ο λέκτωρ, κάτι θ’ ακούσω κι εγώ!». Κι έτσι έγραφαν άριστα και οι δυο τους! Την ξαναείδα τυχαία φέτος, μετά από τριάντα χρόνια, είχε χαλάσει πολύ, παντρεύτηκε ένα καλό δικηγόρο, έκανε και δύο παιδιά, δεν είναι πλέον όπως ήταν τότε.
Ένας συνάδελφος, επίκουρος, τάριξε σε μια πολύ ωραία γκόμενα. Ήταν ένα είδος θεάς, πολύ όμορφη. Τόσο υπέροχη που εγώ δίσταζα να την πλησιάσω. Εκείνος είχε φαλάκρα, κοιλίτσα, έδειχνε πολύ παραπάνω από τα τριάντα τόσα του χρόνια. Εκείνη βέβαια, είκοσι. Ε, λοιπόν, την έρριξε ο μεγάλος και εγώ να δαγκώνω τα δάχτυλά μου απ’ το γινάτι μου. Πάμε λοιπόν ένα Σαββατοκύριακο στην Αλεξανδρούπολη μαζί εκδρομή οι τρεις μας. Βγαίνουμε, που λέτε σεργιάνι στην παραλιακή λεωφόρο που έχουν εκεί, δίπλα στο φάρο κι αρχίζω να παρατηρώ τις γκόμενες. Τρελάθηκα… Οι περισσότερες αγριομούνες, θεογκόμενες. Ψηλές, πολύ καλοντυμένες, ωραίες, αγριομούνες σας λέω, θεογκόμενες. Αργότερα το βράδυ, το βάλαμε για μια ωραία ντισκοτέκ που έχει εκεί γεμάτη κόσμο. Μου γνώρισαν μια κοπέλα, τη Μαρία, ωραία αλλά πολύ θλιμμένη γιατί την είχε παρατήσει ο αρραβωνιαστικός της, ένας αξιωματικός. Απαρηγόρητη η Μαρία γιατί επρόκειτο να παντρευτούνε, λέει. Εγώ λοιπόν, εκεί μέσα στη ντισκοτέκ, πολύ αθώα και από καλή πρόθεση, βάλθηκα να την παρηγορώ. Ότι είναι ακόμα νέα, ότι δεν χάθηκε ο κόσμος, ότι την περιμένουν ακόμα πολλά ωραία στη ζωή της, τέτοια. Τέλος, αφού είχαμε γυρίσει πίσω στην Κομοτηνή, παίρνει τηλέφωνο τη θεά λέγοντας: «Ο Δημήτρης, εκείνος ο φίλος σας, πολύ καλό παιδί, μου έδωσε πολύ κουράγιο». Και ζητάει να της τηλεφωνήσω. Παίρνω κι εγώ λοιπόν τηλέφωνο και πάω να ξαναβρώ πίσω στην Αλεξανδρούπολη, την πόλη με τους κόμματους, τη Μαρία αυτήν. Περάσαμε πολύ καλά και οι δύο. Όπως βλέπετε, είχα κι εγώ τα τυχερά μου και ας μην ήταν ακριβώς φοιτήτριες.
Οι άλλοι πανεπιστημιακοί, ούτε αυτοί κακοπερνούσαν. Μου ‘χουν διηγηθεί ότι έπαιρναν τα κοριτσάκια, πρωτοετείς και δευτεροετείς, τα πήγαιναν για διασκέδαση το βράδυ, τα πότιζαν κι αυτά έχαναν το μπούσουλα. Ξυπνούσαν το πρωί σ’ ένα άγνωστο διαμέρισμα κι έβαζαν τις φωνές «Μάμα μου με πηδήξανε!. Που είν’ η κυλόττα μου;». Και να μην ξέρουν καν ποιος τους τόχε κάνει γιατί ήταν τρεις-τέσσερες στην παρέα! Σ’ αυτή την περίπτωση ο Δημίδης, που διετέλεσε και κοσμήτορας τότε, τράβαγε το πάπλωμα και κουκουλωνόταν, δεν ήθελε να τον δουν, ούτε να φαίνεται ότι αυτός είχε πάρει μέρος στις ολονυχτίες! Βέβαια, αφού τα κορίτσια βρισκόντουσαν μακριά απ’ το σπίτι τους και την επιτήρηση της μαμάς, τα γούσταραν κι αυτά το τζερτζελέ και τούδιναν να καταλάβει, δεν ήταν τόσο αθώα όλα.
Έχει τρομερά κορίτσια η Κομοτηνή. Φέτος που ξανάρθαμε μετά από πολλά χρόνια, βγήκαμε το βράδυ βόλτα στην πλατεία και χαζεύαμε σ’ ένα μαγαζί με γραβάτες. Μέσα υπήρχε μια τρομερή γκόμενα. Μπαίνει λοιπόν ο Αντώνης κι αρχίζει την κουβέντα για τις γραβάτες και τις τιμές. «Δεν θα μου κόψετε κάτι;» τη ρωτάει. «Είναι δύσκολο γιατί κι εγώ δεν είμαι υπάλληλος αλλά αντικαθιστώ κάποιαν άλλη» του απαντά. «Κι εγώ που θα σας ξαναβρώ αφού δεν είστε μόνιμη εδώ;». «Και γιατί να με ξαναβρείτε;». «Ε, αφού για σας μπήκα στο μαγαζί! Αν είσαστε εδώ μονίμως, θα ‘ξερα να περάσω να σας πω μια καλημέρα. Αλλά αφού δεν είστε υπάλληλος εδώ, μήπως θα μπορούσατε να μου δώσετε το τηλέφωνό σας;». Και πιάνει, που λέτε παιδιά και του γράφει το τηλέφωνό της. Έτσι είναι η Κομοτηνή και τα κορίτσια της. Όποιος δεν την γνώρισε τότε αλλά και τώρα, δεν ξέρει τι σημαίνει ωραία ζωή. Και πανεπιστημιακή και στρατιωτική και πολιτική. Ωραίοι άνθρωποι, γενναιόδωροι, όπως όλοι εμείς οι Βορειοελλαδίτες.
————————————–
Από τη συλλογή «Αναζητώντας τη Σαλώμη», εκδόσεις Στοχαστής, 2010.