Φρέσκα

Η ΔΟΜΝΑ, ΟΙ ΣΥΜΠΤΩΣΕΙΣ ΚΑΙ Η ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΒΟΥΛΗΣΗ.(1)

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Γράφει η Ερατώ Ροδοπούλου 

Πολλές φορές έχω αναρωτηθεί εάν υπάρχουν »συμπτώσεις» στη ζωή μας, γεγονότα »ξαφνικά», »τυχαία» που »συμβαίνουν» και  μας κάνουν να παίρνουμε αποφάσεις  ή μήπως είναι προγραμματισμένο να οδηγηθούμε κάπου. Μπορούμε  να ελέγξουμε τη ζωή μας ή είμαστε έρμαια κάποιων δυνάμεων, ανώτερων από εμάς; Από τη μια σκέφτομαι την έκφραση »ελεύθερη βούληση» κι από την άλλη μου έρχεται στο μυαλό το αρχαίο »το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον». 

            Φαινομενικά, ασχολήθηκα με την χαρτομαντεία από »σύμπτωση». ΄Όταν ήμουν μικρή, μια φίλη μου εξήγησε τη σημασία των χαρτιών. Αυτή ήταν η πρώτη μου επαφή. Γοητεύτηκα από το μήνυμα που έκρυβε το κάθε φύλλο, από την όλη διαδικασία, από το ύφος της. Σαν να κράταγε τα μυστικά όλου του κόσμου στα χέρια της. Την παρακάλεσα να μου δείξει. Έγραψα σ΄ ένα τετράδιο ό,τι μου είπε και δεν έχανα ευκαιρία να εξασκηθώ. Τότε δεν ήταν εύκολο να βρεις κάποιον να σε μάθει, αντίθετα από σήμερα, που μέχρι τα περιοδικά της τηλεόρασης εκδίδουν την ερμηνεία των χαρτιών.

            Σταδιακά, μόνη μου, βρήκα άλλες σημασίες, βελτίωσα τον τρόπο ριξίματος, ανέπτυξα τους δικούς μου κώδικες. Για παράδειγμα, δεν χρησιμοποιώ τέσσερα φύλλα. Οφείλω να ομολογήσω πως είχα έφεση προς το θέμα, αλλά δεν θα ισχυριζόμουν κληρονομικό χάρισμα.

            Μέχρι να ασχοληθώ επαγγελματικά, επισκέφτηκα πολλές χαρτορίχτρες, αστρολόγους και καφετζούδες. ‘Όλες έκαναν καλά αυτό που ήξεραν. Προέβλεπαν, στο μέτρο του εφικτού, τα μελλούμενα, με ειλικρινείς προθέσεις να βοηθήσουν.           

            Συνειδητοποίησα την ελεύθερη βούληση από το παρακάτω περιστατικό. Την εποχή που σπούδαζα, συναντιόμουν με κάποιον που δεν είχε την συμπεριφορά που επιθυμούσα, με έκανε να ανησυχώ. Επισκέφτηκα έναν αστρολόγο, που μου μίλησε για καρμική σχέση, για σίγουρη κατάληξη σε γάμο. Με εξασφαλισμένο το αποτέλεσμα, δεν δίστασα να πω έξω από τα δόντια στο έρωτά μου τη γνώμη που είχα για τον τρόπο που μου φερόταν. Γελιέστε αν νομίζετε πως ο τύπος έμεινε.

            Ίσως αν έκανα υπομονή, αν φερόμουν διαφορετικά, να έφτανα στο συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Ίσως να τα έκανα όλα αυτά αν ήμουν κάποια άλλη. Εγώ δεν λειτουργώ έτσι, δεν είναι του χαρακτήρα μου.

            Τότε ήταν που άρχισε να με ενδιαφέρει η ψυχολογία, η ανάλυση των κινήτρων, τα σώψυχα του καθενός. Μπορώ να πω ότι διαβάζοντας  πήρα κάποιες απαντήσεις, αλλά και πάλι κατάλαβα πως όλα είχαν να κάνουν με υποθέσεις. Κάθε άτομο αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση. Πάντως, δεν πτοήθηκα. Συνέχισα να πηγαίνω να μάθω το τι μου επιφυλάσσει το αύριο, μόνο που ανέλυα το θέμα κι από άλλη πλευρά.

            Ας γυρίσω όμως στο πώς ασχολήθηκα με την χαρτομαντεία.

           Μια μέρα, κανονίσαμε με την φίλη μου την Κατερίνα να πάμε σε μια »καλή», σ΄ ένα από τα ονόματα. Όταν τελειώσαμε και γυρίσαμε στο σπίτι της, καθώς συζητούσαμε αυτά που είχαμε ακούσει, με παρακάλεσε να της ρίξω κι εγώ τα χαρτιά. »Συμπτωματικά» επαληθεύτηκαν οι δικές μου προβλέψεις. Μετά από λίγες μέρες μου έστειλε κάποια γνωστή της, εκείνη μια άλλη κι έτσι ξεκίνησα, χωρίς να το καταλάβω.

            Θα μπορούσα να το έχω αποφύγει, να γελάσω και να έχει τελειώσει το θέμα εκεί. Εκεί έκανα την επιλογή μου, εκεί τοποθετώ την ελεύθερη βούληση. Δεν το θέλησα, μου άρεσε αυτή η ανθρώπινη επαφή. Η μοναδικότητα του καθενός με μάγευε. Ακόμα και σε θεματικά ίδιες ιστορίες, μια λεπτομέρεια ερχόταν να μου δείξει έναν διαφορετικό χαρακτήρα, έναν άλλο τρόπο σκέψης.

            Σήμερα, μετά από χρόνια, δεν έχω μετανιώσει για εκείνη την  »σύμπτωση». Σκέφτομαι πόσο φτωχότερη θα ήταν η ζωή μου αν δεν είχα γνωρίσει όλες αυτές τις γυναίκες.

Μιλώντας, όμως, για συμπτώσεις, ήρθε στο μυαλό μου η ιστορία της Δόμνας.

           Ήρθε, δώδεκα χρόνια πριν, συνοδεύοντας την φίλη της. Ήταν μια κοπελίτσα μετρίου αναστήματος με σπινθηροβόλο βλέμμα και πλατύ χαμόγελο. Μετά τις συστάσεις και ενώ η φίλη της έπαιρνε θέση όλο προσμονή μου δήλωσε ότι εκείνη δεν έδινε σημασία, ούτε πίστευε στα χαρτιά. Παρόλα αυτά παρατήρησα ότι παρακολούθησε την διαδικασία με μεγάλη προσοχή και σε κάποια σημεία συμμετείχε.

Καθώς ήταν το τελευταίο ραντεβού, αφού τελείωσα, μου έκανε ερωτήσεις για την πρόβλεψη και το μέλλον, λες και ήθελε να καταλάβει από πού υπήρχε αυτή μου η ικανότητα. Τότε η Καίτη την προκάλεσε να ακούσει τα δικά της, τι θα έχανε; Αν δεν ήμουν πολύ κουρασμένη…

            Άρχισα. Ήταν ερωτευμένη. Είχε πρόσφατα ξεκινήσει μια ιστορία αγάπης με έναν άντρα αρκετά μεγαλύτερο, που την ανέβαζε στους επτά ουρανούς. Θα την στεναχωρούσα, όμως. Η ιστορία αυτή δεν οδηγούσε πουθενά. Αυτός θα παντρευόταν με κάποια άλλη. Με κοίταξε όλο έκπληξη, σαν να ήθελε να μου πει ότι δεν ήξερα τι έλεγα.

            Την κατανόησα. Είναι δύσκολο να λες τέτοια πράγματα, ιδίως σε έναν άνθρωπο που είναι ανυποψίαστος. ‘Όταν κάποιος έχει παράπονα από τη σχέση του, λίγο -πολύ βάζει τον εαυτό του σε μια διαδικασία από τη μια να πολεμάει να την διατηρήσει κι από την άλλη να μην αποκλείει το ενδεχόμενο ενός χωρισμού. Αν όμως αισθάνεται ευτυχισμένος με το ταίρι του αυτές οι κουβέντες ηχούν παράλογες. Το πιθανότερο είναι να τις αποκλείσει, να νομίσει πως ο άλλος δεν ξέρει τι λέει.

            Είδα το προσωπάκι της να κατσουφιάζει και λυπήθηκα που αυτά που της είχα πει ήταν δυσάρεστα. Δεν μου αρέσει να στεναχωρώ τους ανθρώπους. Την ώρα που την αποχαιρετούσα της ζήτησα να προσέχει.

 

            Ένα χρόνο μετά, είχα κατεβεί στο κέντρο για να χαζέψω βιβλία. Διαβάζοντας το οπισθόφυλλο μιας νέας κυκλοφορίας, άκουσα κάποια γυναικεία φωνή να συμφωνεί με την επιλογή μου. Γύρισα κι αντίκρισα τη Δόμνα.

            – »Κοίτα σύμπτωση, αυτές τις μέρες σε σκεφτόμουν», είπε.

            Ολοκληρώσαμε τις αγορές μας μαζί. Αντί να χωριστούμε στην πόρτα του βιβλιοπωλείου, βρεθήκαμε να πίνουμε καφεδάκι και να τα λέμε. Να λέει εκείνη, για την ακρίβεια, να μου διηγείται την ιστορία της κι εγώ ν΄ ακούω.

 

            Είχε γνωρίσει το Μάνθο σε φιλικό σπίτι. Όταν της τηλεφώνησε η φίλη της να την καλέσει στο δείπνο των γενεθλίων της, είχε αρχικά αρνηθεί. Περνούσε τις κλειστές της αναρρώνοντας από μια αποτυχημένη σχέση. Η άλλη είχε επιμείνει, οπότε, για να πάψει η πίεση, είχε πει ένα αόριστο »θα δω».

             Το συγκεκριμένο βράδυ διάβαζε ένα μυθιστόρημα, χωρίς να έχει την παραμικρή διάθεση να σηκωθεί από τον καναπέ, όταν η φράση  »το χθες έχει περάσει» έκανε την καρδιά της να τιναχτεί. Χωρίς δεύτερη σκέψη το αποφάσισε.  Ντύθηκε, στολίστηκε, καρφίτσωσε ένα χαμόγελο στο πρόσωπό της για να την ανταμείψει η εικόνα της στον καθρέφτη. Αμέσως αισθάνθηκε καλύτερα. Αγόρασε μερικά γλυκά καθ’ οδό και μετά από μισή ώρα βρέθηκε να τρώει απέναντί του.

            Τον κοίταξε με τρόπο όπως μιλούσε. Της είχε αρέσει από την αρχή, χωρίς να μπορεί να καταλάβει τον λόγο. Ο άντρας αυτός δεν ήταν ο τύπος που θα πρόσεχε ποτέ. Αρκετά πιο μεγάλος, να πλησιάζει τα σαράντα, σχετικά σοβαρός αλλά με έντονο χιούμορ, έξυσε περισσότερο το μυαλό της παρά την γυναικεία της ερωτική αίσθηση. Με πρώτη ευκαιρία προσφέρθηκε να βοηθήσει τη φίλη της την οποία ρώτησε με τρόπο ποιος ήταν, πώς δεν τον είχε συναντήσει ξανά, για να μάθει πως »ήταν ελεύθερος τώρα». Είχε πρόσφατα διακόψει μια μακροχρόνια σχέση και ήταν μόνος.

            Κάπου τον αισθάνθηκε ομοιοπαθή, τον συμπάθησε. Όταν σερβιρίστηκε το γλυκό κάθισε κοντά του και άφησε να δημιουργηθεί οικειότητα ανάμεσά τους. Απόλαυσε την παρέα του, ανταπέδωσε τα αστεία του, μέχρι που είδε στα μάτια του να λάμπει η φλόγα της ανταπόκρισης.

            Είμαστε φοβερές εμείς οι γυναίκες. Απορώ γιατί οι άντρες πιστεύουν πως είναι κυνηγοί. Τους επιτρέπουμε να το νομίζουν για να έχουμε το άλλοθι του ακαταλόγιστου. Εμείς είμαστε που κυνηγάμε, εμείς στήνουμε τις παγίδες. Διαλέγουμε το θήραμά μας, το οδηγούμε στο δόκανο και μετά φωνάζουμε πως μας κατέκτησε! Αν δεν κουνούσαμε εμείς τον θάμνο πώς θα ήξερε ότι είμαστε εκεί; Αυτές οι τεχνικές είναι στη φύση μας, στα γονίδιά μας, τις εξασκούμε από τη στιγμή της γέννησής μας…

            Δεν πήρε πολύ καιρό να γίνουν η Δόμνα και ο Μάνθος ζευγάρι. Για εκείνον ήταν η πρώτη σχέση με διαφορά ηλικίας, χαιρόταν την φρεσκάδα της και τον αυθορμητισμό της. Μετά από την διάλυση της προηγούμενης σχέσης του, που είχε φτάσει στα πρόθυρα του γάμου αλλά την τελευταία στιγμή χάλασε, είχε δηλώσει ότι δεν υπήρχε έρωτας πια γι’ αυτόν. Τώρα ένιωθε πάλι ζωντανός, νέος. Προσπαθούσε να την ευχαριστήσει με κάθε τρόπο.

            Για εκείνη, η παρουσία του Μάνθου, που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τον στερητικό, ανασφαλή συμφοιτητή της, οχυρωμένο στις φοβίες και τον καθωσπρεπισμό του, την έκανε να νιώσει γυναίκα. Ζούσε μ΄ έναν τρόπο που ούτε τον είχε φανταστεί. Πριν προλάβει καν να εκφράσει μια επιθυμία της, εκείνος την πραγματοποιούσε. Την έκανε ευτυχισμένη. Λες και η χαρά που της έδινε τον ζωντάνευε, τον έθρεφε.

           

           Την άκουγα να μιλάει  και χαιρόμουν. Ο Μάνθος ήταν ένας άντρας με οικονομική άνεση που δεν δίσταζε να χρησιμοποιεί για να περνά καλά εκείνος και η σύντροφός του, πράγμα που δυστυχώς δεν συμβαίνει συχνά.

            Έχω ακούσει πολλούς άντρες να λένε πως η γυναίκα δεν πρέπει να ενδιαφέρεται για το αν έχουν χρήματα, πως το μόνο που θα πρέπει να την ενδιαφέρει είναι το ίδιο το άτομο, η ποιότητα της σχέσης. Εκείνοι βέβαια δεν θα έμπλεκαν ποτέ με κάποια που δεν είχε δουλειά, όσο καλός άνθρωπος κι αν ήταν. Αν μάλιστα είχε δικό της σπίτι, ή αν έμενε μόνη της, ώστε να μην πληρώνουν ξενοδοχείο, σίγουρα θα την προτιμούσαν.

            Είναι επίσης ένθερμοι υποστηρικτές την ισότητας, αλλά προς όφελός τους. Περνάνε πρώτοι τις πόρτες των εστιατορίων. Παραγγέλλουν πρώτοι χωρίς να ρωτήσουν την σύντροφό τους τι θα πάρει. Μπερδεύουν την αγωγή με την ισότητα. Απαιτούν να μοιραστεί στα δύο ο λογαριασμός, άσχετα με το αν είναι εκείνοι που έκαναν την πρόσκληση. Και βέβαια, όταν πηγαίνουν στο σπίτι της για φαγητό, ποτέ δεν σκέφτονται στο όνομα της ισότητας να φέρουν την μερίδα τους ή το κρασί που θα καταναλώσουν.

            Υπάρχει επίσης μια άλλη κατηγορία αντρών που προβάλλουν με περισσό ζήλο το μυαλό τους. Ισχυρίζονται πως το μόνο που αξίζει στη ζωή είναι ένας εγκέφαλος. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι συνήθως ιδιαίτερα καλλιεργημένοι αλλά παράλληλα άφραγκοι, απογοητευμένοι από την δουλειά τους, από τον τρόπο ζωής τους. Περιγράφουν τους επιτυχημένους, τους οποίους ενδόμυχα ζηλεύουν, σαν νεόπλουτους, ακαλλιέργητους. Επειδή αισθάνονται αποτυχημένοι κοινωνικά παίζουν ένα σωρό παιχνίδια στη σύντροφό τους ώστε να  της δημιουργούν ανασφάλεια, πιστεύοντας πως έτσι θα κρατήσουν το ενδιαφέρον της αμείωτο. Υπονομεύουν την σχέση  τους, μέχρι που αναγκάζουν το ταίρι τους να φύγει ώστε να την απορρίψουν, να πουν ότι δεν άξιζε. Στην πραγματικότητα αμφιβάλλουν ότι μια γυναίκα μπορεί να τους ερωτευτεί. Έχουν δίκιο. Πώς θα μπορούσε; Εδώ οι ίδιοι δεν μπορούν να αγαπήσουν τον εαυτό τους.            

            Κάποιος που πατάει στα πόδια του ξέρει πως αυτό που είναι, ο χαρακτήρας του και η προσωπικότητά του, είναι απόρροια  ενός συνόλου πραγμάτων. Πιστεύει στον εαυτό του, ξέρει πως κανένας δεν μπορεί να του πάρει κάτι που δεν θέλει να  δώσει.

            Για να μην θεωρηθεί ότι ο καλός άντρας είναι μόνο αυτός που έχει χρήματα, θα ξεκαθαρίσω ότι έχω δει νέα παιδιά, χωρίς καμία οικονομική άνεση, να φέρονται με τρόπους άγνωστους ακόμα και σε σαραντάρηδες. Προσφέρουν απλόχερα αυτό που μπορούν στην κοπέλα τους, την κάνουν να νιώθει μοναδική. Γιατί, τι άλλο είναι ο ιδανικός άντρας πέρα από αυτόν που κάνει τη γυναίκα να αισθάνεται »γυναίκα»;.

 

            -» Zούσα τον έρωτα της ζωής μου, ένα όνειρο», συνέχισε την διήγησή της η Δόμνα. » Όλα ήταν πολύ όμορφα. Συναντιόμασταν καθημερινά, κάναμε απλά πράγματα, μιλούσαμε πολύ. Πήγαινα και τον έπαιρνα από το γραφείο του ή ερχόταν στο σπίτι μου. Σε κάθε συνάντηση ένιωθα την προσμονή της πρώτης φοράς.

 Μετά από έξι μήνες, οι συναντήσεις μας αραίωσαν λιγάκι, λόγω φόρτου εργασίας. Είχε ξεκινήσει κάποια επέκταση στη δουλειά του, αναλάμβανε κάποια καινούργια αντιπροσωπεία και τελείωνε πολύ αργά. Συνέπεσε με την περίοδο των εξετάσεων στο Πανεπιστήμιο, είχα διάβασμα, ούτε εγώ γινόταν να ξενυχτάω.

            Δεν ανησύχησα, ένιωθα τόσο γεμάτη από την αγάπη του. Ώρες ώρες μου είχε φανεί λίγο απόμακρος, βέβαια, αλλά είχα υποθέσει πως οφειλόταν στη δουλειά. Θεώρησα καλύτερο να μην τον πιέσω με ερωτήσεις. Εξ άλλου, κάθε φορά που βλεπόμασταν εκείνος ήταν όλο πάθος.»

            Με τις τελευταίες λέξεις της Δόμνας ένιωσα, για άγνωστο λόγο, να με πιάνει ανησυχία. Στύλωσα το βλέμμα στο φλιτζάνι του καφέ, δεν ήθελα να την κοιτάξω στα μάτια. Ο τόπος δεν με κρατούσε, πνιγόμουν. Καταλάβαινα πως θα άκουγα κάτι άσχημο. Νόμισα πως σκοτείνιαζε η μέρα. Κοίταξα ψηλά. Ο ήλιος ήταν στη θέση του, λαμπερός, σύννεφα πουθενά. Δεν έβλεπα την ώρα να φύγω, να μην ακούσω, να μην ξέρω.

            Προσπάθησα να πάρω βαθιές αναπνοές, να σκεφτώ κάτι ευχάριστο. Μάταια. Το μυαλό μου δεν υπάκουε, το σώμα μου με πρόδιδε. Οι ώμοι μου έγειραν. Ασυναίσθητα σταύρωσα τα πόδια μου κι έφερα  τα χέρια κάτω από το στήθος. Επρόκειτο να μάθω πως τίποτα δεν είναι τέλειο, πως δεν υπάρχουν ιδανικές καταστάσεις. Ακόμα κι εγώ, με τόσα που έχω ακούσει μετά από χρόνια δουλειάς, έχω ανάγκη από το παραμύθι μου, κάτι που θα με ταξιδέψει σε σχέσεις ερωτικές ανέφελες, κάτι που θα με κάνει να ελπίσω.

            Αμείλικτη η Δόμνα συνέχισε:

            -» Η ζωή μας κυλούσε όμορφα όταν ξαφνικά έγινε το κακό. Ένα βράδυ, αφού είχαμε κάνει έρωτα και ήμουν κουλουριασμένη στην αγκαλιά του, ο Μάνθος ξέσπασε σε κλάματα. Νόμιζα πως κάτι είχε πάει στραβά με τις υποθέσεις του.

           Προσπάθησα να τον παρηγορήσω, του είπα πως θα ερχόταν άλλη δουλειά, καλύτερη. Μου ένευσε πως δεν ήταν αυτό. Φοβήθηκα μην είχε πάθει κάτι, ξέρεις, λόγω ηλικίας. Περίμενα να ηρεμήσει, αλλά τίποτα. Μέσα στα αναφιλητά του άκουγα σκόρπιες φράσεις, για την πρώην κοπέλα του. Αντιλήφθηκα πως τα πράγματα ήταν πιο σοβαρά απ’ ότι φαινόταν. Τελικά, όταν κάπως συνήρθε αυτός, έμελλε να  ταραχτώ εγώ.

            Η άλλη είχε γυρίσει παρακαλώντας τον να κάνουν έναν γάμο εικονικό, για να μην την ζαλίζουν οι δικοί της. ‘Ήταν τριανταέξι χρονών, δεν ήθελε να μείνει με τη ρετσινιά της γεροντοκόρης. Του υποσχόταν πως μετά από τρεις μήνες θα έπαιρναν διαζύγιο, συναινετικό. Σε έξι μήνες θα ήταν ελεύθερος. Τον πίεζε ηθικά, επέμενε πως της το χρωστούσε. Τον είχε στηρίξει στο ξεκίνημά του, οπότε τώρα ήταν η σειρά του να την βοηθήσει.

             Αισθανόταν πολύ πιεσμένος. Από τη μια ήταν ερωτευμένος μαζί μου, ήθελε μονάχα εμένα, με αγαπούσε. Από την άλλη θα ήταν αχάριστος αν δεν αναγνώριζε τα όσα είχε κάνει η Κούλα γι αυτόν.

              Στην αρχή νόμισα πως κάτι δεν καταλάβαινα σωστά. Όταν όμως είδα τον Μάνθο να ξεκινάει πάλι τα κλάματα, μου έφυγε κάθε αμφιβολία πως είχα κάνει λάθος. Με παρακαλούσε να τον κατανοήσω, να μην πάψω να τον αγαπάω, να κάνω λίγο υπομονή. Όλα θα έφτιαχναν, μου έδινε το λόγο του.

            Όλο το βράδυ τον κρατούσα αγκαλιά, δεν κοιμηθήκαμε λεπτό. Καταριόταν τη ατυχία του, μου έλεγε τα όνειρα που είχε κάνει για εμάς, για ένα σπιτάκι δικό μας, για τα παιδιά που ήθελε να κάνουμε, πώς θα γερνούσαμε παρέα. Το πρωί είχαμε καταλήξει σε μια απόφαση. Αφού δεν μπορούσε να αποφύγει το γάμο, ας τον έκανε. Εγώ θα τον περίμενα.»

            Είχε αρχίσει πια να μη με χωράει ο τόπος. Ο θυμός έκανε τα αυτιά μου να βουίζουν. Μου ερχόταν να φωνάξω, να σηκωθώ και να την χαστουκίσω, όπως κάνουν στους λιποθυμισμένους, μήπως συνέλθει.

Κρατήθηκα από το τραπεζάκι σφιχτά, δάγκωσα τη γλώσσα μου. Η μέρα μου είχε οριστικά χαλάσει.

            -»Ο γάμος ορίστηκε, σε κλειστό κύκλο’’, συνέχισε την ιστορία της η Δόμνα αγνοώντας την προσπάθεια που έκανα να σηκωθώ να φύγω. ‘‘ Το διάστημα που μεσολάβησε με γνώρισε στην Κούλα, σαν φίλη. Κανονίσαμε να τους παντρέψω εγώ κι ένας δικός της φίλος. Σκεφτήκαμε πως έτσι θα ήταν καλύτερα. Θα μπορούσα να τον βλέπω όποτε ήθελα, χωρίς να δίνουμε υποψίες. Να μην καταλάβει αυτή πως ο Μάνθος είχε σχέση ώστε να χωρίσει εύκολα.»

            -»Αφού ήταν συμφωνημένο να χωρίσουν, τι θα πείραζε να της πείτε πως ήσασταν μαζί, τι θα άλλαζε;» ρώτησα με την λογική του τρίτου.

            -»Ο Μάνθος είπε πως έτσι ήταν καλύτερα.»

            -»Τελικά, ξέμπλεξε; Πήρε διαζύγιο;  

            Η Δόμνα κοίταξε απλανώς τον ορίζοντα.

            -»Υπάρχει ένα μικρό πρόβλημα, θα χρειαστεί να περιμένω λίγο περισσότερο. Δεν πειράζει, ακόμα είμαι μικρή για γάμο».

            -»Δεν του δίνει διαζύγιο», υπέθεσα.

            -»Όχι, η Κούλα είναι έγκυος», είπε άχρωμα.

            Δεν ήθελα να ξέρω άλλα. Ευτυχώς, εκείνη την ώρα εμφανίστηκε »από το πουθενά» μια φίλη μου, με έσωσε. Βρήκα την δικαιολογία που ήθελα για να φύγω.

            -»Παράτα τον, φύγε μακριά. Στο είχα πει ότι αυτή η σχέση δεν έχει προοπτική. Φτιάξε τη ζωή σου με κάποιον άλλο», της είπα καθώς χωριζόμασταν…

          

από το βιβλίο “Κόψε τρεις φορές» εκδόσεις Έσοπτρον.