Η Δήμητρα, H Πραγματικότητα και Η Ιδανική Σχέση
της Ερατώς Ροδοπούλου
Την υπολόγισα γύρω στα σαρανταπέντε. Ήταν ψηλή και λεπτή, απλά ντυμένη και μάλλον ατημέλητη, χωρίς καθόλου κοσμήματα πέρα από το ρολόι της και μια βέρα. Η εμφάνισή της ερχόταν σε έντονη αντίθεση με τη φίλη της που είχε προηγηθεί. Όταν της το είπα χαμογέλασε και αμέσως πρόσθεσε ότι ήθελε να μου ξεκαθίσει από την αρχή πως δεν πίστευε στα χαρτιά, στην τύχη. Μου αρέσουν αυτού του είδους οι προκλήσεις, μου είχε κινηθεί και η περιέργεια, έπιασα τα χαρτιά για να δω ποια ήταν ακριβώς. Όταν τελείωσα δεν έκανε το παραμικρό σχόλιο.
Το επόμενο καλοκαίρι παραθερίζαμε στις Σπέτσες. Ο γιος μου δεν άργησε να κάνει φιλίες με άλλα παιδιά, ένα από τα οποία έμενε ακριβώς πλάι μας. Κάποια στιγμή βγήκε η μητέρα του «κολλητού» στο διπλανό μπαλκόνι και νάσου η Δήμητρα! Κοιταχτήκαμε με έκπληξη και βάλαμε τα γέλια. Γίναμε εύκολα φίλες. Πηγαίναμε μαζί για μπάνιο, ανταλλάσσαμε επισκέψεις κι ένα βράδυ που ήμασταν μόνες, η Δήμητρα ανοίχτηκε και μου είπε την ιστορία της.
«Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Κρήτη. Το χωριό μου είναι χτισμένο ψηλά, σ’ ένα ξέφωτο βουνών. Οι περισσότεροι που πάνε διακοπές στο νησί γνωρίζουν τις εύφορες πεδιάδες, έρχονται τα καλοκαίρια που ο καιρός είναι καλός. Τα ορεινά, όμως, δεν έχουν καμία σχέση με ό,τι ξέρεις. Ο τόπος είναι άγριος. Ακόμα κι εκεί που πρασινίζει δεν ημερεύει.
Ο πατέρας μου ήταν χωρικός. Έφευγε νωρίς κάθε πρωί να παλέψει με τη φύση, να μας εξασφαλίσει τα τρέχοντα, γιατί για το παραπάνω ούτε λόγος. Παντρεύτηκε τη μάνα από προξενιό, φτωχιά κι αυτή, μείνανε στο σπιτάκι που είχε χτίσει ο προπάππος μου πέτρα την πέτρα. Είναι ψηλότερα από τα υπόλοιπα, παράμερο, έχει όμως την καλύτερη θέα.
Από μικρή βοηθούσα σε όλες τις δουλειές, μέσα κι έξω από το σπίτι. Έβλεπα τον πατέρα να γυρνάει κατάκοπος, κυρτός, πόναγε η ψυχή μου. Ποτέ του δεν παραπονέθηκε. Οι άντρες του τόπου μου είναι ράτσα ιδιαίτερη. Έχουν μια λεβεντιά άγρια, άμετρο πείσμα. Αντιμετριούνται τη δυσκολία, την καθημερινότητα, δεν το βάζουν κάτω. Ποτέ δεν είδα στο βλέμμα του πατέρα το φόβο, την πίκρα για τις συνθήκες της ζωής. Πάντα ήταν η ματιά του γεμάτη, λες κι ήταν όλος ο κόσμος δικός του.
Πλησίαζα τα δεκαοχτώ και κατά το έθιμο τα προξενιά άρχισαν να καταφτάνουν. Όμως εγώ είχα άλλα όνειρα, η ιδέα να σπουδάσω ήταν ήδη ριζωμένη μέσα μου. Όταν ο πατέρας με ρώτησε για πολλοστή φορά ποιόν θα διάλεγα, βρήκα το θάρρος να του ξεστομίσω την επιθυμία μου. Με κοίταξε άγρια, σοκαρισμένος. Μου γύρισε την πλάτη δίχως να πει κουβέντα και πήγε στο καφενείο. Έκανε μια βδομάδα να μου μιλήσει, μα όταν ξανάφερε τη συζήτηση στα προξενιά, είχα τις απαντήσεις έτοιμες. Τον πολέμησα με τα δικά του λόγια. «Λες πως θα έκανες τα πάντα για εμένα, πως αν ήταν για το καλό μου ακόμα και στα σκαλιά της εκκλησίας θα ζητιάνευες. Αφού κρίνω πως το καλό μου είναι να σπουδάσω, γιατί δεν μ΄ αφήνεις;» Έπεσε εκείνος στα πόδια μου και μου ζήτησε συγγνώμη. Μου έδωσε την ευχή του.
Έδωσα εξετάσεις και πέρασα στο Πολυτεχνείο, σαν να προσπαθούσα να αποδείξω πως είμαι το ίδιο δυνατή με τους άντρες. Με μια βαλιτσούλα ρούχα, όλα μου τα υπάρχοντα, ήρθα από το χωριό στην πόλη. Στο πάρτι μιας αγαπημένης φίλης γνώρισα τον άντρα μου. Ο Γιάννης δεν πτοήθηκε από την αγριάδα μου. Την παρέκαμψε και επέμεινε. Αυτό που φόβιζε τους άλλους, αυτόν τον τραβούσε, όχι γιατί ήθελε να με υποτάξει, αλλά γιατί με θαύμαζε. Είδε πίσω από την συμπεριφορά μου τι άνθρωπος ήμουν και του άρεσε. Μετά από ένα χρόνο σχέσης, πριν φύγει για να υπηρετήσει, αρραβωνιαστήκαμε. Μέχρι να απολυθεί είχα τελειώσει κι εγώ τις σπουδές μου και με πρώτη ευκαιρία παντρευτήκαμε. Σύντομα ήρθε και η πρώτη δουλειά, κι άμα έγινε η αρχή, όλα ήταν εύκολα.
Δούλεψα πολύ τα πρώτα χρόνια του γάμου μας. Μου ήρθαν τα πράγματα βολικά, έκανα όνομα, με ζητούσαν. Επιβλήθηκα στην αγορά με το θάρρος μου, με τα κότσια μου. Πίστευα στον εαυτό μου, στις δυνάμεις μου. Αυτή ήταν η πραγματικότητά μου. Κι αν ακόμα ερχόταν η αμφιβολία πως δεν θα τα καταφέρω, την απόδιωχνα. Καμιά φορά τα γεγονότα σε προγραμματίζουν να γίνεις αυτός που είσαι. Γι αυτό πιστεύω πως ο άνθρωπος και γεννιέται και γίνεται. Θυμάσαι που σου είπα πως πιστεύω πως την τύχη μας την κάνουμε εμείς; Θα μπορούσα να είχα μείνει στο χωριό, να έχω παντρευτεί στα δεκαοκτώ, να μην κάνω όλα αυτά που έκανα. Επέλεξα διαφορετικά. Πάλεψα και πέτυχα.
-Δεν τα λες όλα, την πείραξα, θέλοντας να της θυμίσω αυτά που της είχα πει στα χαρτιά.
-Κάνε υπομονή, θα φτάσω και στο φλέγον θέμα, γέλασε. Τα καλοκαίρια πάω για μερικές μέρες μόνη στο χωριό μου. Εκεί έχω την πολυτέλεια να ξαναγίνω κόρη, να αναπολήσω και να ονειρευτώ κοιτάζοντας τα αστέρια. Φροντίζω να βρίσκομαι εκεί όταν γίνεται το πανηγύρι. Μαζεύεται πολύς κόσμος, βλέπεις φίλους, γνωστούς. Φέρνουν ένα συγκρότημα, στήνουν μία εξέδρα να παίζει ολονυχτίς και γίνεται μεγάλο γλέντι.
Ένα καλοκαίρι, καθώς ήμουν δοσμένη στο χορό, ένιωσα άβολα, ένα κάψιμο στο σβέρκο. Γύρισα και είδα έναν άντρα να με καρφώνει με το βλέμμα του. Μου χαμογέλασε. Δύσκολο να σου περιγράψω το συναίσθημα. Λες και υπήρχε μια αόρατη γέφυρα να μας ενώνει. Χάθηκα, η γη έφυγε κάτω από τα πόδια μου. Έκανα μεταβολή και πήγα να καθίσω, να μην σωριαστώ. Προφασίστηκα αδιαθεσία κι έφυγα. Ανέβηκα στην ταράτσα με ένα μπουκάλι ρακί κι έκλαψα τα χρόνια μου που φύγανε. Δεν έκλαψα από πίκρα, μα από νοσταλγία γιατί κατάλαβα πόσο γρήγορα κυλά ο χρόνος.
Την επόμενη μέρα ξαναπήγα στο πανηγύρι. Δεν σκέφτηκα καν να το αποφύγω. Ο Κώστας ήταν εκεί, με έναν συγγενή μου. Σύμπτωση, στημένο, δεν θέλησα να μάθω. ‘Όταν μου έπιασε το χέρι πάνω στις συστάσεις, κάτι σαν ηλεκτρικό ρεύμα κινήθηκε από τις ρίζες των μαλλιών μου ως τα νύχια και μπήκε στην καρδιά μου. Χορέψαμε πλάι-πλάι ως τα ξημερώματα, που με βρήκαν ερωτευμένη. Θα ήταν ψέματα να σου πω ότι έχω νιώσει έτσι για το Γιάννη, όμως τον άντρα μου τον αγαπώ. Έχουμε περάσει πολλά μαζί, μας δένουν. Το επόμενο μεσημέρι, σαν ξύπνησα, βρήκα μια δικαιολογία για να γυρίσω στην Αθήνα κι έθαψα το όλο θέμα μέσα μου, σαν να μην είχε γίνει ποτέ.
Τις απόκριες της επόμενης χρονιάς μαζευτήκαμε μεγάλη παρέα να πάμε να διασκεδάσουμε. Μπαίνοντας, που λες, στο μαγαζί, φάτσα μπροστά μου «εκείνος». Με όλες μου τις δυνάμεις συγκρατήθηκα να μην δείξω την ταραχή μου, να μη φανερώσω τα συναισθήματα που με συγκλόνιζαν μην και καταλάβει ο άντρας μου που ήταν δίπλα μου. Πέρασα όλο το βράδυ σε αναμμένα κάρβουνα. Θα μπορούσα, βέβαια, να βγω έξω για να πάρω τάχα κάτι από το αυτοκίνητο και να του δώσω το περιθώριο να έρθει να με πλησιάσει μα δεν το έκανα. Η λογική μου είναι ανελέητη. Έχω γνωρίσει αρκετές γυναίκες με παράλληλες σχέσεις και ξέρω τι περνάνε. Το μόνο που σκέφτονται είναι πότε θα συναντήσουν τον έρωτά τους. Βρίσκουν δικαιολογίες, εκτίθενται σε φίλες, «θα είμαι μαζί σου, έχε το νου σου». Το χειρότερο όμως είναι στο τέλος, όταν η σχέση φθαρεί, γιατί ποια σχέση δεν έχει φθορά; Τότε ο «έρωτας» γίνεται ο «ηλίθιος» και άλλες τόσες ωραίες λέξεις. Αυτά δεν είναι για μένα. Προτιμώ να ξεφεύγω με το όνειρο, έτσι περνώ καλύτερα. Ξέρεις, υπάρχουν φορές που οδηγώ και του μιλάω, τον ταξιδεύω μιας και χωράει παντού. Του λέω για το έργο που μου άρεσε, για το βιβλίο που διάβασα. Γιατί να μπω στη φθορά;
Ίσως να με θεωρείς δειλή, είδα όμως τη σχέση με τον άντρα μου να ξεφτίζει μέσα στην καθημερινότητα. Θα ήμουν άδικη αν έλεγα ότι έχω παράπονα από αυτόν. Ξέρω πως με αγαπάει βαθιά κι αληθινά, με αποδέχεται όπως είμαι. Ο έρωτας, όμως, το πάθος των πρώτων χρόνων έχει ξεθυμάνει. Πρέπει να διατηρείς μία λογική με τις καταστάσεις, δεν μπορείς να ζητάς το άπιαστο, το ανέφικτο. Αυτό που κάνει την καθημερινότητα πιο υποφερτή, χωρίς να βάζει σε κίνδυνο τις ισορροπίες μου, είναι το όνειρο. Εκεί όλα είναι ιδανικά, ο χρόνος δεν μετράει, η ηλικία, οι ρυτίδες. Οι δυσκολίες, το άγχος δεν υπάρχουν. Ανοίγεις την πόρτα του μυαλού σου και πας όπου θες. Μπορείς να φύγεις από τους ρόλους της μάνας, της συζύγου, να γίνεις κοπέλα, έφηβη, να ζήσεις έναν έρωτα ιδανικό, χωρίς φθορά, χωρίς τριβές, χωρίς διαφωνίες.
-Εκείνος δεν έκανε ποτέ μια παραπάνω κίνηση; Θυμάμαι πως σου είχα πει ότι θα έχετε τηλεφωνική επαφή.
Και δεν είχες άδικο, παραδέχτηκε. Μου τηλεφώνησε, στο γραφείο. Ήμουν σίγουρη πως ήταν αυτός πριν απαντήσω. Σήκωσα το ακουστικό και τον αισθάνθηκα κοντά μου, γύρω μου. Άκουσα την φωνή του να ψιθυρίζει το όνομά μου. «Λάθος κάνετε», είπα κι έκλεισα. Ας ήμουν μόνη, ας μπορούσα να μιλήσω, ας αισθανόμουν πως ήθελα να του πω όλες αυτές τις τρυφερές κουβέντες που μόνο στο γιο μου λέω κι άλλες τόσες που ποτέ δεν έχω πει στον άντρα μου. Κράτησα το στόμα με τη φούχτα για να διατηρήσω τα πράγματα όπως είχαν.
Τον συναντώ κάθε καλοκαίρι, στο χωριό. Περιμένω το πανηγύρι με λαχτάρα, την ώρα που θα σηκωθούμε να χορέψουμε. Κοιταζόμαστε και βλέπω την εικόνα μου στα μάτια του. Αγγιζόμαστε διστακτικά και φευγαλέα, δεν χρειάζεται να μιλήσουμε, για ποιόν λόγο άλλωστε; Αποδεχτήκαμε τα πράγματα όπως είναι, χωρίς συναντήσεις, χωρίς λόγια, χωρίς φθορά. Μια ιδανική σχέση.
Από το βιβλίο «Κόψε τρεις φορές» τροποποιημένη ειδικά για τους Imaginistes.