H MEΛΙΝΑ ΚΑΙ ΟΙ ΟΡΟΙ ΤΟΥ ΠΑΙΧΝΙΔΙΟΥ
της Ερατώς Ροδοπούλου
Η Μελίνα χτύπησε την πόρτα μου μια Δευτέρα απόγευμα. Ανοίγοντας είδα μπροστά μου μια όμορφη γυναίκα, όχι στην πρώτη νιότη της, τόσο κομψή, που θα μπορούσε να σταθεί σε διαφήμιση περιοδικού. Το στήσιμο του κορμιού της έδειχνε άτομο που έπαιρνε αυτό που ζητούσε. Με κοίταξε αγέλαστη, χαιρέτησε και κάθισε.
Με είχε επίμονα παρακαλέσει να συναντηθούμε την ίδια ημέρα. Είναι μεγάλη ανάγκη, είχε ισχυριστεί. Περίμενα να δω έναν άνθρωπο σε κρίση, ίσως απελπισμένο, εκείνη, όμως, αντίθετα, έδειχνε να μην έχει ανάγκη τίποτα, χώρια που διέκρινα κάποια περιφρόνηση στο βλέμμα της. Αναρωτήθηκα τι ήθελε από εμένα.
Οι περισσότεροι που με επισκέπτονται έρχονται καθαρά για πρόβλεψη. Κάποιοι άλλοι έρχονται για συζήτηση και ψυχολογική στήριξη, μια και έχω ασχοληθεί με την ψυχολογία. Άλλοι ζητούν καθοδήγηση, πράγμα που με αναγκάζει να είμαι ενημερωμένη σε πολλά θέματα. Άλλοι πάλι φοβούνται το μέλλον και θέλουν να τους καθησυχάσω. Μερικοί μου λένε πως προτιμούν να πουν αυτά που τους απασχολούν σε μια ξένη, που θα είναι αμερόληπτη και να ακούσουν μια διαφορετική άποψη, πιο μεταφυσική. Μου έχουν τύχει και άτομα που ενώ με επισκέπτονται για να μάθουν τι θα γίνει, στη διάρκεια της συνάντησή μας δείχνουν να θέλουν να με πείσουν πως ξέρουν καλύτερα από μένα. Το κάθε άτομο έχει τους δικούς του λόγους, όλοι σεβαστοί. Στην περίπτωση της Μελίνας ήμουν σίγουρη πως δεν θα την έπειθα, εκτός και αν της έλεγα ό,τι ήθελε.
Δεν έπαιξα το παιχνίδι της, δεν συμφώνησα αλλά και δεν διαφώνησα μαζί της. Χωρίς να την πάρω υπόψη μου είπα αυτά που έβλεπα, που μάλλον δεν ήταν αυτό που επιθυμούσε να ακούσει. Φεύγοντας μου έριξε ένα βλέμμα που έμοιαζε να λέει «τι να ξέρεις κι εσύ» ή «τι ήθελα και ήρθα». Στην κοπέλα που την έστειλε παραπονέθηκε πως με είχε επαινέσει χωρίς λόγο και μετά από τρεις μήνες τηλεφώνησε να κλείσει ένα νέο ραντεβού.
-«Να μην αργήσουμε, παρακαλώ. Δεν έχω πολύ χρόνο», έκοψε κάθε κουβέντα.
Από ό,τι θυμόμουν, ήταν παντρεμένη, χωρίς παιδιά και διατηρούσε παράλληλη σχέση γύρω στον ένα χρόνο. Αυτό που την ενδιέφερε ήταν να αναλύσει τη συμπεριφορά του Μιχάλη, να μπει στο μυαλό του ώστε να καταλάβει πώς σκέφτεται και να τον «υποτάξει», αν υπάρχει τέτοιο πράγμα.
Εκείνος ήταν κατά τι νεότερος, παντρεμένος, αρχιτέκτονας, με δικό του γραφείο. Όταν θέλησε η Μελίνα να φτιάξει μια επέκταση στο σπίτι της, μια φίλη της τον πρότεινε κι έτσι είχαν γνωριστεί. Έκανε τα πάντα για να τον τυλίξει κι εκείνος δεν άργησε να πέσει στα δίχτυα της. Μετά από το σχετικό φλερτ και μια δήθεν σχετική δυσκολία εκ μέρους της ώστε να κρατήσει τα προσχήματα, τα πράγματα πήραν την τροπή που ήθελε. Πριν την πρώτη τους κατ’ ιδία συνάντηση, ο Μιχάλης έβαλε τα πράγματα στη θέση τους.
-«Μου αρέσεις πολύ, σε θέλω, αλλά θέλω να ξέρεις πως η οικογένειά μου μπαίνει πάνω απ’ όλα. Ο χρόνος μου είναι λίγος. Θα βρισκόμαστε μόνο όταν είναι εφικτό. Αυτά μπορώ να σου προσφέρω».
Ο άνθρωπος ήταν ξεκάθαρος, έβαλε τους όρους του από την αρχή. Εκείνη, θέλοντας και μη, δέχτηκε. Για να μην αισθανθεί μειωμένη στάθηκε στο «μ’ αρέσεις, σε θέλω», που ήταν καλό σημάδι. Για τα υπόλοιπα είπε «θα σε στρώσω» και άρχισε να καταστρώνει τον αγώνα.
Όταν δυο άνθρωποι αποφασίσουν να κάνουν σχέση, συνάπτεται ένα άτυπο συμβόλαιο. Παρόλο που κανονικά θα έπρεπε οι όροι να ικανοποιούν και τις δύο πλευρές, δηλαδή τα άτομα να «συνομολογούν» η γυναίκα δεν λέει στον άντρα ξεκάθαρα τι ακριβώς θέλει, όχι γιατί δεν ξέρει, αλλά γιατί είναι βέβαιο πως αν μιλήσει, θα τον τρομάξει. Τα θέλει όλα! Αφήνει λοιπόν τον άλλο να πιστεύει ότι συμφωνεί και αρχίζει να κινείται έτσι που να φτάσει τα πράγματα στο σημείο που θέλει. Κρίνοντας από τον γυναικείο εαυτό της που είναι εύπλαστος εξαιτίας όλων των παρατηρήσεων που έχει υποστεί από τη μαμά της, πιστεύει πως θα μπορούσε να τροποποιήσει τους όρους του συμβολαίου εάν είναι καλή, γλυκιά, τρυφερή, εάν τον επαινεί πως κάνει το καλύτερο σεξ, εάν του επαναλαμβάνει πως κανένας δεν την έχει κάνει να νιώσει έτσι ως τώρα και άλλα παρόμοια.
Του άντρα του αρέσει να ακούει τέτοια πράγματα, τον κάνουν να νιώθει δυνατός, μοναδικός. Ρίχνεται με περισσή προθυμία στο ρινγκ που λέγεται κρεβάτι, τα δίνει όλα. Η γυναίκα όμως το παρεξηγεί. Συγχέει τον πόθο του με την επιθυμία του εφ’ όλης της ύλης. Γιατί ο άντρας, με το που θα σηκωθεί από το κρεβάτι, ίσως και λίγο νωρίτερα, στρέφει το μυαλό του ξανά στη δουλειά του, στην ομάδα του, στο αυτοκίνητο που ονειρεύεται να αποκτήσει. Δεν υπάρχει ίχνος επιθυμίας παραχώρησης ή υποχώρησης από τη μεριά του. Θα δώσει αυστηρά και μόνο τα προαποφασισμένα. Περιχαρακώνεται και δεν υπάρχει περίπτωση να μετακινηθεί ρούπι.
Αυτό που ο Μιχάλης της παραχώρησε ήταν μιάμιση ώρα την εβδομάδα, κάθε Τετάρτη, στο γραφείο του, μέρος που θεωρούσε ασφαλές. Μόλις είχε τελειώσει μια συνεργασία και το κενό του ήρθε κουτί.
Πριν την πρώτη Τετάρτη η Μελίνα ξεχύθηκε στα μαγαζιά, με προοπτική ανανέωσης. Αγόρασε καινούργια ρούχα, εσώρουχα, γόβες με ψηλότερα τακούνια. Μετά συμπλήρωσε την ετοιμασία με αισθητικό και κομμωτήριο. Εν ολίγοις, έκανε την αγορά ευτυχισμένη. Όταν ήρθε η πολυπόθητη ημέρα, μπήκε στην μπανιέρα επί μισάωρο, ξύρισε πόδια, έβαλε κρέμες, αρώματα και όταν συναντήθηκαν ήταν πάνοπλη, όπως κάθε σωστός κυνηγός.
Ξεκίνησε νωρίτερα από το σπίτι της, ο τόπος δεν την χώραγε. Σταμάτησε δύο φορές σε περίπτερο, μια για να πάρει τσιγάρα, γιατί είχε ξεμείνει και μια για τσίχλες, όταν θυμήθηκε πως αυτός δεν κάπνιζε. Στήθηκε κάτω από το γραφείο μες την προσμονή, προσπαθώντας να μαντέψει εάν κι εκείνος αισθανόταν το ίδιο. Όταν έφτασε το πλήρωμα του χρόνου, ανανέωσε την κολόνια της και χτύπησε το κουδούνι.
Τον καλησπέρισε μ’ ένα ανάλαφρο φιλί στο μάγουλο και προχώρησε έτοιμη για όλα. Αφού έχασαν μισή ώρα σε άσχετη συζήτηση, όσο να αισθανθούν πιο οικεία και να λειώσει ο πάγος, εκείνος την αγκάλιασε και με τον τρόπο του της έδειξε πως έπρεπε να πάνε παραμέσα. Περίμενε εκείνη πως θα την οδηγούσε σε κάποιο ρομαντικό ιδιαίτερο, έτσι το είχε ονειρευτεί. Ο Μιχάλης κατέβασε ένα στρώμα από το πατάρι, το άπλωσε στο πάτωμα, έριξε επάνω ένα σεντόνι, καθαρό ευτυχώς, και οι λεπτομέρειες περιττεύουν.
Κάποιος θα γνώριζε τη Μελίνα θα πίστευε πως κανονικά εκείνη θα τον έφτυνε κατάμουτρα, σαν μια γυναίκα που σέβεται τον εαυτό της, ίσως μάλιστα να τον αποκαλούσε και «φτωχογκόμενο», θα έριχνε μια κλωτσιά στο στρώμα και θα χτύπαγε την πόρτα πίσω της για να φύγει τρέχοντας από αυτό το αξιολύπητο σκηνικό. Για δες όμως που αυτή η εγωίστρια και περήφανη γυναίκα αντί να κάνει κάτι από όλα αυτά, ονόμασε την κατάσταση «ρομαντική» και την ενέκρινε!
Δυστυχώς η συναισθηματική ανάγκη τυφλώνει, δεν μπορείς να δεις πόσο χαμηλά πέφτεις. Βρίσκεις χαριτωμένες δικαιολογίες για όλα τα απαράδεκτα. Ένας τρόπος υπάρχει να το δεις, κι αυτός είναι να καταφέρεις να το δεις από απόσταση. Να σκεφτείς το όλο θέμα και να αναρωτηθείς: «Αν η φίλη μου η Μαρία μου έλεγε αυτήν την ιστορία τι θα της έλεγα; Φυσικά, πως είναι βλάκας. Τότε εγώ τι κάνω;» Αυτό το κόλπο βοηθάει σε πολλές καταστάσεις, αρκεί βέβαια να αγαπάς τη Μαρία και να μην θες το κακό της.
Τέλος πάντων, κύλησαν έτσι πέντε Τετάρτες. Την έκτη, άρχισε να ενοχλείται. Ο Μιχάλης δεν άλλαζε το πρόγραμμά του με τίποτα. Ούτε ξενοδοχείο, ούτε μπαράκι, ούτε καν βόλτα με το αυτοκίνητο. Με την δικαιολογία του περιορισμένου χρόνου, περνούσαν ξεροσφύρι μιάμιση ώρα στο γραφείο του, στο στρώμα στο πάτωμα…
Έβαλε εκείνη μπροστά τα μεγάλα μέσα. Η πρώτη κρούση ήταν να του πει να βγουν παραέξω, σε μικρό διακριτικό εστιατόριο, για φαγητό. Έπεσε σε τοίχο -η οικογένεια, οι δουλειές, ο χρόνος πολύτιμος. Αγνόησε την άρνηση και περίμενε γιατί ποιο είναι το χαρακτηριστικό ενός καλού κυνηγού; Η υπομονή. Μετά από δύο εβδομάδες επανήλθε.
-«Μήπως αντί για τις οκτώ θα μπορούσαμε να συναντηθούμε στις εννιά, γιατί κάτι μου έχει προκύψει;» ρώτησε αθώα δοκιμάζοντας να αλλάξει τα δεδομένα.
-«Δεν πειράζει», της απάντησε εκείνος. «Τα λέμε την άλλη εβδομάδα», κι εκείνη έχασε την ημέρα της.
Άρχισε να θυμώνει. Μεταξύ μας, ποια γυναίκα μένει ευχαριστημένη, ποια δεν ζητάει το παραπάνω; Ποια δέχεται μια στρωμένη σχέση, ρυθμισμένη σε συγκεκριμένο πρόγραμμα, χωρίς να λέει πως «δεν εξελίσσεται»; Η πίεση στις σχέσεις είναι γυναικείο θέμα, άσχετα αν οι άντρες είναι που συνήθως παραπονιούνται για τη ρουτίνα. Η Μελίνα άλλαξε ψυχολογία κι από ερωμένη όμορφη και ποθητή κατέληξε να αισθάνεται θύμα! Και βέβαια, η ίδια δεν έφταιγε σε τίποτα, ούτε θυμόταν ότι ο Μιχάλης της είχε εξηγήσει την κατάσταση από την αρχή. Πίστευε, ήταν σίγουρη πως κάτι άλλο συνέβαινε.
-Μπορείτε, παρακαλώ, να δείτε αν υπάρχει άλλη γυναίκα;
Μάταια προσπάθησα να της δώσω να καταλάβει πως άδικα αισθανόταν ζήλια για ένα ανύπαρκτο πρόσωπο. Ενοχλήθηκε όταν της είπα πως έβλεπα πως όλα ήταν εντάξει, δεν υπήρχε άλλο άτομο ούτε και προοπτική χωρισμού. Τίποτα δεν απειλούσε τη σχέση της εφόσον συνέχιζε στο ίδιο στυλ και χωρίς αλλαγές.
-Μου λέει πως για αυτόν είμαι μοναδική, καταπληκτική, συγκλονιστική. Πώς γίνεται να μην θέλει να με βλέπει περισσότερο; Είσαστε σίγουρη για όσα μου λέτε;
Τι να της έλεγα; Ότι δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Μιχάλης ρύθμιζε έτσι τη ζωή του; Πως είχε τα μάτια του ανοιχτά κι αν δεν ήταν αυτή, κάποια άλλη θα έπαιρνε τη θέση της; Πως όσα της έλεγε είχαν να κάνουν με την ανάγκη του να αυξήσει την επιθυμία του; Μήπως κι εκείνη δεν έλεγε άλλα τόσα; Τη συγκεκριμένη στιγμή, ο καθένας μπορεί να λέει ό,τι θέλει και να το αποποιείται εκ των υστέρων.
Υπάρχουν μεγάλες διαφορές στον τρόπο που τα φύλα λειτουργούν στις παράλληλες σχέσεις. Ο άντρας σπανιότατα θα βάλει την ερωμένη πάνω απ’ τη γυναίκα του. Τα αρσενικά έχουν φοβερές άμυνες, βολεύονται, βρίσκουν τρόπους να κρατούν τις ισορροπίες. Δεν διακινδυνεύουν να γίνουν αντιληπτοί ώστε να χάσουν τα κεκτημένα, ιδίως εάν αυτά έχουν αποκτηθεί εντός γάμου. Η ιδέα του διαζυγίου τους προξενεί ρίγη τρόμου, ακόμα και σε επίπεδο αστείου.
Αντίθετα, μια παντρεμένη γυναίκα επιδεικνύει πολύ μεγαλύτερο θάρρος, καταφέρει και τα βολεύει όλα με τρόπο μαγικό. Οι εργασιακές υποχρεώσεις πυκνώνουν, βγαίνουν στη μέση υπερωρίες, τις οποίες αποδεικνύει με τις αιματηρές οικονομίες που κάνει, ξεπαστρεύει μερικούς άγνωστους συγγενείς φιλενάδων της για να εξασφαλίσει μια ολονυχτία. Το καλοκαίρι εμφανίζει από το πουθενά μια γνωστή που έχει σπίτι σε νησί, οπότε της παρουσιάζεται ευκαιρία ολιγοήμερων δωρεάν διακοπών, να ξεκουραστεί λιγάκι. Αν υπάρχουν παιδιά τα αφήνει στη μαμά της και εξαφανίζεται. Είναι δεδομένο ότι το σπίτι στο νησί στερείται σταθερού τηλεφώνου, τι να το κάνουν οι άνθρωποι εφόσον πηγαίνουν μόνο τα καλοκαίρια, άσε που όλοι έχουν πλέον κινητά.
Η Μελίνα έφυγε πάλι εκνευρισμένη και ήμουν σίγουρη πως δεν θα την ξαναέβλεπα. Όταν έμεινα μόνη, άνοιξα τα παράθυρα να φύγει το άρωμά της και έκαψα λίγο λιβάνι για να καθαρίσει ο χώρος από την αρνητική ενέργεια. Κάθισα αποκαμωμένη, με το μυαλό άδειο. Δεν αντέχω τους ανθρώπους που δεν ακούν, που θεωρούν πως η μοναδική εκδοχή είναι η δική τους. Δεν θέλω να ασπαστούν τα όσα λέω, απλά να τα πάρουν υπόψη τους. Το πιο βολικό, βέβαια, θα ήταν να συμφωνήσω μαζί τους για να απαλλαγώ, να τις βλέπω μία φορά την εβδομάδα για να τονώνω την ελλειμματική αυτοπεποίθησή τους. Δεν το κάνω, επιμένω να υποστηρίζω αυτά που βλέπω, αυτά που πιστεύω, όπως κι αυτές που σπάνια ξανάρχονται. Αναζητούν κάποια άλλη πιο «έγκυρη» χαρτορίχτρα ή πιο έξυπνη, που θα ικανοποιεί τις ανάγκες τους.
