Φρέσκα

Η Λένα και Ο Μεγάλος Έρωτας.

της Ερατώς Ροδοπούλου

           Με τη  Λένα γνωριστήκαμε στο γυμναστήριο. Ήταν μια από τις βοηθούς. Χαμογελαστή και ευχάριστη, με καταπληκτικό σώμα, σε πλησίαζε με όλες τις καλές προθέσεις να σου δείξει πώς θα έκανες καλύτερα τις ασκήσεις. Ευγενικά επέμενε πάνω από την κάθε μια μας για το παραπάνω, μας ενθάρρυνε και μας βοηθούσε. ‘Όλες την συμπαθούσαμε, ακόμα και όταν μας ταλαιπωρούσε για τον  «ιερό σκοπό», την καλή φυσική κατάσταση.

            Είχε έρθει στην Ελλάδα από την Πράγα, παντρεμένη σε δεύτερο γάμο με κάποιον Έλληνα που σπούδαζε εκεί ζωγραφική. Είχε παντρευτεί για πρώτη φορά μικρή, είχε μάλιστα μια κόρη από τον πρώτο της γάμο, που τη μεγάλωναν οι γονείς της. Όταν γνωρίστηκαν, εκείνος τελείωνε τις σπουδές του ενώ εκείνη έβγαινε από ένα δύσκολο διαζύγιο. Έζησαν έναν έρωτα μοναδικό, δυνατό. Παντρεύτηκαν γρήγορα, μόλις εκείνη ξέμπλεξε και ήρθαν να ζήσουν εδώ. Λάτρεψε τη χώρα μας, τον ήλιο, τους ανθρώπους που ήταν ζεστοί και φιλικοί. Παρόλη, όμως, την καλή της διάθεση, η σκληρή πραγματικότητα ισοπέδωσε τον μεγάλο έρωτα. Εκείνος δεν εύρισκε δουλειά σαν ζωγράφος αλλά καθώς ήταν αποφασισμένος να μην ασχοληθεί με τίποτε άλλο και επιδεικνύοντας χαρακτηριστική ανευθυνότητα, έμενε ξαπλωμένος με τις ώρες, κάνοντας όνειρα για εκθέσεις που δεν έρχονταν.

            Εκείνη όλο αυτό το διάστημα κρατούσε παιδάκια, συντηρώντας με αυτόν τον τρόπο το  ‘στεφάνι’  της κι όταν της παρουσιάστηκε η ευκαιρία να δουλέψει στο συγκεκριμένο γυμναστήριο, δεν δίστασε. Ξεκινώντας από τη γραμματεία, σταδιακά πέρασε στον χώρο άθλησης, όπου τα κατάφερνε με μεγάλη επιτυχία. Χώρισε με τον άντρα της γιατί  «έπαψε να τον θαυμάζει» και  «πώς να ζήσεις με έναν άντρα που δεν είσαι ερωτευμένη;»  Καμία σχέση με την Ελληνική πραγματικότητα που οι γυναίκες δεν θεωρούν κανέναν από τους παραπάνω λόγους αρκετά σοβαρό ώστε να φτάσουν στο διαζύγιο.  

            Κάποια μέρα μου ζήτησε να συναντηθούμε κι έτσι μου δόθηκε η ευκαιρία να την γνωρίσω καλύτερα.

            Όταν ξεκινάω να πω σε κάποιον τα χαρτιά, δουλεύουν όλες μου οι αισθήσεις.  Εμπιστεύομαι τη διαίσθησή μου, χωρίς όμως να αγνοώ τη λογική. Εκμεταλλεύομαι την παραμικρή λεπτομέρεια που έρχεται στο μυαλό μου για χάρη του ανθρώπου που είναι απέναντί μου.   Από την αρχή ξεκαθαρίζω πως η απόφαση που θα πάρει αφορά και βαραίνει τον ίδιο, ακόμα κι αν είναι λάθος. Τελικά, λάθος για ποιόν; Ακόμα και στα δικά μου «λάθη» αναγνωρίζω πως την συγκεκριμένη εποχή αισθανόμουν έτσι όπως αντέδρασα. Αν μπορούσαμε να αγνοήσουμε τις επιθυμίες μας, εμείς οι χαρτορίχτρες θα είχαμε παντρευτεί τον ιδανικό, δεν θα παίρναμε διαζύγια, δεν θα μπλέκαμε σε παράνομους δεσμούς.

            Με τη Λένα κανονίσαμε να βρεθούμε βραδάκι, μετά τη δουλειά της. Ήρθε κομψά ντυμένη, με ψηλά τακούνια και φούστα κοντή. Έχω παρατηρήσει πως κάποιες γυναίκες συνδέουν την ψυχή τους με τα εκατοστά των παπουτσιών τους. Όσο πιο ψηλό το τακούνι, τόσο πιο ζόρικο το πρόβλημά τους. Περίμενα να δω ποιο ήταν το δικό της.

            Τα πράγματα ξεκαθάρισαν αμέσως από τα πρώτα χαρτιά. Ο «έρωτας» ήταν νέος, ανύπαντρος, ανερχόμενο στέλεχος κι από ευκατάστατη οικογένεια. Το όνειρο κάθε γυναίκας, αρκεί να έχει την κατάλληλη ηλικία και τα ανάλογα προσόντα. Είχαν γνωριστεί σε φιλική συντροφιά. Την είχε φλερτάρει όλο το βράδυ, τη διεκδίκησε διακριτικά και την επόμενη ημέρα την περίμενε έξω από το γυμναστήριο. Ο τύπος είχε παίξει τον ρόλο του σωστά. Αντί να ζητήσει το τηλέφωνό της ή να δώσει το δικό του και να μπει σε διαδικασία αναμονής, έδρασε.

Την πήγε  σ’ ένα ωραίο παραλιακό εστιατόριο, αφού είχαν περάσει πρώτα από το σπίτι της για να μπορέσει εκείνη να φρεσκαριστεί. Δεν είχε ανεβεί επάνω. Την περίμενε υπομονετικά στο αυτοκίνητο επί μισάωρο. Ήταν ευχάριστος, ευγενικός, χωρίς να κάνει νύξη για κάτι πιο προσωπικό. Όταν τη γύρισε πίσω, την καληνύχτισε και έφυγε.

            Την επόμενη ημέρα η Λένα έπλεε σε πελάγη ευτυχίας. Πήγε πιο περιποιημένη στη δουλειά της και μετρούσε τις ώρες να σχολάσει, ελπίζοντας πως ίσως εκείνος την περίμενε πάλι. Ο Νίκος όμως εξαφανίστηκε όλη την υπόλοιπη εβδομάδα. H καρδιά της βούλιαξε. Άρχισε να την τρώει η αγωνία. Μήπως είχε πει κάτι που δεν έπρεπε; Μήπως η συμπεριφορά της τον απογοήτευσε; Μήπως ήταν αλλού μπλεγμένος; Να ζητούσε μήπως το τηλέφωνό του από τους  κοινούς φίλους; Όμως τι θα του έλεγε, «πήρα να δω πώς είσαι;» Αν αυτός της απαντούσε με ένα ξερό «καλά»; Άσε που μπορεί να σκεφτόταν πως τον κυνηγούσε. Αν πάλι δεν ενδιαφερόταν, γιατί την είχε περιμένει έξω από την δουλειά της; Ίσως θα ήταν καλύτερο να τηλεφωνήσει στους φίλους και αδιάφορα να ρωτήσει «Τι κάνει εκείνος ο τύπος, ο πώς-τον-λέγανε, ο Νίκος;» Πάλι όμως θα έδινε στόχο.    Κι εκεί που ετοιμαζόταν συναισθηματικά να πει «άντε χάσου κι εσύ κι ο γρύλος σου», το άτομο ξαναεμφανίστηκε. Της τηλεφώνησε. Η Λένα έχασε τα λόγια της όταν τον άκουσε, ξέχασε ό,τι ήθελε να του πει και να τον ρωτήσει, ούτε καν παράπονο του στυλ «πού χάθηκες εσύ;» δεν έκανε.    

            Μου αρέσουν οι τακτικές των αντρών, τους ζηλεύω. Έχουν περισσότερη υπομονή τις γυναίκες, είναι πιο ξεκάθαροι στο τι θέλουν. Καταστρώνουν το παιχνίδι τους με ψυχρή λογική, παίρνουν υπ’ όψη τους όλες τις παραμέτρους, λες και κάνουν διαγράμματα. Το σπουδαιότερο είναι ότι πετυχαίνουν. Δεν πιστεύω πως ξέρουν τόσο καλά τις γυναίκες, απλώς αναπτύσσουν καλύτερες άμυνες. Άσε που πάντα έχουν με κάτι να ασχοληθούν, ξεχνιούνται. Δεν κρέμονται σ’ ένα τηλεφώνημα, σε μια συνάντηση.

            Η Λένα ήταν ώριμο φρούτο όταν ξανασυναντήθηκαν. Άρχισαν να βγαίνουν τακτικά, οι συζητήσεις γίνονταν όλο και πιο τρυφερές, ώσπου κάποια στιγμή ο Νίκος της πρότεινε να πάνε ένα ταξιδάκι, να περάσουν μαζί ένα Σαββατοκύριακο. Η εκδρομή πραγματοποιήθηκε, με όλα τα υπέροχα συνεπακόλουθα. Γυρνώντας στην Αθήνα ήταν κανονικό ζευγάρι και από τότε η σχέση τους κυλούσε ομαλά.

            Τότε, τι ήταν αυτό που την απασχολούσε;

            «Κάτι υπάρχει που με κάνει να νιώθω άβολα. Σαν να μην μπορώ να χαρώ με την ψυχή μου», παραπονέθηκε.

            Καταλάβαινα πολύ καλά τι μου έλεγε. Χωρίς να έχει αλλάξει το παραμικρό φαινομενικά, αρχίζεις και νιώθεις περίεργα. Παρατηρείς τον άλλο προσεκτικά, τον περιεργάζεσαι να δεις αν αντιδρά διαφορετικά, αν αδιαφορεί. Είναι ίδιος κι απαράλλαχτος, αλλά εσύ δεν ησυχάζεις. Σαν να κρύβει κάτι αόρατο αλλά αδυσώπητο, σαν να απλώνεται ένα τρομακτικό χέρι πάνω σου, λες και μια φωνή σου λέει «πρόσεχε». Δεν είναι όλες οι στιγμές που το νιώθεις, αλλά ξέρεις βαθιά μέσα σου ότι κάτι δεν πάει καλά.

            Αν ρωτήσεις τον σύντροφό σου διακριτικά «συμβαίνει κάτι;» θα το αρνηθεί. Μερικοί είναι ικανοί να σου κάνουν τέτοια σκηνή, να σε βγάλουν τρελή, ώστε να μην τολμήσεις να ξαναμιλήσεις. Ένας πιο ευγενικός θα σε καθησυχάσει με τον τρόπο του μέχρι την επόμενη φορά που θα βγει αυτό το απαίσιο συναίσθημα στην επιφάνεια, ακόμα πιο ισχυρό. Πώς όμως να ρωτήσεις πάλι;

            Μελετώντας τα δικά του φύλλα, η κατάσταση ξεκαθάρισε. Η μάνα του κυριαρχούσε και διαφέντευε τη ζωή του. Παντού βρισκόταν. Στη σκέψη του, στα επαγγελματικά του, αν θα μπορούσε θα έλεγχε και το κρεβάτι του. Προσπάθησα να της δώσω να καταλάβει τι συνέβαινε, αλλά δεν μπορούσα. Δεν έφταιγε η διαφορά της γλώσσας, αλλά η διαφορά της νοοτροπίας. Ποιος μέσος φέρελπις Έλληνας άντρας θα τολμούσε να ξεστομίσει στην μαμά του τον έρωτά του για μια γυναίκα μεγαλύτερή του, αλλοδαπή, χωρισμένη και με παιδί, χωρίς αξιόλογη δουλειά, μα πάνω από όλα χωρίς χρήματα; Ποια Ελληνίδα μάνα θα δεχόταν να απαρνηθεί τα όνειρα της για έναν πολύ καλό γάμο, έτσι όπως εκείνη θα τον εννοούσε; Εάν βέβαια η Λένα είχε οικονομική άνεση, περιουσία, μια πολυκατοικία, για παράδειγμα, μπορεί να εξαλειφόταν η διαφορά ηλικίας και το παιδί της θα μπορούσε επιμελώς να κρυβόταν. Με τα δεδομένα που υπήρχαν, η τιμή κι αξία του Νίκου ήταν πέρα από κάθε ελπίδα, άρα η ευτυχία του δεν θα άκουγε στο όνομα Λένα.

            Είναι σκληρό να πρέπει να πω κάτι που θα στεναχωρήσει τον άλλο, ποτέ όμως δεν μπαίνω στον πειρασμό να χρυσώσω το χάπι, να πουλήσω ελπίδα. Τι θα ωφελούσε να ευχαριστήσω κάποιον προσωρινά και να τον αναγκάσω να μπει σε αναμονές και να χρονοτριβεί περιμένοντας ότι θα αλλάξει μια καταδικασμένη κατάσταση;  Αυτή η σχέση δεν είχε μελλοντικές προοπτικές, αυτή ήταν η πραγματικότητα, αυτό έβλεπα στα χαρτιά, αυτό και μετέφερα. 

            Πέρασε αρκετός καιρός μέχρι να επικοινωνήσουμε με τη Λένα ξανά. Είχε ανοίξει ένα καινούργιο γυμναστήριο πολύ κοντά στο σπίτι και το είχα προτιμήσει. Ξαφνιάστηκα που την άκουσα σε κατάσταση υστερίας να μου ζητάει να ειδωθούμε. Ξαφνιάστηκα όμως περισσότερο όταν την είδα. Έδειχνε σαν σκιά του εαυτού της. Σωριάστηκε στον καναπέ, ράκος, κλαίγοντας με αναφιλητά.            

            Επειδή η σχέση της συνεχιζόταν όμορφα, είχε αγνοήσει όσα είχαμε συζητήσει, είχε σωπάσει τη φωνή στο κεφάλι της και είχε πιστέψει πως με την αγάπη της θα του έδειχνε το δρόμο. Μέχρι που ένα βράδυ, όπως ήταν τρυφερά ξαπλωμένοι, έκανε το μοιραίο λάθος. Τον ρώτησε  «Τι θα γίνει μ’ εμάς;»

Στην αρχή δεν πήρε καμία απάντηση. Μέχρι που νόμισε ότι τον είχε πάρει ο ύπνος. Μετά γύρισε και την κοίταξε με βλέμμα παγωμένο, αμήχανο. Με άχρωμη φωνή άρχισε να της λέει ό,τι της είχα πει και επιμελώς ξεχάσει. Σκόπευε να βρει μία νέα κοπέλα για να την παντρευτεί και να κάνει παιδιά, οικογένεια. Θα έβλεπε τον γάμο λογικά, σαν επένδυση, σαν κάτι που έπρεπε να γίνει. Βέβαια, δεν βιαζόταν γιατί έπρεπε να ταχτοποιηθεί με την δουλειά του πρώτα. Εκείνη την αγαπούσε πολύ, με καμία άλλη δεν είχε αισθανθεί τόσο ερωτευμένος, ήταν σίγουρος. Είχε προσπαθήσει να κάνει κι άλλες σχέσεις αλλά είχε σταθεί άτυχος. Έτσι τον τελευταίο καιρό είχε σταματήσει να κυνηγάει και ήταν μόνο δικός της.   

            «Ένιωσα το κορμί μου να παγώνει, τα αυτιά μου να βουίζουν. Δεν μπορεί να συνέβαινε σε εμένα αυτό. Μου ήρθε να τον χτυπήσω! Αν από την αρχή ήξερε τι ήθελε, γιατί δεν το ξεκαθάριζε; Τα ήθελε όλα δικά του, να μην με χάσει, να περνάει καλά και να βρει και την γυναικούλα του. Αν μου τα είχε εξηγήσει αντί να με αφήνει να μαντεύω, να ελπίζω, τουλάχιστον θα τον εκτιμούσα περισσότερο. Στη χώρα μου, όταν αγαπάς, δεν στέκεσαι σε λεπτομέρειες όπως η διαφορά ηλικίας ή τα οικονομικά. Γι’ αυτό δεν βρίσκεις σε αυτή τη χώρα ευτυχισμένους γάμους. Τώρα βρίσκομαι σε αδιέξοδο. Αν συνεχίσω να τον βλέπω, θα είναι σαν να αποδέχομαι τους όρους του. Αν χωρίσουμε, θα πονέσω και δεν το αντέχω. Δεν ξέρω τι να κάνω»

            «Εάν αποχωρήσεις τώρα, θα σου μείνει μια καλή ανάμνηση. Θα διατηρήσεις επίσης την αξιοπρέπειά σου. Εάν συνεχίσεις, εξ αιτίας της αγωνίας και της καχυποψίας που θα αισθάνεσαι, θα καταστρέψεις ό,τι έχεις ζήσει. Πάλι στο ίδιο σημείο θα φτάσεις, δηλαδή θα χωρίσεις, αφού όμως έχεις κομματιάσει τον εαυτό σου».

Η Λένα, μετά από την κουβέντα που κάναμε, κατάλαβε μεν πώς είχε η κατάσταση, αλλά δεν το έβαλε κάτω. Άλλαξε τακτική και χρησιμοποίησε κάθε γυναικείο κόλπο για να τον κεντρίσει. Βγήκε με άλλους και του το είπε, κατέβαζε το τηλέφωνο για να μην την βρίσκει, δεν ήταν ποτέ σπίτι της. Καμιά ουσιαστική αλλαγή δεν συνέβη. Σε κάθε επανασύνδεση εκείνος γινόταν όλο πιο απόμακρος κι εκείνη έκανε την παρουσία της βαριά, γκρινιάρικη. Χώρισαν μετά από αρκετό καιρό κι από αρκετούς μικρούς αλλά και μεγαλύτερους χωρισμούς που προηγήθηκαν.   

            Με τον καιρό η Λένα συνήρθε, στάθηκε στα πόδια της, βρήκε τον εαυτό της κι ερωτεύτηκε ξανά. Παραμένει πολύ όμορφη και φρέσκια, γεγονός που αποδίδει σε νεώτερους συντρόφους. Πάντα προσπαθεί να αποδείξει ότι μπορεί να σπάσει το κατεστημένο, ψάχνει τον μεγάλο έρωτα σε λάθος πρόσωπα, όπως οι περισσότεροι από εμάς, άλλωστε. Επαναλαμβάνει τα λάθη της με ακρίβεια και είναι από τις καλύτερες πελάτισσές μου.