Αρθούρος Ρεμπώ…«Οι Ερημιές του Έρωτα»
Ήμουν σ’ ένα δωμάτιο χωρίς φως.
Ήρθαν και μου είπαν πως Εκείνη ήταν
σπίτι μου. Και την είδα στην κλίνη μου
ολόδικιά μου χωρίς φως! Πολύ συγκινήθηκα
πολύ… γιατί ήταν το πατρικό μου σπίτι: γι’ αυτό και
μια κατάθλιψη με συνεπήρε! Ήμουν με τα κουρέλια
εγώ.. και κείνη μια κοσμική κυρία που δινόταν και
έπρεπε και να φύγει! Μια κατάθλιψη χωρίς όνομα.
Την άρπαξα και την πέταξα στο κρεβάτι γυμνή σχεδόν.
Και στην άφατη μου αδυναμία έπεσα πάνω της
σούρθηκα μαζί της μέσα στα χαλιά χωρίς φως!
Η λυχνία της οικογένειας πορφύρωνε το ένα μετά
το άλλο τα διπλανά δωμάτια. Τότε η γυναίκα χάθηκε!
Και έχυσα δάκρυα τόσα όσα ποτέ Θεός δεν έζησε.
