Φρέσκα

Η Μαρίνα και η…Συνταγή της Ευτυχίας.

της Ερατώς Ροδοπούλου

Γνώρισα τη Μαρίνα δυο χρόνια μετά το διαζύγιό της. Ήταν μια όμορφη και λαμπερή γυναίκα, με ένα χαμόγελο που σε σκλάβωνε. Μου έκανε εντύπωση ο αέρας της και η φινέτσα της. Το ντύσιμό της ήταν απλό, αφαιρετικό θα έλεγα, αλλά στα χέρια της τα δαχτυλίδια που φορούσε φανέρωναν οικονομική άνεση και γούστο.

            «Χρόνια πηγαίνω να μάθω τα μελλούμενα», είπε μόλις κάθισε. «Θα χαρακτήριζα τον εαυτό μου σαν φανατική του είδους. Όταν μάλιστα μάθω για κάποια που αξίζει, πάντα την επισκέπτομαι».

Ήταν χωρισμένη και είχε ένα παιδί που υπεραγαπούσε. Με το ζόρι κρατήθηκα να μην την ρωτήσω τι είχαν προβλέψει για το μέλλον που θα είχε με τον άντρα της και γιατί έφτασε σε αυτό το σημείο αφού φυσιολογικά θα πρέπει να ήξερε την κατάληξη. Από ότι έβλεπα, η ζωή της με τον πρώην άντρα της δεν ήταν εύκολη καθώς ήταν γυναικάς και μάλλον χαρτόπαιζε.

«Έφαγα τη ζωή μου μαζί του», άκουσα τη γνωστή ατάκα, πριν ξεκινήσει την ιστορία της.

Είχε γνωρίσει τον άντρα της  μόλις είχε τελειώσει το Πανεπιστήμιο. Ήταν κι εκείνος φοιτητής, στο τελευταίο έτος των σπουδών του. Δεν άργησαν να παντρευτούν από μια παρόρμηση να ζήσουν μαζί. Μια και εκείνη είχε ήδη πάρει το πτυχίο της, άρχισε να εργάζεται συντηρώντας και τους δυο τους.  

Για αρκετά χρόνια κανένα σύννεφο δεν σκίαζε τον γάμο τους. Οι ρόλοι ήταν καθορισμένοι. Εκείνη αγόγγυστα υπέμενε κάθε στέρηση και με όλη της την ψυχή του στεκόταν και τον βοηθούσε. Εκείνος, ευτυχής, απολάμβανε την ανέμελη παρατεταμένη εφηβεία του. Πέρασε το στρατιωτικό, πέρασε και η ειδικότητα και ο Τάσος έγινε γιατρός. Η Μαρίνα παρέμεινε φιλόλογος.

Ανάσανε η κοπέλα. Τώρα θα μπορούσε να σταματήσει να τρέχει σε ιδιαίτερα από το πρωί ως το βράδυ. Θα μπορούσε να ξεκουραστεί. Ο άντρας της θα αναλάμβανε τις μισές ευθύνες. Έτσι τουλάχιστον νόμιζε. Τα πράγματα δεν έγιναν όμως όπως τα σκεφτόταν. Με το που έπιασε λεφτά στα χέρια του ο Τάσος άλλαξε και η συμπεριφορά του. Θεώρησε ότι τα χρήματά του αφορούσαν μόνο τον ίδιο και αυτό που προείχε ήταν να αγοραστεί το καλό αυτοκίνητο. Μαζί βέβαια έπρεπε να υπάρχει το απαραίτητο αξεσουάρ: η θεαματική ερωμένη.

Τώρα πια η Μαρίνα ήταν σύζυγος ιατρού μεν, δυστυχής δε. Κάποια στιγμή τα πράγματα έφτασαν στο απροχώρητο. Το κέρατο πήγαινε σύννεφο, οι ώρες που τον έβλεπε ήταν ελάχιστες. Όλο έβγαιναν στη μέση κάτι εφημερίες, κάτι έκτακτα περιστατικά, ώσπου αναγκάστηκε να του τα πει έξω από τα δόντια. Εκείνος μαζεύτηκε για ένα μικρό χρονικό διάστημα αλλά, πριν περάσει λίγος καιρός, ξανάρχισε τα ίδια.

Οι καυγάδες αποτελούσαν πια μέρος της ζωής του ζευγαριού. Η Μαρίνα αισθανόταν απελπισμένη καθώς έβλεπε τον άντρα της να γίνεται καθημερινά όλο και πιο απόμακρος. Σε μια κρίση απελπισίας του έδωσε τελεσίγραφο: ή θα άλλαζε η κατάσταση ή δεν ήθελε πια να ζει μαζί του. Ο Τάσος χωρίς τον παραμικρό δισταγμό σηκώθηκε, κατευθύνθηκε στην κρεβατοκάμαρα, πήρε μερικά ρούχα και έφυγε με την αυτοκινητάρα του προς άγνωστη κατεύθυνση.

«Του το έκανα εύκολο, του έδωσα την ευκαιρία που ζητούσε. Ήμουν βλάκας. Δεν κράτησα τακτική, να τον αφήσω να βασανιστεί, να του κάνω τη ζωή κόλαση, να του βγάζω καθημερινά λογαριασμούς και να τον αφήνω αδέκαρο. Με έφαγε η αξιοπρέπεια», τα μάτια της γυάλιζαν από θυμό.

 «Απόμεινα μόνη να κοιτώ σαν χαμένη την κλειστή πόρτα. Τι θα έκανα; Τι θα έλεγα στο παιδί που ήταν μόλις πέντε χρονών; Και οι γονείς μου; Η μητέρα μου ήταν πάντα εναντίον αυτού του γάμου. Ποιος ξέρει τι θα μου έσουρνε. Προσπάθησα να βάλω σε τάξη τις σκέψεις μου. Η αντίδρασή του με είχε βρει εντελώς απροετοίμαστη. Περίμενα ότι κάτι θα έκανε, κάτι θα έλεγε, ότι θα σκεφτόταν όσα είχα κάνει γι’ αυτόν. Προσπάθησα να τον ζορίσω και γύρισε  εναντίον μου.

Ένιωθα χαμένη, άδεια. Πονούσε το σώμα μου και η ψυχή μου. Αν όμως υπέφερα με τον πόνο, αυτό που δεν είχα υπολογίσει ήταν ο θυμός. Όταν με πλημμύρισε με τσάκισε, δεν έμεινε μέσα μου τίποτα όρθιο. Σκέφτηκα τη ζωή μου τόσα χρόνια μαζί του, τις στερήσεις, την υπομονή, το πόσο είχα δουλέψει για να τον συντηρήσω, το ντάντεμα, τον έπαινο, την καλή κουβέντα που πάντα του έλεγα για να διώξω τις ανασφάλειές του. Τι είχα κερδίσει από όλα αυτά; Τι μου είχε μείνει; Και τελικά ποιος έφταιγε; Όχι βέβαια ο Τάσος. Εγώ ήμουν ο βλάκας της παρέας. Εγώ, το καλό παιδί. Όλα είχαν γίνει με την έγκρισή μου, με την συγκατάθεσή μου, με την συνενοχή μου στο παιχνίδι του. Έφταιγα όσο κι αυτός, περισσότερο ίσως. Εγώ ήμουν που είχα επιμείνει να παντρευτούμε. Στο επιχείρημά του ότι ήταν αδημιούργητος είχα αντιπαραθέσει ότι είχα την δουλειά μου και θα τα βολεύαμε. Μόνη μου μπλέχτηκα. Να μην χάσω το κελεπούρι!

Τον περίμενα όλη την επόμενη εβδομάδα να γυρίσει. Δεν πήρε ούτε ένα τηλέφωνο να δει τι κάνει το παιδί. Όταν πέρασαν πια δέκα ολόκληρες ημέρες σιωπής, δεν άντεξα άλλο, έριξα τα μούτρα μου και επικοινώνησα μαζί του. Τον άκουσα να μου μιλάει ψυχρά, η φωνή του δεν είχε ίχνος τρυφερότητας.

Συναντηθήκαμε σε ουδέτερο έδαφος, σε ένα ζαχαροπλαστείο. Φοβόταν να μην του κάνω σκηνές φαίνεται. Εκεί μου δήλωσε ότι δεν επρόκειτο να γυρίσει κοντά μας. Μάταια τον παρακάλεσα να το ξανασκεφτεί, να αναθεωρήσει, να κάνουμε μια ακόμα προσπάθεια, να πάμε σε ένα σύμβουλο γάμου. Είχε πάρει την απόφασή του και ήταν ανένδοτος.  

Την επόμενη ημέρα πήγα στους γονείς μου να τους τα πω από κοντά. Η αντίδρασή τους ήταν καλύτερη από όσο περίμενα. Σύντομα έμαθα ότι τον είχαν δει να κυκλοφορεί με διάφορες γυναίκες και από λεπτότητα δεν μου το είχαν πει.

Έτσι ξεκίνησε ένας καινούργιος κύκλος για εμένα. Η κόρη μου έγινε κεντρικός άξονας της ζωής μου. Προσπάθησα να της πω με τον καλύτερο δυνατό τρόπο γιατί ο πατερούλης δεν ζούσε πια μαζί μας, χωρίς να φανερωθεί ο θυμός ή η πίκρα μου. Στην αρχή έκλαψε κάνοντας την καρδιά μου κομμάτια. Για αρκετά βράδια κοιμήθηκε στο διπλό κρεβάτι μαζί μου. Σιγά- σιγά συνήθισε την απουσία του.

Το δικαστήριο έγινε, η διατροφή κανονίστηκε, ο θυμός μου καταλάγιασε φαινομενικά ώστε να μπορούμε να συναντιόμαστε χωρίς να θέλω να του ανοίξω το κεφάλι. Με τον καιρό κατάφερα να επιζήσω. Τώρα που είμαι καλύτερα, θα ήθελα να δούμε εάν θα γνωρίσω κάποιον άλλο άντρα, η ζωή περνάει και δεν θέλω να είμαι μόνη».  

«Απρόσμενα και μάλιστα σύντομα. Όμως θα σε συμβούλευα πρώτα απ’ όλα να δημιουργήσεις παρέες, φίλους, να έχεις ανθρώπους δικούς σου. Μετά, ξεκαθάρισε μέσα σου τι ακριβώς ζητάς και κάνε σωστά τις επιλογές σου».  

«Θα τα ξαναπούμε», μου είπε φεύγοντας. Και τα ξαναείπαμε, σύντομα.

Ο Γιώργος ήταν φίλος φίλου. Δεν της έκανε εντύπωση όταν της τον σύστησαν, της φάνηκε μάλλον αδιάφορος. Με τα μακριά μαλλιά και το μούσι του δεν είχε καμιά σχέση με τα πρότυπά της, που ήταν μάγουλα ξυρισμένα και μαλλί φαντάρου. Έστρεψε την προσοχή της σε κάποιον άλλο που ήταν πιο κοντά στην εικόνα του ιδεώδους της, μέχρι που είδε μια κοπέλα να την κοιτάει άγρια, κατάλαβε, και το ενδιαφέρον της αυτόματα ξεφούσκωσε. Αμέσως ο Γιώργος, που πρέπει να είχε παρακολουθήσει όλες της τις κινήσεις, την πλησίασε και της ζήτησε να χορέψουν. Την κράτησε απαλά χωρίς λόγια, όταν τέλειωσε το κομμάτι τη φίλησε στο μάγουλο και απομακρύνθηκε. Την επόμενη ώρα δεν ασχολήθηκε μαζί της καθόλου, ούτε της έριξε το παραμικρό βλέμμα. Τώρα οι ρόλοι είχαν αντιστραφεί, η Μαρίνα παρακολουθούσε τον Γιώργο. Πρόσεξε ότι ήταν το επίκεντρο της παρέας, οι γύρω του έδειχναν ενδιαφέρον και γελούσαν με αυτά που έλεγε, γεγονός που την έκανε να αναθεωρήσει την αρχική της απορριπτική γνώμη. Όταν αυτός την πλησίασε να της ζητήσει να χορέψουν πάλι, το χαμόγελό της ήταν πλατύ και φιλικό. Είχε αποφασίσει να του δώσει μια ευκαιρία. Στο τέλος του πάρτι αντάλλαξαν τηλέφωνα.

Δεν άργησε να επικοινωνήσει για να την σε μια ‘μάζωξη’ που θα έκανε λόγω αποκριάς. Θα ήταν όλη η γνωστή παρέα. Δεν χρειαζόταν να μεταμφιεστεί, μια μάσκα αρκούσε.

«Όταν άνοιξε την πόρτα και είδα το σπίτι του, μου ήρθε να φύγω. Στον χώρο υπήρχαν μόνο τα απαραίτητα. Ένα μεγάλο διπλό στρώμα στο πάτωμα στο ένα δωμάτιο και ένα ντιβάνι στο άλλο. Βέβαια υπήρχαν άπειρα βιβλία, άπειροι δίσκοι και ένα καταπληκτικό στερεοφωνικό. Κι αυτό που μου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση ήταν πως υπήρχε μόνο μια καρέκλα, αυτή στον υπολογιστή».

«Παρόλα αυτά στο τέλος του πάρτι έμεινες μόνη μαζί του και δεν άργησες να δημιουργήσεις σχέση και τώρα δεν είσαι ευχαριστημένη», συνόψισα την κατάσταση.

«Κάνω προσπάθειες αλλά, ό,τι κι αν κάνω, μου λέει ότι γίνομαι πιεστική,     ότι πρέπει να μάθω να είμαι ανεξάρτητη. Δεν καταλαβαίνει γιατί με ενοχλεί που μόνο εκείνος ορίζει τις μέρες που θα συναντηθούμε. Αν εγώ δεν μπορώ, θα κανονίσει κάτι άλλο, μόνος του. Αν πάλι μπορώ εγώ κι εκείνος έχει κανονίσει κάτι, δεν θα με πάρει μαζί του. Μετά, τι κακό υπάρχει να θέλω να τηλεφωνιόμαστε μια φορά τη μέρα; Θέλω απλά να τον ακούω, να αισθάνομαι ότι υπάρχει κάποια επαφή μεταξύ μας.

Αμ το άλλο, που κάθε λίγο και λιγάκι μου κοπανάει ότι έχω πολυτελείς συνήθειες; Δηλαδή, θα πρέπει να πηγαίνω μόνο σε μπαρ και σε ταβερνάκια; Για να μην αναφερθώ στη συνήθειά του να απομονώνεται. Κατεβάζει το τηλέφωνο ‘για όλο τον κόσμο’ και μέσα σε όλον τον κόσμο είμαι κι εγώ».

Πήρα την τράπουλα στα χέρια μόνο για να επιβεβαιώσω ό,τι διαισθανόμουν και σκεφτόμουν για τον συγκεκριμένο άνθρωπο. Ήταν ένας άνθρωπος μποέμ, άνθρωπος της παρέας και όχι της σχέσης, όπως τουλάχιστον την εννοούσε η Μαρίνα. Αυτό που μετρούσε ήταν να περνάει καλά, γύρω -γύρω στην κεντρική φιγούρα οι φίλοι του και  κορώνα στο κεφάλι του ο εαυτούλης του, για αυτούς που ξέρουν από χαρτιά. Τα οικονομικά του ήταν σε μαύρο χάλι κι ούτε επρόκειτο να φτιάξουν στο κοντινό μέλλον, βασικά γιατί δεν ενδιαφερόταν στ’ αλήθεια να εργαστεί.  

«Καλά, το οικονομικό δεν με πειράζει. Είναι μια προσωρινή κρίση που πιστεύω ότι θα φτιάξει», απάντησε η Μαρίνα. «Αυτό που με απασχολεί και θέλω να μου πεις είναι αν με αγαπάει, αν αυτή η σχέση θα εξελιχθεί». 

«Τι θα πει δεν σε πειράζει; Ένας άντρας κοντά στα σαράντα που δεν καίγεται για τη δουλειά του, δεν πρόκειται ποτέ να πάρει τη ζωή του σοβαρά. Δεν θα θελήσει μια μόνιμη σχέση γιατί έχει ευθύνες. Το το σπίτι του με τη μία καρέκλα φωνάζει ότι δεν θέλει άλλο άτομο στη ζωή του. Και ας πούμε ότι κάποια στιγμή θα βρει δουλειά. Ως τότε τι γίνεται; Θα τον συνδράμεις εσύ;» Είδα τα μάτια της να ανοίγουν και κατάλαβα ότι είχα κάνει διάνα.

«Μου αρέσει να είμαι χρήσιμη», ψέλλισε στην προσπάθειά της να δικαιολογήσει  τα αδικαιολόγητα.

«Όχι χρήσιμη, να τα λες σωστά. Απαραίτητη και αναντικατάστατη, μοναδική, αυτό ακριβώς που έκανες και με τον άντρα σου και δεν σε έβγαλε πουθενά. Γιατί το ξανακάνεις;»

«Θέλω να ξαναπαντρευτώ και να κάνω άλλο ένα παιδάκι. Ο Γιώργος φέρεται καλά στην κόρη μου και η μικρή τον συμπαθεί. Όσο για χρήματα, ποτέ δεν φοβήθηκα τη δουλειά. Το σπίτι μου είναι μεγάλο, μπορούμε να βολευτούμε».

«Όλα αυτά εντάξει. Όμως δεν κατάλαβα τι θα σου προσφέρει αυτός. Εσύ τι κερδίζεις από όλα αυτά; Ή μήπως κι αυτό δεν έχει σημασία για εσένα;» έγινα ακόμα σκληρότερη.  

Με κοίταξε άφωνη. Ήξερε μεν να προσφέρει αλλά δεν είχε καταλάβει πως όποιος δίνει πρέπει και να πάρει. Με ακρίβεια ετοιμαζόταν να επαναλάβει την ίδια συνταγή και να κάνει το ίδιος λάθος. Προσπάθησα να της το αναλύσω όσο πιο ήπια γινόταν χωρίς να ρίξω βάρος σε κανέναν από τους δυο.

«Μόνη σου είπες πως ο Γιώργος κι εσύ είσαστε διαφορετικοί άνθρωποι, το είδες από την πρώτη στιγμή. Έκανες σχέση παρά το ότι δεν ταιριάζατε, και τώρα προσπαθείς να τον φέρεις στα μέτρα σου για να σου κάνει. Δυστυχώς δεν τον είδες όπως πραγματικά είναι, που σε τελική ανάλυση είναι δικαίωμά του, αλλά όπως θα ήθελες να γίνει. Σκέφτηκες ποτέ ότι μπορεί να είναι ευχαριστημένος έτσι που ζει, με τη μία καρέκλα;

Πιστεύω πως ούτε κι αυτός ευτυχεί μαζί σου. Σίγουρα τον τράβηξες γιατί είσαι διαφορετική από τις άλλες του σχέσεις, όμως δεν μπορεί να συμβαδίσει μαζί σου. Δεν φταίει αυτός που έχει μάθει έτσι. Προσπαθείς να κάνεις έναν άνθρωπο που ως τώρα έτρωγε ψωμί και τυρί να συνηθίσει να τρώει το φιλέτο που του παρέχεις. Μπορεί να το αντέχει το στομάχι του, δεν το αντέχει όμως η τσέπη του και δεν θέλει να το συνηθίσει γιατί ξέρει ότι αν χωρίσετε δεν θα μπορεί να το αγοράσει μόνος του».

            «Δηλαδή αποκλείεται να αλλάξει;» έκανε την επόμενη προβλέψιμη ερώτηση. 

«Τίποτα δεν είναι αδύνατον, δεν ξέρω όμως αν αξίζει τον κόπο να αφιερώνεις τόσο χρόνο σε κάποιον που δεν είναι το παιδί σου.  Βρήκες κάποιον με τα ίδια στοιχεία που είχε ο πρώην άντρας σου και θέλεις να πετύχεις εκεί που θεωρείς πως απέτυχες. Το ξέρω ότι είναι δύσκολο να σπάσεις το μοτίβο, να αλλάξεις αυτό που ξέρεις τόσο καλά να κάνεις. Αυτή η σχέση δεν θα προχωρήσει, όπως σου είπα, ή αν θέλεις, δεν θα προχωρήσει εύκολα.

Αν θέλεις μια σχέση ισότιμη, καλό θα ήταν να αποφύγεις αυτόν τον τύπο συντρόφου κι όταν ένας ανάλογος άντρας σε πλησιάσει, αρνήσου την προσφορά του, πήγαινε παρακάτω. Κάποια στιγμή θα βρεις αυτόν που θα είναι για εσένα.  

Ωστόσο, επειδή όλα τα πράγματα στην ζωή είναι απόρροια των δικών μας επιλογών, αν αποφασίσεις ότι θα είσαι ευτυχισμένη πολεμώντας χωρίς απολαβές, κάνε το συνειδητά και κανένας δεν θα σε κατηγορήσει. Τότε όμως να μην γκρινιάζεις. Θα σου συνιστούσα μάλιστα να απολαμβάνεις την προσπάθειά σου για να έχεις την αίσθηση του στόχου».  

Αφού έφυγε έμεινα να σκέφτομαι πόσο χρόνο σπαταλούμε εμείς οι γυναίκες με το να προσπαθούμε ‘για το καλό του άλλου’. Πόσα πράγματα θα είχαμε κάνει, πόσες δημιουργικές ώρες χάνονται απασχολώντας το μυαλό μας πώς θα ισιώσουμε αυτά που θεωρούμε στραβά. Δεν έχω αποτελέσει εξαίρεση, είμαι κι εγώ στο κόλπο. Κι εγώ κάποτε έκανα τα ίδια, όχι όμως πια.