Φρέσκα

H Άννα…και οι Δεσμοί της Φιλίας.

      της Ερατώς Ροδοπούλου

            Ανακάλυψα τη γυναικεία φιλία μεγάλη καθώς στη γειτονιά μου υπήρχαν πολλά αγόρια και καθόλου κορίτσια. Όταν αποφάσισα να κάνω φίλες, ανακάλυψα έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο όπου υπήρχε μεγάλη αγάπη στη φλυαρία, ακόμα και για τα πιο ασήμαντα. Έλεγες ό,τι ήθελες και πάντα ήταν όλες πρόθυμες να σε ακούσουν, να θυμηθούν τα αντίστοιχα δικά τους. Δεν σε ανάγκαζαν να μπαίνεις στη λογική των αντρών, να πρέπει υποχρεωτικά να βρεις λύση στο πρόβλημά σου όταν το μόνο που εσύ ήθελες ήταν να το διηγηθείς. Μπορούσες να αναμασάς το θέμα σου όσο λαχταρούσε η ψυχή σου.

            Οι άντρες δεν λειτουργούν έτσι. Ως επί το πλείστον δεν ανοίγονται, μην και φανούν αδύναμοι, μην χάσουν το γόητρό τους. Άσε που τρέμουν τις παρεμβάσεις, αντίθετα με εμάς. Οι γυναίκες δεν έχουμε τέτοιο πρόβλημα. Μια φίλη μπορεί να σου πει την γνώμη της, όποια κι αν είναι, ακόμα κι αν ξέρει πως σε πικραίνει. Είναι επιτρεπτό, κατανοητό. Ίσως επειδή έχουμε υποστεί παρόμοιες παρεμβάσεις από τις μανάδες μας, σε αντίθεση με τα αγόρια που τα λατρεύουν σαν θεούς και δεν τους βρίσκουν λάθη. Αν δεν σου αρέσει ο αγαπημένος της φίλης, αν πιστεύεις πως χάνεται μαζί του, της το δηλώνεις χωρίς να περιμένεις να σου κρατήσει κακία. Σε γνωρίζει περισσότερο από εκείνον. Ξέρει πως αγαπημένους μπορεί να βρει εύκολα, ενώ φίλες όχι.

            Την Άννα τη γνώρισα μέσω μιας φίλης μου, της Γεωργίας  δεινής μαγείρισσας ουζομεζέδων κι αστέρι της μπιρίμπας. Μαζευόμασταν σχεδόν κάθε εβδομάδα στον υπέροχο κήπο της να της κρατήσουμε παρέα, καθώς είχε μικρό παιδί και δεν ήταν εύκολο να βγαίνει. Κουβαλούσε η καθεμιά ένα πυρέξ με φαγητό και παίζαμε χαρτιά τσιμπολογώντας και πίνοντας. Πάνω στο παιχνίδι λεγόταν πειράγματα και αλήθειες που πονούσαν. Άρχιζαν κουβέντες που έμεναν μετέωρες την ώρα που κατέβαινε το φύλλο ή σταματούσαν για να συγκεντρωθεί η προσοχή καλύτερα. Όλες ανεξαιρέτως μιλούσαμε για τα προσωπικά μας, θυμόμασταν παλιές ιστορίες, αναμοχλεύαμε περιστατικά που την στιγμή που συνέβησαν δεν ήταν διόλου διασκεδαστικά σε αντίθεση με τον τρόπο που τα παρουσιάζαμε εκ των υστέρων.  

            Η Άννα ήταν παλιά στην παρέα, κολλητή της Γεωργίας. Είχε χωρίσει σχετικά πρόσφατα και μετά το διαζύγιό της είχε κλειστεί στον εαυτό της. Όταν αισθάνθηκε καλύτερα, έψαξε να βρει δουλειά, καθώς για χρόνια απασχολείτο στο γραφείο του πρώην άντρα της που ήταν δικηγόρος. Κανένας από τους παλιούς φίλους δεν την ξέχασε, καμία πόρτα δεν έκλεισε για εκείνη. Την καλούσαν σε συγκεντρώσεις, τραπεζώματα. Ήταν αγαπητή σε όλους.  Έτσι, σταδιακά, άρχισε να έχει κοινωνική ζωή και γνώρισε τον Γιώργο, που έμενε εκτός Αθηνών, σε κοντινή πόλη.

Εκείνος, από την άλλη, δεν είχε παντρευτεί ποτέ. Δήλωνε υπέρ των σχέσεων και κατά του γάμου. Ισχυριζόταν πως ο γάμος, με τις ευθύνες του, σκότωνε τον έρωτα κι εκείνος ήθελε να είναι ερωτευμένος Έτσι που  η Άννα ήταν ταλαιπωρημένη από τη συζυγική ζωή, δεν δίστασε να συμφωνήσει μαζί του. Είχε ζήσει  περισσότερη από τη μισή ζωή της σαν σύζυγος και τη μητέρα. Αυτό που ήθελε ήταν ένας έρωτας ανάλαφρος, χωρίς δεσμεύσεις και υποχρεώσεις.

            Άρχισε ένα πήγαινε έλα όλο ένταση. Επόμενο, καθώς οι συναντήσεις τους γίνονταν δύο φορές την εβδομάδα και ο χρόνος που περνούσαν μαζί ήταν λίγος. Όσοι έχουν ζήσει σχέσεις που ο χρόνος είναι περιορισμένος, ξέρουν πόσο δυνατά είναι τα συναισθήματα που δημιουργούνται. Πρώτα απ’ όλα, προσέχεις τι θα πεις, δεν υπάρχουν περιθώρια για μουρμούρες καθώς δεν είναι εύκολο να επανορθώσεις. Μετά, η κάθε συνάντηση προγραμματίζεται έτσι που να είναι μοναδική. Άσε πια το όνειρο που πλάθεται στο κεφάλι σου, φαντάζεσαι τα πράγματα που θα κάνετε μαζί όταν συναντηθείτε, τα εξιδανικεύεις όλα. Αυτές οι σχέσεις έχουν τη λιγότερη φθορά, τις λιγότερες τριβές και βέβαια τη μικρότερη επαφή με την πραγματικότητα.

            Η Άννα ενθουσιάστηκε με τον Γιώργο, που ενσάρκωνε όλα όσα της είχαν λείψει. Δυστυχώς, δεν αντιλήφθηκε ότι είχε να κάνει με επαγγελματία ενός είδους που τείνει να εξαφανιστεί, αυτό του εραστή. Της φερόταν σαν να ήταν μοναδική, της έστελνε υπέροχα ερωτικά μηνύματα στο κινητό, της αφιέρωνε τραγούδι με στίχους όλο νόημα.  

            Αυτή η ιστορία κράτησε έξι μήνες. Μετά, χωρίς να υπάρχει η παραμικρή αιτία, αυτός που τόσο την αγαπούσε της ζήτησε να χωρίσουν κι εξαφανίστηκε, δεν ήθελε να δεθεί, αυτό της είπε σαν δικαιολογία. Όπως φαίνεται, γι’ αυτόν η σχέση είχε κάνει τον κύκλο της. Ήταν καιρός να επαναλάβει το παιχνίδι με άλλη σύντροφο.

           Άνοιξε η γη κάτω από τα πόδια της, το μυαλό της δεν το χωρούσε. Εκείνη ήξερε πως τα ζευγάρια χωρίζουν επειδή υπάρχει φθορά, τριβές, καυγάδες. Το πήρε προσωπικά. Πού είχε φταίξει, ποίο ήταν το λάθος; Όταν μετά από ένα μήνα έμαθε πως ο Γιώργος είχε αρχίσει τη γνωστή ιστορία με μια άλλη γυναίκα, κατάλαβε. Τότε η Άννα αποφάσισε να συνεχίσει με τη ζωή της το συντομότερο. Δεν ήταν, όμως, έτοιμη. Το κορμί της ακόμα μύριζε από τον Γιώργο όταν εμφανίστηκε ο Αλέξανδρος, που πέρα από το όνομά του δεν είχε το παραμικρό ένδοξο επάνω του.  Ήταν ένας μικρόσωμος κοντόχοντρος ανθρωπάκος, ελαφρώς φαλακρός, ασήμαντος.

           Όταν τον είδε η Γεωργία, που με συναγωνίζεται στην »κακία»,  της είπε: «Χρυσό μου, εσύ πάντα ψώνιζες από το Κολωνάκι, πώς ξέπεσες τώρα στα πανέρια της Αθηνάς;», κουβέντα που »έγραψε». Από εκεί και πέρα τον αποκαλούσαμε Αθηναίο, ακόμα και μπροστά του. Τον γνωρίσαμε όταν το κακό είχε ήδη γίνει, είχαν ήδη κάνει ‘σοβαρή’ σχέση. Έπρεπε λοιπόν να χωνέψουμε τα δύσπεπτα. Πώς να πικράνεις μια φίλη που κόντευε να πάει στον άλλο κόσμο τρεις μήνες πριν;  

            Ο Αθηναίος ήταν ένα ναυάγιο της ζωής. Χωρισμένος, με τρία παιδιά που μεγάλωναν με την πρώην γυναίκα του, η οποία είχε επιστρέψει στην πόλη που είχαν και οι δυο μεγαλώσει και δεν του επέτρεπε καν να τα δει. Ήταν μπλεγμένος σε έναν δικαστικό αγώνα μαζί της που τελειωμό δεν είχε. Έδινε ό,τι χρήματα μάζευε σε δικηγόρους και κυκλοφορούσε με μίζερο, ξινισμένο και κακομοίρικο ύφος, περιμένοντας να τον συμπονέσουν, να τον λυπηθούν. Γενικώς και ειδικώς μας έδινε στα νεύρα, σε όλες εκτός από την Άννα, που τον είχε –παραδόξως- επιλέξει.   

            Τον συνάντησε σε ένα γάμο. Καθόταν σε μια γωνιά της εκκλησίας, συγκινημένος από το μυστήριο. Κάποια στιγμή δάκρυσε μάλιστα. Αυτή τη στιγμή τον συνέλαβε το μάτι της Άννας. Το τι διέκρινε παραμένει άγνωστο. Πάντως, μετά την τελετή τον πλεύρισε και του άνοιξε κουβέντα. Κρατούσε αυτός ένα λουλουδάκι που είχε βγάλει από τον στολισμό, τόλμησε να της το δώσει. Μετά τη ρώτησε προς τα πού έμενε να μοιραστούν το ταξί, εκείνη του είπε πως είχε αυτοκίνητο και αν ήθελε θα μπορούσε να τον πάει. Στη διαδρομή πρότεινε καφεδάκι. Εκείνη, όχι αυτός.

            Στην καφετέρια της άνοιξε την καρδιά του. Μαύρισε ο τόπος από τη δυστυχία, τη μιζέρια, την απελπισία. Ήταν άτυχος, τόσο άτυχος. Η ζωή ήταν ανελέητη μαζί του, τον είχε τσακίσει. Δεν είχε φίλους, κανέναν να του σταθεί. Ακούμπησε η Άννα το χέρι της πάνω του, λες και ήταν μαμά που ντάντευε παιδάκι »σώπα, σώπα μικρό μου, θα το φιλήσω και θα περάσει». Το ίδιο βράδυ κοιμήθηκε μαζί του μόνο και μόνο γιατί της φάνηκε τόσο ταλαιπωρημένος ώστε δεν αποτελούσε απειλή. Εκείνος δεν είχε κάνει τίποτε άλλο από το να διαλαλήσει την πραμάτεια του, περιμένοντας κάποια να τον λυπηθεί και να τον διαλέξει.

            Η θεία μου κάποτε βρήκε έξω από το σπίτι της ένα σκύλο. Λυπήθηκε το ζωντανό όπως την κοιτούσε και του έδωσε να φάει. Την επόμενη ημέρα, την ώρα που επέστρεφε, τον βρήκε να την περιμένει. Του άνοιξε την πόρτα του κήπου, να μπει μέσα. Δεν την πείραζε να μείνει εκεί. Απέκτησε έτσι φύλακα. Όταν έπιασαν τα κρύα τον έβαλε να μείνει στο κλιμακοστάσιο, να προφυλαχτεί. Μετά τον έμπασε στο σπίτι, πάντα με την προοπτική το βράδυ να κοιμάται στο κλιμακοστάσιο. Ο σκύλος έκανε τον ψόφιο, αδύνατο να τον κουνήσεις. Σήμερα έχει αποκτήσει όνομα, τη θέση του, το μαξιλάρι του και γαβγίζει έτσι και πάει κανείς να του μιλήσει.

            Ο Αλέξανδρος ακολούθησε την ίδια τακτική. Σιγά-σιγά έγινε κατεστημένο στη ζωή της Άννας. Και βέβαια, σιγά-σιγά έγινε ένα τέρας. Δεν μπορούσες να τον κατηγορήσεις ευθέως, είχε τον τρόπο του. Το μεγάλο κόλπο ήταν το άδειο ψυγείο. Κάθε φορά που η Άννα το άνοιγε για να πάρει νερό ή ένα φρούτο, δεν είχε τίποτε μέσα. Εκείνος είχε δήθεν ξεχάσει να ψωνίσει. Πεταγόταν εκείνη στο διπλανό σούπερ μάρκετ και γυρνούσε με ένα σωρό καλούδια. Ποτέ δεν της το ζητούσε, αλλά ποτέ δεν της έδινε και χρήματα.

            Καμία από την παρέα δεν μπορούσε να κατανοήσει πως τον ανεχόταν. Ο άνθρωπος ήταν αγροίκος, άξεστος. Δεν ήταν συμπεράσματά μας, ήταν διαπιστώσεις. Όπως εκείνη τη φορά που είχαμε βγει γυναικοπαρέα για φαγητό κι εκεί που καθόμασταν μες την καλή χαρά, νάσου ο Αθηναίος, ακάλεστος. Η Άννα τον είχε ενημερώσει για το πού θα βρισκόμασταν, μην και ανησυχήσει. Ήρθε, κάθισε μαζί μας κι άρχισε να σχολιάζει το τι τρώγαμε, το ύψος που θα έφτανε η χοληστερίνη μας και το μέγεθος του λογαριασμού που θα πληρώναμε. Μας χάλασε το κέφι. Όταν τελείωσε το κήρυγμά του, απόφαγε από τα πιάτα ολονών μας,  μην και υποχρεωθεί να πληρώσει, παρόλο που του είχαμε προτείνει να κεράσουμε. Υποτίθεται πως ο έρωτας αυξάνει την αυτοεκτίμηση. Τι θα μπορούσε να αυξήσει ένα τέτοιο ταίρι, πέρα από την πίεσή σου;

            Την επόμενη συνάντηση συμφωνήσαμε να την κάνουμε στο σπίτι μου. Ξέραμε πως ο Αλέξανδρος δεν θα τολμούσε να εμφανιστεί απρόσκλητος, δεν είχε τόσο θάρρος μαζί μου. Είχαμε αποφασίσει να μιλήσουμε όλες στην φίλη μας, να της εξηγήσουμε ότι υποτιμούσε τον εαυτό της. Θα της το λέγαμε με τρόπο, διακριτικά, να μην την πονέσουμε. Το είχαμε συζητήσει πολύ πριν το αποφασίσουμε, δεν ξέραμε αν είχαμε το δικαίωμα να επέμβουμε.  Αυτό που μας απασχολούσε, ωστόσο  ήταν ότι η σχέση αυτή κρατούσε πάνω από ένα χρόνο πια. Κατά καιρούς γίνονταν φοβεροί καυγάδες αλλά ποτέ δεν χώριζαν. Η κουβέντα »πρόσεχε μην σου μείνει», επαναλαμβανόταν κάθε φορά που βλεπόμασταν.

            Πιστεύαμε πως την εκμεταλλευόταν και δεν το καταλάβαινε. Έκανε πονηριές και οδηγούσε τα πράγματα εκεί που ήθελε. Για παράδειγμα, ήταν να βγουν ένα βράδυ και πήγε να τη συναντήσει με βρώμικο πουκάμισο. Όταν του το είπε ξερά και κάθετα, εκείνος κατέβασε τα μάτια και ψιθύρισε: «Πώς να το πλύνω που δεν έχω πλυντήριο;»   Το άλλο πρωί η Άννα έφυγε με μια τσάντα ρούχα που του τα επέστρεψε σιδερωμένα. Από εκείνη τη στιγμή, η καθαριότητα των άπλυτων έγινε καθεστώς. Και δεν ήταν μόνο αυτό. Ένας ‘πόνος στην μέση’ τον έκανε να μην ασχολείται καθόλου με το σπίτι. Χώμα κάτω, στοίβα τα πιάτα. Ανασκουμπώθηκε εκείνη κι έγινε οικιακή βοηθός. Και δεν έφτανε μόνο αυτό, εμείς υποπτευόμασταν ότι της αποσπούσε χρήματα, γιατί πώς είχε πληρωθεί το ρεύμα που του είχαν κόψει επειδή είχε ένα δικαστήριο και αδυνατούσε να ανταποκριθεί;

            Όταν αρχίσαμε να της λέμε τις σκέψεις μας, τους φόβους μας κι ότι δεν καταλαβαίναμε γιατί έμενε μαζί του, η Άννα μας εξέπληξε.

            «Όλα αυτά που λέτε τα ξέρω, όμως με αγαπάει, γι’ αυτό μένω. Μερικές φορές του φέρομαι απαίσια και δεν λέει κουβέντα, συνεχίζει να με αγαπάει παρόλη την κακή μου συμπεριφορά. Όταν με νευριάσει πολύ τον βρίζω, χτυπάω την πόρτα πίσω μου και φεύγω. Πάντα εκείνος υποχωρεί. Μια φορά τον βρήκα να με περιμένει κάτω από το σπίτι μου. Κλαίγοντας μου ζήτησε συγγνώμη»

            «Σαν να λέμε, σε ευχαριστεί γιατί νιώθεις πως έχεις το επάνω χέρι», πήρα τον λόγο. «Έχεις σκεφτεί ποιος διευκολύνεται με αυτήν τη σχέση; Τι του κοστίζει να ζητήσει συγγνώμη, προκειμένου να μην χάσει τη βολή του; Θυμάσαι τότε που είχατε χωρίσει και ‘έπαθε λουμπάγκο’; Του έκανες τη νοσοκόμα δέκα μέρες. Κόντεψες να εγκατασταθείς στο σπίτι του. Μαγείρευες, γιατροπόρευες, ντάντευες. Αν δεν ήσουνα εσύ, θα είχε σηκωθεί και θα είχε πάει στη δουλειά του. Άσε τις τύψεις που είχες, γιατί σε είχε πείσει πως το είχε πάθει από το στρες πως δεν θα σε ξανάβλεπε».

            «Κανόνισε να σου ζητήσει να παντρευτείτε και να δεχτείς», της είπε η Γεωργία. «Μετά τον δικηγόρο να πάρεις έναν ασβό. Ούτε για γουναρικό δεν κάνει» δεν κρατήθηκε.

            Η συνάντηση κατέληξε σε βουβαμάρα. Το διαλύσαμε νωρίς, ήταν η ατμόσφαιρα βαριά. Μετά από μερικές μέρες χτύπησε το τηλέφωνό μου νωρίς το πρωί, αξημέρωτα. Άκουσα τη Γεωργία στην άλλη άκρη.

            «Έλα, θα σκάσω αν δεν σου μιλήσω. Πήρε την Άννα ο Γιώργος στο τηλέφωνο, θέλει να τα ξαναβρούνε. Οργανώνω μάζωξη το βράδυ, σ εμένα». 

            Μαγείρεψα ένα χταποδάκι και το βράδυ πήρα τους δρόμους. Όταν έφτασα, οι άλλες ήταν ήδη εκεί. Σύντομα είχαμε τις πληροφορίες από πρώτο χέρι. Το προηγούμενο βράδυ η Άννα είχε συναντηθεί με τον Γιώργο, τον μεγάλο εραστή. Γονατιστός την παρακάλεσε να δεχτεί να τα ξαναφτιάξουν. Δεν δέχτηκε.

            «Με μεταμόρφωσες σε τέρας και τέρας θα παραμείνω», του δήλωσε. «Δεν θέλω πια να αγαπώ κανέναν. Όταν σε συνάντησα ήμουν στο ξεκίνημα μιας νέας ζωής, έψαχνα να βρω τον εαυτό μου μετά το σοκ που είχα περάσει με το μπλέξιμο του πρώην άντρα μου. Το ήξερες, στο είχα πει. Δεν σε σταμάτησε τίποτα. Έπαιξες το παιχνίδι σου. Τώρα θα παίξω το δικό μου. Δεν σε θέλω πια» και τον έδιωξε.

            «Τώρα δηλαδή έχει μείνει το πεδίο ελεύθερο για τον Αθηναίο ε;»

             «Κορίτσια, μετά τη συζήτηση που κάναμε, το ξανασκέφτηκα. Ήδη η μιζέρια του με έχει κουράσει πολύ, άσε την κλάψα του. Θες ότι ικανοποιήθηκα που είδα τον Γιώργο να με παρακαλάει, δεν έχω πια λόγο να συντηρώ αυτή τη σχέση. Ξεπέρασα το φόβο να μείνω μόνη, κατάλαβα πως είμαι τυχερή που έχω φίλες που με αγαπούν. Δεν θα χαθώ»

            Παρά το ότι συναντιόμασταν κάθε εβδομάδα, καμία δεν άνοιξε πια κουβέντα στην Άννα για τον Αλέξανδρο. Εκείνο το βράδυ μας είχε διαβεβαιώσει πως με πρώτη ευκαιρία, την καταλληλότερη στιγμή, θα τελείωνε τη σχέση. Η παρέα ξέρει πως όταν κάποια από εμάς πάρει μια απόφαση, κρατάει το λόγο της. Γι’ αυτό είμαστε όλες δύσκολες στις υποσχέσεις μας.      Μετά από τρεις μήνες, η φίλη μας εμφανίστηκε στην καθιερωμένη συνάντηση με μια τούρτα.

            «Τι γιορτάζουμε;» θελήσαμε να μάθουμε.

            «Την ελευθερία μου και τη φιλία μας», απάντησε.  «Ο Αλέξανδρος ο Αθηναίος αποτελεί παρελθόν. Μίλησα με την αδελφή του που επέμενε πως έπρεπε να γυρίσει στον τόπο του, του έλειπαν τα παιδιά του. Ίσως να μπορούσε να τα βλέπει έστω και λίγο, μετά το σχολείο. Αρχίσαμε να τον πιέζουμε και οι δυο και τα καταφέραμε. Εχθές τον αποχαιρέτησα. Τον είχα συμπονέσει τόσον καιρό που ήμασταν μαζί. Πιθανόν για κάποιο διάστημα να μου τηλεφωνεί, όμως η κατάσταση έχει τελειώσει οριστικά»

            Η Γεωργία άνοιξε την σαμπάνια και η τούρτα κόπηκε σε κομμάτια χορταστικά.

            «Όχι δίαιτες απόψε, όχι πονεμένες ιστορίες, όχι συζητήσεις για άντρες. Σήμερα θα γιορτάσουμε τη φιλία μας», σήκωσε το ποτήρι της.