Τα κομπολόγια
του Μιχάλη Δήμα
Δευτέρα 29 Ιουλίου 2019. Ποτέ δεν αξιώθηκα να κρατήσω στα χέρια μου κεχριμπαρένιο κομπολόι. Ωστόσο πάντα μου γυαλίζανε οι χάντρες και ας ήτανε ψεύτικες, φτηνές και πλαστικές. Είχα ένα κομπολογάκι του πατέρα μου που βρήκα, αφότου έφυγε για πάντα από κοντά μας. Η αξία του μηδαμινή και ασήμαντη για τους άλλους. Για μένα όμως ήταν ανεκτίμητο και με συντρόφεψε για κάμποσα χρόνια στα δύσκολα γυρίσματα της ενηλικίωσής μου. Το πρόσεχα σαν κόρη οφθαλμού να μην το χάσω. Παρ’ όλα αυτά ήρθε κάποτε η στιγμή να με εγκαταλείψει. Το ξέχασα σ’ ένα καπηλειό, ξεμυαλισμένος από μια μικρή σειρήνα, ξελογιάστρα. Μάταια το αναζήτησα την επομένη. Θα έπεσε στα χέρια του επόμενου πελάτη. Ποιος ξέρει πόσα χέρια να άλλαξε από τότε. Έκτοτε μου γυαλίζανε οι χάντρες έστω και αν ήτανε ψεύτικες κι αν ήταν πλαστικές. Έκτοτε πολλά κομπολόγια έφτιαξα με τα χέρια μου και πρόσεχα το δέσιμο να είναι φινετσάτο και το ζύγισμα σωστό μέσα στα δάχτυλά μου. Σε κάποια από αυτά σκορπίσανε οι χάντρες τους με θόρυβο σε μωσαϊκά, τσιμέντα και πλακάκια. Κάποια άλλα χάρισα και τα υπόλοιπα τα έχω αποσύρει. Γιατί στην ηλικία μου τι να μου πουν τα χρώματα τα έντονα, τα κόκκινα και τα πορτοκαλιά, τα κίτρινα και τα μελιά με τις ανταύγειες και τα πολλά νερά. Έτσι έχω καταλήξει σ’ ένα ασπρόμαυρο, μια χάντρα άσπρη μια μαύρη, μια άσπρη μια μαύρη, εναλλάξ. Ζωή και θάνατος, ζωή και θάνατος, ζωή ή θάνατος, ζωή ή θάνατος…
