Ιστορίες άσημων ανθρώπων…Ο Ανώνυμος
του Λευτέρη Τσίλογλου
Από μακριά φαινόταν. Ένας μεσόκοπος κύριος με τσαλακωμένα και αφρόντιστα ρούχα, που όμως έδειχναν καλύτερες μέρες στο παρελθόν. Το ίδιο και τα παπούτσια, Ακούρευτος, αξύριστος, όχι όμως μούσι. Με μια κουβέντα αφημένος. Διστακτικός κατηφόριζε τη Σοφοκλέους, γεμάτη από μετανάστες κάθε λογής και χρώματος. Κανείς δεν τον πρόσεξε ούτε του έδωσε σημασία. Γέμισε από νέες εικόνες που μέχρι τώρα δεν ήταν εξοικειωμένος να αντικρίζει…
Χθες ακριβώς άκουσε κοντά του μια συζήτηση. Καθόταν σ’ ένα παγκάκι στο πνευματικό κέντρο της οδού Ακαδημίας και δίπλα του δυο σκουρόχρωμοι έλεγαν σε σπαστά Ελληνικά
-Κάθε μεσημέρι τρώω στο Δήμο της πόλης. Εκεί μοιράζουν φαγητό
-Μπορεί να πάει ο οποιοσδήποτε;
-Εκατοντάδες είναι μαζεμένοι.
-Και που είναι αυτό;
-Τέρμα Σοφοκλέους και Πειραιώς
-Να έρθω κι εγώ μαζί σου αύριο;
-Θα με βρεις εκεί γύρω στις μία το μεσημέρι
…Τότε το σκέφτηκε. Γιατί να μην πάω κι εγώ; Χθες την έβγαλα μόνο μ’ ένα κουλούρι. Αν αυτό συνεχιστεί και δεν αντιδράσω θα πεθάνω απ’ την πείνα. Κι έτσι βρέθηκε στο σημείο όπου είδε την ουρά στο προαύλιο. Κάθισε ακίνητος να παρατηρεί τα συμβαίνοντα. Κόσμος έμπαινε κι έβγαινε. Αστυνομία δεν υπήρχε. Πέρα από ένα φύλακα, υπάλληλο μάλλον του Δήμου, που την είχε αράξει σε μια καρέκλα. Ασυνήθιστος σε τέτοιες καταστάσεις, πλησίασε το φύλακα και με διστακτική φωνή ρώτησε
-Μπορώ να πάω κι εγώ για φαγητό;
Εκείνος τον κοίταξε περίεργα και τον ρώτησε
-Από ποια χώρα είσαι;
-Μα εδώ γεννήθηκα. Έλληνας είμαι
-Κατάλαβα. Θύμα της κρίσης κι εσύ
Έμεινε αμίλητος. Τι να πει; Το δράμα του ήταν σύνθετο και εντελώς προσωπικό. Δεν ήταν έτοιμος να το μοιραστεί με τον πρώτο τυχόντα. Ο φύλακας συνέχισε
-Τουλάχιστον είσαι γραμμένος στις καταστάσεις;
-Όχι τι είναι αυτό
-Δίνεις τα στοιχεία της ταυτότητας και μετά δικαιούσαι την καθημερινή μερίδα
– Ωχ! Κι εδώ γραφειοκρατία και έλεγχο; Άσε! Καλύτερα να τελειώσω από ασιτία. Και έκανε μεταβολή με σαφή την πρόθεση να φύγει. Ο φύλακας τον σταμάτησε
-Μη φεύγεις! Περίμενε με ένα λεπτό.
Έφυγε προς τα μέσα και πράγματι σύντομα γύρισε κρατώντας μια φουσκωμένη πλαστική σακούλα
-Θα έχεις τους λόγους σου να μη δίνεις τα στοιχεία σου. Το σέβομαι. Πάρε τουλάχιστον αυτά να σε στηρίξουν λίγο
Του ήρθε να κλάψει. Δίσταξε για λίγο, μα την πήρε.
-Σ’ ευχαριστώ αδελφέ. Ο θεός να στο ανταποδώσει
Με βιαστικά βήματα απομακρύνθηκε και χάθηκε μέσα στην κίνηση. Ο φύλακας ευχαριστημένος διαλογιζόταν.
Άραγε πόσα δράματα υπάρχουν γύρω μας και η αξιοπρέπεια μερικών τους κρατάει σε απόσταση από τις δράσεις αλληλοβοήθειας. Πόσους συμπολίτες μας η κρίση τους πέταξε έξω από τη φυσιολογική ζωή και ζουν το δράμα μόνοι τους; Τι θα μπορούσαμε άραγε να κάνουμε γι αυτό;
