Φρέσκα

Μια…παλιομοδίτικη ιστορία.

της Βασιλικής Δραγάτση

 

Σαν σκιά τον θυμάμαι αυτόν τον άνθρωπο… Δεν έμοιαζε με τους άλλους φίλους των γονιών μου. Είχε βαμμένο μαλλί, φορούσε μεγάλα γυαλιά, παλιομοδίτικες καμπάνες παντελόνια και αυτό που μου φαινόταν το πιο αστείο, παπούτσια με τακουνάκια…

Είχε ένα μαγαζί στη γειτονιά, ερχόταν στο σπίτι μας, χόρευε ωραία τσάμικα, έλεγε αστεία… Ορκισμένο γεροντοπαλίκαρο, εμφανιζόταν πάντα με ωραίες γυναίκες. Οι γονείς μου του φέρονταν με τρυφερότητα, σχεδόν με στοργή θα έλεγα.

Η μάνα μου του έδινε τάπερ με φαγητό, όχι ότι το είχε ανάγκη, δεν ήταν φτωχός, έτσι για το «σπιτίσιο»… Είχε παντρευτεί κάποτε, λέγανε… Κανείς δεν ήξερε τίποτα για αυτό και οι γονείς μου δεν το ανέφεραν ποτέ, σαν μυστικό… 

Κάποτε όμως και τα ακριβότερα μυστικά, όταν φεύγουν οι άνθρωποι, ξετυλίγονται….

Στα νιάτα του, εκεί στα τέλη του ’50, άφηνε το μαγαζί του στα αδέλφια του και τα βράδια δούλευε σε καμπαρέ: αβανταδόρος, γκαρνταρόμπα, τέτοια. Εκεί γνώρισε μια κοπέλα που δούλευε κονσομασιόν. Ίσως επειδή ήταν από τα μέρη του, ίσως γιατί ήταν καλό κορίτσι έγιναν φίλοι… Φίλοι αυτό μόνο…

Την γύριζε στο σπίτι της τα ξημερώματα, την νοιαζόταν, την πρόσεχε, πήγαιναν για μπάνιο τις Κυριακές τα πρωινά με τη μηχανή του, από εκείνες τις παλιές με το κάθισμα στο πλάι…

Κάποια στιγμή αυτή αρρώστησε και το τέλος της ήταν προδιαγεγραμμένο :»Θέλω να πεθάνω σαν κυρία», του είπε…

Την παντρεύτηκε, την φρόντισε σαν μωρό και σαν κυρία με το δικό του επίθετο, έφυγε…

Ξέρω! Μια τόσο μελό, τόσο παλιομοδίτικη ιστορία…. Τόσο τρυφερή, όμως…