Η…άλλη όχθη
του Γιάννη Παπασταθόπουλου
Ο Ν. καθαρίζει τη μηχανή του καφέ. Δουλειά άχαρη, σχολαστική. Στη μπάρα, ο άγνωστός μου Χ παρακολουθεί, χαμένος στην επιμέλεια που δείχνει ο Ν. καθώς δουλεύει. Εγώ με τη σειρά μου χαζεύω τον Χ. Το χέρι του έχει μείνει μέσα στο τασάκι για τουλάχιστον 1′ καθώς έχει βυθιστεί στη διαδικασία.
Είμαστε ο καθένας απορροφημένος στο θέμα του. Μια μηχανή, μια διαδικασία, ένας άνθρωπος. Μια κοπέλα που είχε γενέθλια, έχει αφήσει ένα κουτί γλυκά να κεραστούν όλοι. Το κουτί περνάει από μπροστά μου και παραμένει εκεί ανέγγιχτο. Κοιταζόμαστε μα δεν υποχωρεί κανείς μας. Ούτε αυτό κλείνει, ούτε εγώ απλώνω χέρι. Παραμένει ανοιχτό, περιμένοντας, μάταια, να κάνω το πρώτο βήμα.
Ένα τσιγάρο εμφανίζεται από το πουθενά, αράζει πάνω στο πακέτο αυθάδικα, αδιάφορα για τους γύρω, τραβάει το βλέμμα. Τώρα ο Ν. φτιάχνει το τρίτο κατά σειρά κοκτέιλ για τον τύπο δίπλα. Οι στιγμές της παρασκευής του είναι και οι μοναδικές που μαρτυρούν κίνηση στη μπάρα. Ο Χρόνος μοιάζει με ταχυδακτυλουργό κι εμείς ανυποψίαστοι θεατές στο σόου του, που εστιάζουμε μαγεμένοι σε άσχετα αντικείμενα για να χειροκροτήσουμε στο τέλος ενθουσιασμένοι.
Ένας τύπος που μπαίνει σε εντελώς άλλο κλίμα χαιρετώντας μεγαλόφωνα, μοιάζει ενοχλητικός. 3 ζευγάρια μάτια, επιστρέφουν στο σόου χωρίς καν να χαιρετήσουν.
Στην ίδια ευθεία με μένα στο απέναντι πεζοδρόμιο, κάποια άλλα μάτια, τσεκάρουν αριθμούς Κίνο, Λόττο, Τζόκερ, ενθουσιάζονται προς στιγμήν, εγκαταλείπουν αργότερα. Όση ώρα κάθομαι εδώ στην άκρη αυτής της νοητής γέφυρας, άνθρωποι κάνουν μόνο τη διαδρομή μπαρ-πρακτορείο. Το αντίστροφο όχι. Φαίνεται πως από κάπου αντλούν δύναμη, έμπνευση, ελπίδα την οποία και τρέχουν αμέσως να επενδύσουν με ό,τι τους περισσεύει.
Ξεγλιστράω απ´ τη θέση μου και σηκώνομαι όρθιος ενώ σκέφτομαι πόσο δύσκολο είναι τελικά το να μείνεις ακίνητος, σώμα και πνεύμα. “Θα πας να παίξεις τίποτα;” ρωτάει ο Ν. προσπαθώντας ν’ ανιχνεύσει τις προθέσεις μου.
Δεν ξέρω αν είναι η κούραση που ένοιωθα αλλά μου φάνηκε πως ο χρόνος κυλούσε πλέον κανονικά και το σόου είχε τελειώσει. Αριθμοί από μια ολόκληρη μέρα ίσως κι από μια ολόκληρη ζωή άρχισαν να γλιστράνε από πάνω μου, να φεύγουν από τις τσέπες και να πέφτουν στο πάτωμα. Πώς να του εξηγήσω τώρα πως δεν έχω καμία διάθεση να σηκώσω ούτε έναν από κάτω; Θέλει πολύ κουράγιο για ν’ ασχοληθώ με την ευημερία των αριθμών και δεν έχω.
Αν ακολουθήσω τους υπόλοιπους δεν θα υπάρχει επιστροφή, χίλιες φορές στη γωνία του μπαρ με το ποτό και το τσιγάρο μου. Σκέφτομαι τον στίχο “είναι μονόδρομος ο δρόμος πού ´χεις πάρει και δε σε βλέπω να γυρίζεις πίσω”.
Όχι άδικα. Δεν φοβάμαι τίποτα, δεν ελπίζω τίποτα. Είμαι μόνος μου.
