Οδός Θουκυδίδου…με άρωμα ρετσίνας
του Βαγγέλη Γκουγκουλή
αναδημοσίευση από imaginistes 1/10/12

Μεγάλη μέρα σήμερα..Κάθε μέρα για όλους μας-πλέον- έναι μεγάλη.
Για τους δικούς του λόγους ο καθένας χαρακτηρίζει μιά μέρα μεγάλη.
Για μένα πάντως ,σήμερα,είναι επειδή:
Ο Λεωνίδας φορτώνει μούστο απ΄τα Σπάτα.
Τη περασμένη Κυριακή καθάρισε τα βαρέλια του.
-Πως θα τα καθαρίσεις ρε βάσανο;
-Με πιεστικό και καυτό νερό..θα τ΄αφήσω να στεγνώσουν να λιαστούν
και θα περιμένουν….
Θα τα γεμίσει λοιπόν σήμερα ,κι ύστερα θα περιμένουμε εμείς….
Αρχές -μέσα Δεκέμβρη με τα πρώτα κρύα..
Θα κατεβαίνω μέχρι τότε στο εργαστήρι του
και θα μυρίζω το μούστο που σιγά-σιγά θα ζυμώνεται..
Κάθε φορά έχει διαφορετικό άρωμα.Κάθε φορά που βγάζουμε τη τάπα
απ΄το βαρέλι, οι μικρές φυσαλίδες της ζύμωσης
αναδύουν ευωδιές απ΄την
Αττική γη της Μεσογαίας. Μέχρι να κατακάτσουν…
Έτσι όπως κατακάθονται τα πρώτα ερωτικά πάθη των εραστών..
Η φυσική χημεία είναι το πάν…πιστέψτε με…Αν κάτι δε πάει καλά στη ζύμωση,
και στη μία και στην άλλη περίπτωση, η ύστερη ομολογία της απόλαυσης
είναι πρόσχημα και υποκρισία…
Ο Λεωνίδας δε βάζει ρετσίνα..
-Το φοβάμαι ,μου λέει, είναι μεγάλη μαγκιά η ρετσίνα.
Γελάω με τα λόγια του καθώς στρίβω Καλλιθέας και Θουκυδίδου
πιο κάτω απ΄το Στρογγυλό.
Οδός Θουκυδίδου. Δρόμος στεγνός, χωμάτινος. Καλοστρωμένος , ευθύς,
με φυσικά ρυάκια εκατέρωθεν,τέλεια σχηματισμένα, από τις παλιές ψάθινες
σκούπες των νοικοκυρών. Δεν πλημμυρίσαμε ποτέ, θυμάμαι…
Θουκυδίδου 52,το σπίτι μας,τι σπίτι δηλαδή,το δωμάτιο που μέναμε,
εσωτερικοί μετανάστες τότε,μέτοικοι, τέλη της δεκαετίας του΄50.
Στη συμβολή Θουκυδίδου και Καλλιθέας μπακάλικο με κρασί του Καραδήμα,
πιο κάτω δεξιά η μπακαλοταβέρνα Παναγιωτόπουλου,εκατό μέτρα πιο κάτω
η μπακαλοταβέρνα των αφών Σακκά.Λίγο πιο κάτω-“στο πηγάδι”πλατεία Κύπρου
η εξαίρετη ταβέρνα του Αριστείδη Κόσσυβα,δεξιά απέναντι η άλλη΄
του κυρ΄Μήτσου του Παπαδόπουλου-Σπαταναίος-.Διακόσια μέτρα πιο κάτω
η ταβέρνα του Γκαμώτου….
Ε! τώρα καταλαβαίνετε πως προέκυψε η περίφημη “ζύμωση” με το μούστο,
τη ρετσίνα,το κρασί,τη παρέα….
Αύγουστο μήνα,έβγαζαν όλοι τα βαρέλια στο δρόμο,στη Θουκυδίδου.
Τα τοποθετούσαν πάνω σε μεγάλα λατάκια, έβγαζαν τα πάνω τσέρκια ,
έμπαινα μέσα και με καυτό νερό και συρματόβουρτσες τα καθάριζα,
έβγαζα τα κατακάθια,το σώσμα..
Γέμιζε ο δρόμος από πάνω μέχρι κάτω αρώματα,το χώμα ρούφαγε,
κρατούσε ότι ήθελε, και το ανέδυε πάλι με τις πρώτες βροχές του φθινοπώρου.
τονίζοντας λες έτσι, τη συνέχεια του παλιού με τη σπονδή του πρώτου πίρου..
Τα βαρέλια στεγνώνανε,κι ο κυρ Βαγγέλης,παλιός Σαντορινιός
βαρελάς,
τα καλαφάτιζε με ιδιαίτερη μαεστρία και μεράκι..
Υστερα,και μέχρι τα τέλη του ΄59-60 έρχονταν τα κάρα από τα Μεσόγεια,
γέμιζαν τα βαρέλια με μούστο, βοηθούσαμε στις ιερές μεταγγίσεις,
παίρναμε σαν αντί-δωρο 2-3 κιλά μούστο για τη μουσταλευριά.
Πολλές φορές, πηγαίναμε στο υπόγειο του μπάρμπα Μήτσου,
ακούγαμε τις φυσαλίδες της ζύμωσης, χαϊδεύαμε τα βαρέλια,τα αριθμούσαμε.
Ενα απόγευμα έβρεχε ,σταματήσαμε τη μπάλα,πήγαμε στο υπόγειο,
ήπια απ΄το πίρο. Οι φίλοι μου με πήγαν σπίτι ,Θουκυδίδου 52.
Σε άλλο κόσμο εγώ, απ τη μουστιά και τα μεθυστικά αρώματα..
η μάνα μου,μου έσπασε μια γλάστρα με βασιλικό στο κεφάλι..
Τραυματική εμπειρία…
Εγώ όμως αναπολώ τέτοιες μέρες τη χωμάτινη Θουκυδίδου,τις ευωδιές της ζύμωσης,
τα χάδια των βαρελιών,τη γλάστρα με το βασιλικό…
και σκέφτομαι το Λεωνίδα…που φορτώνει μούστο απ΄τα Σπάτα…