…ένα πακέτο πενικιλίνες
του Αλέξανδρου Χρηστομάνου
Μια βροχερή μέρα ενός μαύρου χειμώνα, στην γιαγιά μου έφεραν τρέχοντας, ένα πακέτο πενικιλίνες. «Πω πω, τι καλά! Τα άδεια μπουκαλάκια θα γίνουν οι στρατιώτες μου!-είπα απερίσκεπτος για το πόνο της γιαγιάς, και αμέσως σχεδίασα την στρατολόγηση τους. Την επομένη μέρα, είχα τους τρεις πρώτους στρατιώτες, αφού πέρασαν δίχως το πώμα την διαδικασία της ορκωμοσίας, τους άφησα στα χαρακώματα. Ηγούμουν σκληρών μαχών και οι νίκες μου απαιτούσαν πολύ και γενναίους στρατιώτες. Έτσι, ένα βράδυ, συνεπαρμένος απ την ποριά των μαχών, ρώτησα στ’ αυτί την γιαγιά.
«Γιατί δεν κάνεις όλες τις ενέσεις μαζί, να αναρρώσεις γρήγορα!» Εκείνη με κοίταξε λυπημένη, πίσω από μια υγρή κουρτίνα δακρύων. Ήταν φανερό ότι πονούσε υπερβολικά. Ύστερα, αμίλητη με χάιδεψε με το κοκαλιάρικο χέρι της. «Μόνο έτσι θα σωθούμε και οι δυο. Εσύ θα αποκτήσεις την υγεία σου, και εγώ θα έχω τους πεζικάριους που μου λείπουν;» συνέχιζα το χαβά μου με διπλωματική προσέγγιση, μόλις είδα να σηκώνει ελάχιστα το βλέμμα. Δεν μου απάντησε. Έγειρε αργά το κεφάλι και βυθίστηκε ξανά σε κόσμους αχανούς. Όταν πέρασαν δυο εβδομάδες, η γιαγιά ένα πρωί άφησε αθόρυβα το κρεβάτι της, και με θρούμπα το μαλλί, σαν να πρόβαλε από το παλαιό κέντημα του τοίχου, στάθηκε στην πόρτα. Πράγματι, φοβήθηκα πολύ αλλά και την λυπήθηκα όταν την είδα. Αν και μέχρι εκείνη την ημέρα, η γιαγιά μου έδωσε μπουκαλάκια, μόνο για ένα μικρό στρατό χαρακωμάτων. Έτσι, ούτε λόγος για την εαρινή επίθεση που είχα στο νου. Η γιαγιά με είδε συγκεχυμένη. «Μου θύμωσες γιε, για τα λίγα μπουκαλάκια; -με ρώτησε με τρεμάμενη φωνή. «Μα πώς να αντέξω άλλες ενέσεις’ Η πενικιλίνη με κτυπάει στο κόκαλο! Αν με θέλει εδώ ο παντοδύναμος, αργότερα θα σου δώσω και άλλους «στρατιώτες!» –δεσμεύτηκε από καρδίας, και με φίλησε στο κούτελο.
Εκείνη την στιγμή, εγώ ο μέγας στρατηλάτης, αποφάσισα να παρατήσω το πόλεμο. Ή μάλλον, να παίξω άλλα παιχνίδια μη στρατηγικής. «Η εαρινή επίθεση παραλίγο μας καθάρισε την γιαγιά!» -φώναζα αναστατωμένος και διέταζα τα μπουκαλάκια, να εγκαταλείψουν αμέσως την μάχη. «Δεν πολεμάμε μωρέ, να επικρατήσουμε; Ε τότε; Ρωτούσα τα μπουκαλάκια σαν το Ναπολέοντα μετά το Βατερλό, να με ακούσει η γιαγιά. Τότε όλα τα στρατιωτάκια οπισθοχώρησαν κυλώντας. Έγινε ένας μικρός χαμός. Η θλίψη πλάκωσε τα μπουκαλάκια με ζωγραφισμένα επιστήθια διάφορα μετάλλια ανδρείας. Έτσι, οι μέρες περνούσαν και η γιαγιά έγινε πολύ καλύτερα. Ορθοπόδησε και βγήκε μέχρι στο χολ. Όταν είδε σκόρπια και εγκαταλειμμένα τα στρατιωτάκια μου, τότε μου τα έβρεξε για τα καλά.
«Είσαι άνανδρος και λιποτάκτης. Όχι, όχι. Δεν παρατάμε τον αγώνα, για χατίρι μιας μισοπεθαμένης γριάς. Μαχόμαστε με νύχια και δόντια ως την τελευταία σταγόνα αίματος.»
Εκείνη τη στιγμή, άκουσα κάτι που έσπασε μέσα μου. Το αισθάνθηκα καλά . Κατακερματίστηκε ο καλός μου εγωισμός. Θέλοντας η μη, αυτοαποκλήθηκα προδότης. Έτσι πορεύτηκα, ένας ασήμαντος και προδότης. Ξαναβρήκα συμπαράσταση μόνο στην δεύτερη γυναίκα μου, που τελικά κατάλαβε το παιδικό μου τραύμα και συγχωρεί τις μικρές μου απιστίες…
