Φρέσκα

Η…Ζίμενς

του Λευτέρη  Τσίλογλου 

Στην Αθήνα έφτασα στα μέσα Μαρτίου του 1968. Όλη η προίκα μου ήταν τα ρούχα που φορούσα και το μικρό χάρτινο βαλιτσάκι, που μέσα είχα παραχώσει δυο αλλαξιές, δυο ακόμα πουκάμισα και ένα μάλλινο πουλόβερ. Είχα φύγει πριν από τρία σχεδόν χρόνια από την Αθήνα και οι παρέες, οι φίλοι τα γνωστά λημέρια δεν υπήρχαν πια. Τα μόνα χρήματα που είχα στη τσέπη ήταν τρία κατοστάρικα που μου έδωσε η Μάνα με την αγωνία στο πρόσωπο της για την μελλοντική μου πορεία, αλλά και την πολύχρονη γνώση ότι είναι αδύνατο να μου αλλάξει τα μυαλά. Ήμουν γνωστός ξεροκέφαλος. Όμως με την ευχή της και να προσέχω τον εαυτό μου. Σπίτι να μένω δεν υπήρχε, το πτυχίο σε εκκρεμότητα κι η μοναδική τυραννική έγνοια τι θα κάνω για την τραγική κατάσταση που περνούσε ή χώρα. Ποια θα είναι η προσωπική μου συμμετοχή;

Να πλησιάσω το Πανεπιστήμιο δεν υπήρχε περίπτωση. Ο φόβος ήταν πραγματικός κι αμφίπλευρος. Από τη μια θεωρούσα ότι είναι σαν να πηγαίνω μόνος μου στο στόμα του λύκου. Οι σχολές ήταν γεμάτες από ασφαλίτες. Εύκολα θα βρίσκονταν οι καλοθελητές, που θα έδιναν ραπόρτο για την εμφάνισή μου. Βλέπεις δεν ήμουν ο ανώνυμος και ουδέτερος φοιτητής στο χώρο. Τα προηγούμενα χρόνια είχα οργώσει όλους τους χώρους της σχολής και η δραστηριότητα μου ήταν σ’ όλους γνωστή.

Από την άλλη η αντίδραση μου να πλησιάσω το Χημείο είχε και μια υποκειμενική διάσταση. Εδώ χιλιάδες συναγωνιστές, γνωστοί και φίλοι βρίσκονταν στα ξερονήσια, εδώ φοιτητές βρίσκονταν στη φυλακή για αντιστασιακή δράση κι εγώ θα εκμεταλλευτώ το χρόνο για σπουδές; Αυτό μου ήταν απαράδεκτο!
Δυστυχώς, τέτοια μυαλά κουβαλούσα τότε. Βεβαίως η εκ των υστέρων κριτική είναι εύκολη κι ανακουφιστική, αλλά σημασία έχει πως σκέφτεσαι και πως αντιδράς τη χρονική στιγμή που διαδραματίζονται τα γεγονότα. Οι ανάγκες για χώρο ύπνου, για βιοπορισμό και για τα εισιτήρια των λεωφορείων ήταν παρούσες και πραγματικές. Δεν μπορούσαν να υπερπηδηθούν με θεωρητικούς δικολαβισμούς. Το γουργούρισμα του στομαχιού είναι πάνω από ιδεολογικές απόψεις και θεωρίες.

Έπρεπε επειγόντως να βρω μια απασχόληση. Σ’ αυτό με βοήθησε το κορίτσι μου, η Ντόρα, που αργότερα έγινε η γυναίκα μου. Μέσω γνωστού του γνωστού βρήκα δουλειά ως φορτοεκφορτωτής στις αποθήκες της Ζίμενς. Τότε αυτές βρίσκονταν σε ένα διαγώνιο στενό μόλις περάσεις τον Κηφισό από τη Λένορμαν και μπεις στο Περιστέρι, στο αριστερό σου χέρι. Εκεί έπρεπε να είμαι στις 7.30 το πρωί κι αυτό δεν ήταν εύκολο, αν σκεφτείς ότι από εκεί που καθόμουν- στο σπίτι της ξαδέλφης μου Στέλλας κοντά στην πλατεία Κρήνης στην Νεάπολη του Πειραιά –για να φτάσω στη δουλειά έπρεπε να αλλάζω δυο λεωφορεία. Άρα πρωινό ξεκίνημα έπρεπε να γίνεται πριν ή το πολύ στις έξι.

Η ημερήσια αμοιβή μου ήταν κάτι περισσότερο από το βασικό μεροκάματο του ανειδίκευτου εργάτη, ενώ συγχρόνως, και για πρώτη φορά μου κολλούσαν ένσημα στο ΙΚΑ, κάτι θετικό και πρωτόφαντο, αφού όλες οι προηγούμενες απασχολήσεις μου από τη μικρή ηλικία ήταν ανασφάλιστη μαύρη εργασία. Τα 108 ένσημα που έκανα στη Ζίμενς προσμέτρησαν στην εξασφάλιση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος μου, όταν στα εξήντα πέντε χρόνια αξιώθηκα κι εγώ να πάρω σύνταξη.

Κατά την πρόσληψή μου χρειάστηκε να δώσω ένα βιογραφικό σημείωμα, που συμπλήρωσα ενώπιον του υπεύθυνου των προσλήψεων και εκεί, σε συμφωνία μ’ αυτόν που με σύστησε, δήλωσα διάφορες ψευτιές, μια εκ των οποίων ήταν οι γραμματικές μου γνώσεις. Είπα ότι είμαι απόφοιτος του δημοτικού και προς επίρρωση του ισχυρισμού μου συμπλήρωσα το βιογραφικό μου με το δεξί χέρι, οπότε τα ορνιθοσκαλίσματά μου επαλήθεψαν του λόγου το αληθές. Αυτός που με σύστησε ήταν ο μόνος που ήξερε την αλήθεια.

Στην αποθήκη, ετοιμάζαμε τις παραγγελίες που έστελναν τα καταστήματα- εκθέσεις της επιχείρησης και στη συνέχεια τα μοιράζαμε στα σπίτια. Κάποιοι, με εναλλάξ βάρδιες, έκαναν περισσότερη εσωτερική δουλειά και κάποιοι έφευγαν με τα φορτηγά για το μοίρασμα των παραγγελιών. Στο υπόγειο υπήρχε ένας κουμπαράς. Μέσα εκεί πέφτανε όλα τα ρεγάλα που έδιναν στους μεταφορείς οι πελάτες όταν η παραγγελία έφτανε στο σπίτι. Οι αγορές της εποχής ήταν κυρίως ψυγεία, πλυντήρια, ηλεκτρικές κουζίνες κι άρχιζαν σιγά-σιγά να διαδίδονται οι τηλεοράσεις. Κάθε Σάββατο μεσημέρι ο κουμπαράς άνοιγε και τα λεφτά μοιράζονταν εξίσου σ’ όλους τους εργάτες. Ήταν μια καλοδεχούμενη ενίσχυση στο φτωχό εισόδημά τους.

Μ’ αυτήν την ευκαιρία βγήκα κι εγώ πολλές φορές στο δρόμο, μπήκα σε πολλά σπίτια, αλλά ευτυχώς δεν είχα καμιά δυσάρεστη συνάντηση. Θυμάμαι με αρκετή ακόμα δυσαρέσκεια αυτό που συνέβη μεταξύ μας μια μέρα. Σε ένα σπίτι στο Ψυχικό η νοικοκυρά μας έδωσε πουρμπουάρ ένα ολόκληρο κατοστάρικο. Μαζί με τον οδηγό ήμασταν τρία άτομα. Μόλις μπήκαμε στο αυτοκίνητο ο Κεφαλλονίτης λέει μ’ ένα τρόπο σαν να το θεωρούσε αυτονόητο.

– Θα πάρουμε από είκοσι και στον κουμπαρά θα βάλουμε τα υπόλοιπα σαράντα. Εντάξει;
Αισθάνθηκα πολύ άσχημα. Δεν μπορούσα να δεχτώ κάτι τέτοιο. Αλλά ούτε και να δημιουργήσω πρόβλημα στο χώρο που εργαζόμουν. Του απάντησα
– Κάνε ό,τι θέλεις, δεν θα πω τίποτα σε κανέναν, αλλά το δικό μου το εικοσάρικο θα το ρίξεις στον κουμπαρά.
Από εκείνη τη στιγμή άρχισε η πλήρης απομόνωσή μου. Εννοείται ότι δεν με ξαναπήραν σε φορτηγό μαζί τους.

Τον υπόλοιπο χρόνο έμεινα στο υπόγειο και στην προετοιμασία και φόρτωση των αυτοκινήτων.
Αυτό ήταν ένα ζωντανό παράδειγμα ότι τα ανθρώπινα ελαττώματα διαπερνούν οριζοντίως και καθέτως όλα τα επαγγέλματα, όλους τους χώρους, τα μορφωτικά επίπεδα και τις οικονομικές βαθμίδες. Καταγράφτηκε στη συνείδηση μου σαν ένα επεισόδιο, που σιγά- σιγά και αργότερα γκρέμισε λίγες από τις ψευδαισθήσεις που σου καλλιεργούν τα σκέτα ιδεολογήματα.

Η υπονόμευσή μου από τους «έξυπνους» συνεχίστηκε χωρίς διακοπή αλλά πλησίαζε η χρονική στιγμή να γλυτώσουν από μένα. Οι επαφές μου με παλαιούς φίλους κατέληξαν σε οργανωτικό σχήμα που δε μου επέτρεπαν να κυκλοφορώ ελεύθερα στη πιάτσα. Έφυγα χωρίς να εξηγήσω το γιατί. Τη θέση μου στην αποθήκη τη διεκδίκησε συμπατριώτης φίλος από την Νέα Ιωνία και την κέρδισε. Από εκεί έφυγε ως συνταξιούχος. Δυστυχώς με την κλονισμένη υγεία του αποχαιρέτησε πρόωρα από τη ζωή. Ο Παναγιώτης Πετράκης.