Το κορίτσι που…κάποτε άλλαξε όνομα
της Αλεξάνδρας Λαμπροπούλου
Ρόδο της μοίρας, γύρευες να βρεις να μας πληγώσεις…
Ξεχνούσε, ονόματα, πρόσωπα, καταστάσεις. Η μνήμη της ένα χωνί. Γλυστρούσαν εύκολα τα πράγματα εκεί και μετά πολύ δύσκολα τα ανέσυρε. Ποτέ όμως δεν ξεχνούσε μυρωδιές, γεύσεις, συναισθήματα… Το φιλί του, ένα και μοναδικό, σχεδόν πεταχτό, το είχε μόνιμα εκεί στην άκρη από το στόμα της. Κρεμόταν σαν γιρλάντα Χριστουγεννιάτικη που νόμιζε ότι την έβλεπαν όλοι. Είχε γεύση, άρωμα, αφή, θερμοκρασία. Η μνήμη αυτού του φιλιού, ήταν οδυνηρή. Κάθε μέρα το ακουμπούσε για να το δροσίσει, να το καταπραΰνει. Μάταια. Αυτό επέμενε εκεί, σαν παλιά πληγή…
Κατέβαινε την Ερμού. Τον είδε λίγα βήματα μπροστά της στο συντριβάνι, μόνος του να περιμένει. Είχε να τον συναντήσει οκτώ μήνες. Είχε χαθεί. Νόμιζε ότι τον είχε ξεχάσει. Σκίρτησε. Είχε μόνο λίγα δευτερόλεπτα να αποφασίσει. Τι να κάνει; Έκοψε ταχύτητα στον βηματισμό της για να κερδίσει χρόνο. Τα συναισθήματα και οι φαντασιώσεις ερχόντουσαν απανωτά, σαν κύματα σε φουρτούνα, και της πλαγιοκοπούσαν την ψυχή. Έσπασε σε μικρά – μικρά κομματάκια. Κατέρρευσε όρθια.
Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα να ‘σουν εσύ που θα ‘φερνες την ξεχασμένη αυγή!
Το αποφάσισε. Όσο και να φοβόταν θα τον πλησίαζε. Φαντάστηκε για ένα εκατοστό του δευτερολέπτου το πλήθος να παύει το θόρυβο. Δεν θα υπήρχε άλλος. Θα ακουγόταν μόνο, έτσι… από μακρυά…, ο ήχος μιας λατέρνας να παίζει.
Την ακοή μου ως να ‘σμιξε κοχύλι βουίζει ο αντίδικος μακρινός κι αξεδιάλυτος του κόσμου ο θρήνος μα είναι στιγμές και σβήνουνται και βασιλεύει δίκλωνος ο λογισμός του πόθου μου, μόνος εκείνος…
Θα του έπιανε το χέρι, θα το φιλούσε απαλά στην παλάμη, θα το έβαζε επάνω στο στήθος της στο μέρος της καρδιάς. Θα τον κοιτούσε βαθιά στα μάτια και θα τον ρωτούσε: «Μίλα μου… πες μου… τον φαντάστηκα τον έρωτα στο βλέμμα σου; Την φαντάστηκα την αγωνία στα τυχαία αγγίγματά μας; Τα φαντάστηκα λοιπόν όλα;»
…Μες στον καθρέφτη η αγάπη μας, πώς πάει και λιγοστεύει μέσα στον ύπνο τα όνειρα, σκολειό της λησμονιάς μέσα στα βάθη του καιρού, πώς η καρδιά στενεύει και χάνεται στο λίκνισμα μιας ξένης αγκαλιάς…
Τα λόγια στοιβάζονταν μέσα της ανείπωτα και έπιαναν το χώρο σαν τα λουλούδια της λατέρνας εμπρός στη φωτογραφία. Σήμερα είχε έρθει η μέρα να του τα πει. Να του πει πώς βρήκε τον τρόπο να του μιλά τον καιρό που έλειπε. Να του πει πώς έμαθε λίγο – λίγο να ακούει τη σιωπή του, να φροντίζει για την αϋπνία του, να πονά για την εύθραυστη καρδιά του. Να του πει πώς έμαθε να κοιμάται για να μπαίνει αυτός κρυφά στα όνειρά της, εκεί που ήταν ελεύθερος να την σκεπάζει, να τη χαϊδεύει, να τη φιλά… Να του πει πως το μόνο που ήθελε, θεέ μου πόσο το ήθελε! ήταν να γίνει η τρελή Μισιρλού του. Να στάζουν μέλι τα χείλη της μόνο γι αυτόν, για να τον ακούσει να της λέει: «Αχ Μισιρλού μου!»
κι ας γείρει ο πόθος σου βαθύς σαν ίσκιος καρυδιάς και να μας πλημμυράει με των μαλλιών σου τη σπατάλη από το χνούδι του φιλιού στα φύλλα της καρδιάς
Περπατούσε με το βλέμμα καρφωμένο επάνω του. Κοιτούσε το κινητό του. Αυτή, άκουγε τη λατέρνα. Αυτός, το θόρυβο των πλανόδιων και των ζητιάνων. Σε ποιο όνειρο να συναντηθούν; Είχαν χαθεί… Τα αρχινισμένα φιλιά ήταν πια μόνο αρχινισμένα. «Το επεισόδιο θεωρείται λήξαν»… της είπε από καιρό. Ή μήπως όχι; Ήθελε να τον φιλήσει… Σκεφτόταν να μπαίνει μέσα στο στόμα του, να ανασαίνει μέσα από αυτό, να μπήγει τα νύχια της στο δέρμα του, να του δαγκώνει το λαιμό και να του φωνάζει: «Ότι και να γίνει τούτη τη βάρκα του έρωτα δεν μπορεί να τη συντρίψει η καθημερινότητα. Πλέει σε άλλες θάλασσες. Δεν το ήξερες;”
Πού πήγε η μέρα η δίκοπη που είχε τα πάντα αλλάξει; Δε θα βρεθεί ένας ποταμός να ‘ναι για μας πλωτός;
Σταμάτησε μόλις δέκα βήματα από αυτόν. Ο κόσμος ενοχλούνταν από τη στατικότητά της. Έπεφταν πάνω της. Τον κοιτούσε. Το λατρεμένο πρόσωπο, τα λεπτά του χέρια, το σώμα που ποθούσε. Πάλευε μέσα της. Ξαφνικά, η λατέρνα σταμάτησε… Άρχισαν να χτυπούν κινητά, κόσμος να μιλά, ζητιάνοι, κόρνες, θόρυβος. Το συντριβάνι μπροστά της νεκρό, στερεμένο. Ξεκίνησε να κάνει τα τελευταία βήματα. Ένα σπρώξιμο, ένας δίκαιος δισταγμός… Προσπέρασε. Περπάτησε ακόμα μερικά βήματα και έπειτα αργά και λυπημένα γύρισε προς το μέρος του να τον ξανακοιτάξει. Του μίλησε για ακόμα μια φορά χωρίς φωνή. “Μοιάζεις λίγο στον Σεφέρη, ξέρεις. Όμως σ΄εκείνο το ταξίδι στις Πλάτρες, που σου ζήτησα κάποτε για να ακούσουμε τ’ αηδόνια, δεν με πήγες ποτέ. Ίσως έτσι να είναι καλύτερα… Άλλωστε εγώ δεν είμαι η Ελένη. Θα μείνω για πάντα η Μισιρλού σου, όσο και να με αρνείσαι…”
Γύρισε με πόνο και έφυγε. Παρακάτω ο λατερνατζής έπαιζε το όργανο με το ντέφι στο δάπεδο για τα ψιλά. Δεν άκουγε πια τίποτα. Μέσα της επαναλάμβανε τους στίχους, ξανά και ξανά…
Ρόδο άλικο του ανέμου και της μοίρας, μόνο στη μνήμη απόμεινες, ένας βαρύς ρυθμός
