Ο…φωταγωγός
του Αλέξανδρου Χρηστομάνου
Όταν ήρθαμε να αγοράσουμε αυτό το διαμέρισμα πριν 20 χρόνια, ο πρώην ιδιοκτήτης άνοιξε και τις δυο μπαλκονόπορτες που κοιτούν στο στενό, και είπε συνεπαρμένος «Δείτε φως., δείτε άπλα..,θέα. Τι άλλο θέλετε;» Εμείς, πολύ νέοι τότε, αμέσως πιστέψαμε πώς ο ήλιος θα μας ράντισε με άφθονο φως. Κι όμως, τον ήλιο δεν το είδαμε. Στην κουζίνα μας και το μεσημέρι ανάβουμε το ηλεκτρικό φως. Απ τις μπαλκονόπορτες μπαίνει σκόνη και σαματά. Πολύ σαματά.
Και θα ‘χαμε μαραζώσει στην σκιά της παλιάς κλινικής, αν δεν υπήρχε για μας το μικρό, ασήμαντο παράθυρο του φωταγωγού. (Που ο πρώην ιδιοκτήτης δεν μας το έδειξε καν. Φαίνεται πώς δεν το υπολόγιζε.) Κι όμως, απ αυτό το παράθυρο μυρίσαμε αρχικά τα διάφορα φαγητά, πριν μας γεννηθεί η επιθυμία να τις μαγειρέψουμε. Μέρα με την μέρα καταλάβαμε, σε πια φαγητά πάει ο σκόρος, και που το κόκκινο πιπέρι. Πότε βάζουμε δυόσμο ή δαφνόφυλλα, και πότε προσθέτουμε το αυγολέμονο. Ακόμη από το ίδιο παράθυρο ακούσαμε και τους πρώτους καυγάδες της Ντίνας, μιας 40-αρας με δυο παιδιά. Και την ημέρα που ψήναμε το πρώτο μας παστίτσιο, ο άντρας της φώναξε. «Σε χωρίζω μωρή, αμέσως διαζύγιο.»
Τώρα τα παιδιά της Ντίνας σηκώνουν στο διαπασών το ραδιόφωνο. Λες και το γιορτάζουν. Πως να τους πούμε να το χαμηλώσουν; Το τραύμα τους είναι νωπό. Από πάνω μας, η Πειραιώτισα Ασημίνα κάνει άλλα σχέδια. Θέλει τον Κώστα τον Αιτωλό, που πάντα της το κάνει με ανοιχτό το παράθυρο. Αυτός ποτέ δεν της μίλησε για γάμο, και η Ασημίνα πρώτα γκρινιάζει…
Αυτά και άλλα τόσα ακούσαμε απ το μικρό, ασήμαντο παράθυρο του φωταγωγού, καθώς η ζωή μας κύλισε σε δύσκολα χρόνια, ως που μια μέρα, απ αυτό το παραθυράκι μπούκαρε στο διαμέρισμα μας, ο έντονος διάλογος δυο μελλοθάνατων γερόντων στο τρίτο, που πίστευαν με όλη την ψυχή τους, ότι αυτή τη φορά θα βγει ο νέος. «Θεέ μου, τι άλλο θα ακούσουμε;» μουρμούρισα.
Κι όμως οι γέροι είχαν δίκιο. Τελικά, για πρώτη φορά νέοι στην εξουσία. Όμως, οι δυο γέροι δεν το χάρηκαν. Γρήγορα ο κ Σπύρος έκοψε εισιτήριο δίχως επιστροφή, για το Κόκκινο Μύλο. Η κα Στεφανία μόνη και έρημη, καταριέται την ώρα που καλομελετούσε την άνοδο τους. Κάθε τόσο φωνάζει τον Σπύρο της, πρώην διοικητή τραπέζης, που έσβησε στις μέρες του κάπιταλ κοντρόλ. Και ξαναβγαίνει, φωνάζει, ανοιγοκλείνει δίχως νόημα τα δυο εξώφυλλα στο φωταγωγό. Έχει ακόμη λίγο καιρό να τον ψάχνει, μέχρι που να ακούσουμε και τα νέα της, όπως τόσα και τόσα. Όμως, αυτή την φορά, τα νέα της δεν θα είναι λέξεις, κουβέντες, η κάποιο άλλο διάλογο. Θα είναι μια σιωπή.
Γι’ αυτό επιτέλους, απ το ζωοποιό παραθυράκι του φωταγωγού, πρέπει να μάθουμε να ακούσουμε και την σιωπή.
