Για τους φανατικούς του…χειμερινού σινεμά
της Βασιλικής Δραγάτση
Γιατί αγαπάω τόσο πολύ το σινεμά; Γιατί με έχει συντροφεύσει από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου… Από τότε που με πήγαιναν οι γονείς μου στα παιδικά, αλλά και στον Αιζενστάιν και τον Κουροσάβα (δεν είχαν που να με αφήσουν οι έρμοι και με έσερναν στην Αλκυονίδα και το Studio κι εγώ τους ακολουθούσα, αρκεί μετά να πηγαίναμε σε ταβέρνα)… Από τα 13-14 μου που άρχισα να κυκλοφορώ μόνη μου, με την κολλητή που ερχόταν για Σαββατοκύριακο στο σπίτι μου από την εξωτική Πεύκη και πηγαίναμε σε όλα τα σινεμά Κυψέλης, Πατησίων και περιχώρων…
Σε σινεμά άλλοτε πολυτελή και άλλοτε με αυτή τη μυρωδιά της υγρασίας και τα κατεστραμμένα καθίσματα… Όπως στο «Άμλετ» της Γ’ Σεπτεμβρίου όπου μας είπε ο ταμίας «Κορίτσια, μια στιγμή ν’ ανάψω τα φώτα»… Κι έπειτα στο Παρίσι, στα μικρά σινεμά του 5ου και του 6ου διαμερίσματος με τις ρετροσπεκτίβες και τα αφιερώματα από το πρωί ως το βράδυ…
Από αυτά τα σινεμά που έβγαινα κι έκπληκτη ανακάλυπτα ότι είναι ακόμη μέρα… Κι ύστερα, πόσα βροχερά απογεύματα σαν το σημερινό δεν χώθηκα, έτσι απρόβλεπτα, σε μια σκοτεινή αίθουσα για να χαθώ στη μαγεία της… Πόσα μοναχικά βράδια και πόσες δύσκολες ημέρες δεν πέρασα στα σινεμά…
Ξέρω ότι όλοι αγαπούν τα θερινά , εμένα, λοιπόν, μου αρέσουν τα χειμωνιάτικα σινεμά, όχι εκείνα των εμπορικών κέντρων με τα τέλεια ηχοσυστήματα και τις ουρές στα ταμεία, αλλά εκείνα τα άλλα, τα άλλοτε μελαγχολικά, άλλοτε παρεϊστικα και χαρούμενα, πάντα εκεί, όμως, για να δεχτούν ερωτευμένα ζευγάρια, μοναχικούς ανθρώπους, φίλες ή απλά περαστικούς…
Γι’ αυτό ,όταν με ρωτάνε γιατί μένω στο κέντρο, η αυθόρμητη απάντησή μου είναι πάντα:»Θες να πας ένα σινεμά; Πας κατευθείαν»… Περίεργο κριτήριο, αλλά στην περίπτωσή μου, ισχυρό…
