Φρέσκα

Χωρίς καθρέφτες…

του Αλέξανδρου Χρηστομάνου

 

Κάθε πρωί, μια αδύναμη γυναίκα ανεβάζει με όπισθεν απ’το υπόγειο της πολυκατοικίας, ένα αναπηρικό καροτσάκι. Η δαγκωμένη φωνή της, καθώς μετράει με σφιγμένα τα δόντια το κάθε σκαλοπάτι, φτάνει στους επάνω ορόφους. Στο προτελευταίο σκαλί κάνει ένα μικρό διάλειμμα. Ουφ, ξεφυσάει. Ύστερα κοιτάζει έξω τον καιρό. Δεν θέλει να βρέξει. Η βροχή θα της χαλάσει όλο το σχέδιο. Ύστερα παίρνει μια βαθιά ανάσα και σπρώχνει ξανά. Άξαφνα ακούγετε απ το πουθενά μια ανδρική φωνή, «…Δώσε και λίγο… Φτάσαμε…» Κι΄ όμως, δεν είναι ο άγγελος της που την ενθαρρύνει. Είναι ο άντρας της, κι’ αν όχι ολόκληρος, τέλος πάντων όσο έχει μείνει. Ο μισός.

Μιλάει με χαλασμένη φωνή, δεμένος στο αμαξίδιο. Του λείπουν τα κάτω άκρα. Κρατιέται με το ένα χέρι στο καροτσάκι, και με το άλλο παίζει περίτεχνα ένα φανταχτερό κομπολόι. Πριν την έξοδο, στο πλατύσκαλο η γυναίκα στρίβει όμορφα το καρότσι. Οι ρόδες όταν είναι βρεγμένες, διαγραφούν στο μάρμαρο ένα κόμπο. Ένα καλοδεμένο κόμπο, που ο μισός άνδρας δεν μπορεί να το δει. Αυτό που μπορεί, να σηκώνει το χέρι σαν βιονικό, και να ανοίξει την εξώπορτα. Μάλιστα την κρατάει ανοικτή ως που να βγει το καροτσάκι. «Τώρα κράτα την εσύ,» –φαίνεται να της λέει χαμηλόφωνα, διότι η σύζυγος βάζει γρήγορα σαν σφήνα στην πόρτα, το δεξί της πόδι. Τα χέρια τις κουμαντάρουν το καροτσάκι. Φαίνεται πώς δυσκολεύετε, και δεν της φτάνει τούτο.

Το άνοιγμα της πόρτας το αντιλαμβάνεται η διαχειρίστρια. «Όχι, ρε παιδιά, την διαλύσατε την ριμάδα…, ΄Ελεος…. Για όνομα…» Το ζευγάρι κάνει πώς δεν ακούει. Κατεβαίνουν στο δρόμο και η αδύναμη γυναίκα σπρώχνει αργά. Το αμαξίδιο τους δεν έχει καθρέπτες, και εκείνη να δει πίσω τα εισερχόμενα αυτοκίνητα, εκμεταλλεύεται τις καθρέπτες των παρκαρισμένων αυτοκινήτων, που τις περνά ξυστά. Αν και πολύ νομίζουν πώς, στις καθρέφτες η γυναίκα φτιάχνει τα μαλλιά της. Εγώ λέω πως δεν σουλουπώνεται. Κι αν ναι, αυτό δεν ενοχλεί καθόλου τον πριονισμένο άνδρα. Καθώς οδεύει για το πόστο του, παίζει ατάραχος το μπεγλέρι του.

Όταν φτάσει, θα βάλει ήρεμα το μπεγλέρι στην τσέπη του, και αμέσως θα απλώσει το χέρι, σαν μια μικρή, χαμηλή μπάρα. Έτσι θα κάτσει πολύ ώρα, λες και είναι εκεί να υπενθυμίσει στους περαστικούς, κάποια παγίδα του δρόμου.

Κατά το μεσημέρι, όταν δεν περνάει πολύς κόσμος, αυτός θα βγάλει γρήγορα το μπεγλέρι του, και θα το βροντοχτυπήσει δυο τρις φορές με μανία. Οι ώρες περνάνε και γίνετε βράδυ. Ακριβώς τότε εκείνος θυμάται να μη κάνει το ίδιο λάθος, να έχει το κομπολόι στην τσέπη που φυλάει τα όσα κέρματα μάζεψε. Διότι η γυναίκα του, που φθάνει τσιτωμένη να τον παραλάβει, θέλει να έχει μια καθαρή εικόνα για την ποσότητα των κερμάτων, πριν φτάσουν το υπόγειο. Και το μπεγλέρι του μες στα κέρματα, πάντα την ξεγελάει…