Νύφες και γαμπροί
του Αργύρη Νικολάου
Τέτοιες μέρες ήταν που διορίστηκαν στο διπλανό χωριό τέσσερις νέες, όμορφες, ελεύθερες, ξενομερίτισσες δασκάλες. Αφήσαμε μερικές μέρες να περάσουν και για να τις δώσουμε χρόνο να τακτοποιηθούν και για να μη μας περάσουν για τίποτα λιγούρηδες –αμάν αυτή η περηφάνια μας- και ξεκινήσαμε ένα βράδυ να κάνουμε γνωριμία.
Εκεί, στο σπίτι που νοικιάσανε όλες μαζί μας περίμενε μια μεγάλη έκπληξη. Ουρά τα αυτοκίνητα. Πιο πολλά από τα σκυλιά που μαζεύονταν έξω από την πόρτα του σπιτιού μου όταν έσερνε η Σπίθα, το σκυλάκι μας. Μήνα σε γάμο ήρθαμε μήνα σε πανηγύρι, σχολίασε ένας από τους φίλους μου. Μπαίνουμε δειλά δειλά μέσα και βλέπουμε δασκάλους από όλα τα μέρη του νομού, ακόμα κι από το πιο απομακρυσμένο χωριό, σαράντα χιλιόμετρα και βάλε.
Μπεκιάρηδες, γεροντοπαλίκαρα, ακόμα και παντρεμένοι. Καθένας με το παραμύθι του και όλοι πρόθυμοι να τις εξυπηρετήσουν. Ο ένας να τις αλλάξει τα φώτα, ο άλλος να τις διορθώσει τα υδραυλικά, ένας τρίτος να τις υποδεικνύει τρόπους θέρμανσης εν όψει του βαρύ χειμώνα. Εμείς περιμέναμε τη σειρά μας υπομονετικά. Λέγαμε σε κάποια στιγμή πως ένας ένας οι μακρινοί θα φεύγανε και θα μέναμε μόνοι με τα κορίτσια, αλλά που αυτοί. Μπάστακες σωστοί. Μόνο ένας από τους φίλους μου, ο πιο κατεργάρης απ’ όλους, έπιασε το κλίμα και, αν και γουνεργάτης όπως οι περισσότεροι φίλοι μου, συστήθηκε ως δάσκαλος σ’ ένα χωριό που όχι μαθητές ούτε κατοίκους είχε.
Όταν μια από τις δασκάλες γκρίνιαξε για τις συνθήκες εργασίας στο χωριό εκείνος της είπε, που να δεις εγώ, κάθε μέρα ανεβαίνω στο χωριό με το γαϊδουράκι, τα σκυλιά μου γαβγίζουν, η σόμπα δεν ανάβει, ένα καφέ δεν έχω να πιώ, κι άλλα τερατώδη που τράβηξαν την προσοχή τους. Με αυτά και με αυτά πέρασε η ώρα και φύγαμε αφού ανανεώσαμε το ραντεβού μας για την άλλη μέρα. Όταν τις ξαναεπισκεφθηκαμε τα ίδια και χειρότερα. Είχαν έρθει γαμπροί κι από τους διπλανούς νομούς.
Να μη τα πολυλογώ, κάποια στιγμή, μετά από καιρό, κερδίσαμε τη μάχη με τους ανταγωνιστές, κάναμε καλή παρέα, γελάσαμε πολύ, αλλά ως εκεί. Στο χρόνο επάνω οι δασκάλες –όλες- πέτυχαν αυτό που είχαν από την αρχή στο νου τους: Να πάρουν μετάθεση στην πόλη.
Μια φορά μόνο η αφεντιά μου έφτασε πολύ κοντά στο στόχο. Είχε πάρει να χιονίζει, ένα από αυτά τα χιόνια που έλεγες δε θα σταματήσει ποτέ, τόσο συνηθισμένα στον τόπο μας, και δέχτηκα το ερωτικό κάλεσμα μιας από τις δασκάλες. Υποσχετικό όσο δε φαντάζεστε. Κι εκεί στην πόρτα του σπιτιού της σε δυο λεπτά παίχτηκαν όλα. Κοίταξα μια τα φλογισμένα μάτια της μια τον καιρό που είχε κλείσει για τα καλά, τους μαθητές μου που θα με περίμεναν την άλλη μέρα, και αποφάσισα να επιστρέψω στο χωριό μου. Με κέρδισε – ανάθεμά με- το καθήκον.
Την άλλη μέρα το χωριό της έμεινε αποκλεισμένο μια βδομάδα από τα χιόνια.
